«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί ὁμιλίες τόμος Β»
«Οὐ γὰρ ἐχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (α)
«Στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς Ἑβραίους ὁ ἅγιος ἀπό¬στολος Παῦλος λέει ὅτι ὅλοι οἱ δίκαιοί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν ὡς ὁδηγὸ στὴν ζωὴ τους τὴν φλογερή τους πίστη. Λέει τὸ ἑξῆς γιὰ τὸν δίκαιο Ἀβραάμ· «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὅν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπισταμένος ποῦ ἔρχεται» (Ἑβ. 11, 8).
Ὁ Ἀβραὰμ ζοῦσε στὴν Οὒρ τῶν Χαλδαίων, ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλολάτρης. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Ἀβραὰμ πίστευε στὸν Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Θεό. Ὅταν ἒλαβε διαταγὴ ἀπὸ τὸν Θεό του νὰ πάει σὲ μία ἄγνωστη μακρινή χώρα, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στοὺς ἀπογόνους του, τότε χωρὶς νὰ πολυσκεφτεῖ καὶ χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μάζεψε τὰ πράγματά του καὶ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἄφησε τὸν πατέρα του καὶ πῆγε ἐκεῖ ὅπου τὸν κάλεσε ὁ Κύριος. «Πίστει παρώκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλότρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» (Ἔβ. 11,9).
Ὁ Ἀβραὰμ ζοῦσε σὰν ξένος στὴν ξένη χώρα χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε ἕνα δικό του κομμάτι γῆς. Ὅταν ἀπέθανε ἡ γυναίκα του, ἡ Σάρρα, δὲν εἶχε ποὺ νὰ τὴν θά¬ψει καὶ ἔπρεπε νὰ ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους κατοίκους ἕνα πάρα πολὺ μικρὸ χωράφι γιὰ νὰ χτίσει τάφο γιὰ τὴν γυναίκα του. Ζοῦσε σὰν νομάδας στὶς σκηνὲς καὶ δὲν σκεφτόταν νὰ χτίσει δικό του σπίτι, ἕνα σὰν αὐτὰ ποὺ εἶχαν οἱ πλούσιοί τῆς ἐποχῆς του, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν τότε ἀρκετὰ πλούσιος. «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός»(Ἑβ. 11, 10).» (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)