1. ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Κυριακή μετά τά Θεοφάνεια καί ὅλη ἡ κτίσις εἶναι λουσμένη στό φῶς καί τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοί μέ εὐφροσύνη δεχθήκαμε «τήν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τήν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου». Ἀκούσαμε στούς ὕμνους τῶν Θεοφανείων ὅτι «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος» ἡ ὁποία καταυγάζει καί λαμπρύνει ὅλους τούς πιστούς. Κατά τούς πρώτους μάλιστα αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τελοῦσε κατά τίς ἑορτές τῶν Φώτων ὁμαδικές βαπτίσεις κατηχουμένων. Ἔτσι ζοῦσε περισσότερο αἰσθητά αὐτήν τήν πνευματική φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού δίνονταν σέ κάθε πιστό κατά τήν Βάπτισί τους καί τήν Σφράγισί τους μέ τό ἅγιο Χρῖσμα.
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ἀναφέρεται σ΄αὐτήν τήν δωρεά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐξηγεῖ λοιπόν ὁ ἀπόστολος Παῦλος πῶς ὁ Χριστός παρέχει τήν χάρι του σέ κάθε βαπτισμένο χριστιανό. Λέγει λοιπόν ὅτι στόν κάθε πιστό ξεχωριστά «ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Χριστός τήν χάρι του αὐτή δέν μᾶς τήν ἔδωσε ἐπειδή τήν ἀξίζαμε ἤ ἐπειδή μᾶς τήν χρωστοῦσε· ἀλλά μᾶς τήν πρόσφερε ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει νά πλουτίσῃ ὅλα μέλη τοῦ σώματός του μέ τά θεῖα του δῶρα, νά μᾶς στολίσῃ μέ τό φῶς του. Δέν μᾶς ἔδωσε ὁ δωρεοδότης Κύριος στόν καθένα μας τήν ἴδια χάρι ἐξ ἴσου, ἀλλά κατά τά θεϊκά σχέδια του, κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς του. Δηλαδή ὅπως ὁ ἴδιος τήν μέτρησε μέ τήν πανσοφία του καί τήν δικαιοσύνη του. Ὑπολογίζοντας καί τήν διάθεσί μας καί τό πνευματικό μας συμφέρον.
Ὅσοι λοιπόν νομίζουμε ὅτι ἐλάβαμε λιγότερα ἤ μικρότερα χαρίσματα θά πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε μέσα μας τή βεβαιότητα, ὅτι ὅση χάρι Θεοῦ ἐλάβαμε τήν μέτρησε πάνσοφα ὁ ἅγιος Θεός κατά τήν δική του δικαιοσύνη καί τήν δική μας δεκτικότητα. Ἅρα λοιπόν αὐτό πού ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά κάνουμε δέν εἶναι τό νά μειονεκτοῦμε γιά τά ὅσα δέν λάβαμε καί νά γογγύζουμε, ἤ νά ὑπερφορνοῦμε γιά ὅσα ἔχουμε, πολύ δέ περισσότερο νά μήν ἀποδιώκουμε τήν θεία χάρι μέ τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας. Ἀλλά ἀντίθετα νά ἐκζητοῦμε μέ πόθο καί δέος καθημερινά τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα νά γινώμαστε δεκτικά δοχεῖα τῆς χάριτος. Διότι διαφορετικά δέν μποροῦμε νά ζήσουμε, ἀργοσβήνουμε πνευματικῶς, καί χανόμαστε.
2. ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΘῌ Η ΧΑΡΙΣ
Πῶς ὅμως ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε κοινωνός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν αἰχμαλωσία τῶν ἀνθρώπων στόν διάβολο;
Ὁ Θεός πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα του, τόν ἔντυσε καί μέ τήν θεοϋφαντη στόλη τῆς χάριτός του, γιά νά ἀκτινοβολῇ τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἀπό αὐτήν τήν χάρι ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε, αὐτή τοῦ ἔδινε τό δικαίωμα νά βλέπῃ, νά ἀκούῃ, νά συνομιλῇ μέ τόν Θεό, νά ζῇ ζωή πνευματική. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀδάμ ἀρνήθηκε τόν Θεό, ἔχασε τήν χάρι του, ἀσφυκτιοῦσε καί λιμοκτονοῦσε μακριά ἀπό τό φῶς της. Ἀργοπέθαινε αἰχμαλωτισμένος ἀπό τόν διάβολο καί τά πάθη του. Ἔπρεπε λοιπόν κάποιος νά τόν ἀπελευθερώσῃ ἀπό τήν ἀνυπόφορη αὐτή σκλαβιά.
Γι’αὐτό ἀκριβῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι’αὐτό κατέβηκε στά κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Ἡ κατάβασι βέβαια αὐτή δέν εἶναι μία ἐξωτερική κατάβασι ἀλλά δείχνει τό ὕψος τῆς ταπεινώσεώς του καί τῆς ἀγάπης του. Ὁ Θεός λοιπόν ἐσαρκώθη καί κατέβηκε ἀκόμη πιό χάμηλα στόν σκοτεινό καί κυρίαρχο Ἅδη. Ἀπό ἐκεῖ ὅμως μέ τήν Ἀνάστασί του καί μέ τήν Ἀνάληψί του ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ὁ ἴδιος κατέβηκε καί ὁ ἴδιος ἀνέβηκε. Κατέβηκε ὡς Θεός καί ἀνέβηκε ὡς ἄνθρωπος. Καί ὡς θεάνθρωπος θριαμβευτής ἔδεσε αἰχμαλωτισμένους τούς ἐχθρούς του, τόν διάβολο, καί τόν θάνατο. Κι ἀπελευθέρωσε ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἦταν μέχρι τότε αἰχμαλωτισμένοι ἀπό αὐτόν, αἰχμαλωτίζοντας πλέον καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Τώρα πλέον ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στήν πρώτη του θέσι. Τοῦ ξαναέδωσε «τήν στολήν τήν πρώτην» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τώρα πλέον κάθε πιστός μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα ἐνδύεται τήν στολή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα πλημμυρίζει μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά λοιπόν πῶς ὁ Χριστός μᾶς κάνει κοινωνούς τῆς χάριτός του.
3. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Ποιές ὅμως εἶναι οἱ πνευματικές μεταμορφώσεις πού συντελοῦνται στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μέσα στή χάρι τοῦ Θεοῦ; Μᾶς ἐξηγεῖ ὁ θεῖος ἀπόστολος ὅτι ὁ χαριτοδότης Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε τήν χάρι του στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, στούς ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιά νά μᾶς μεταγγίζουν τήν θεία χάρι, νά μᾶς καταρτίζουν καί νά μᾶς καλλιεργοῦν. Γιά νά μήν εἴμαστε νήπιοι, ἀλλά ἄνδρες τέλειοι, προοδεύοντας σέ ἁγιασμό καί τελειότητα. Γιά νά μορφωθῇ, νά σχηματισθῇ δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα μας. Νά γεμίζει πλέον καί ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Ὁ Χριστός νά ζῇ καί νά ἐνεργῇ μέσα μας. Κι ἐμεῖς νά ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ, καρδιά Χριστοῦ, μάτια Χριστοῦ. Τί ὑπέροχο βίωμα! Νά ἐπιθυμοῦμε ὅ,τι θά ἐπιθυμοῦσε ὁ Χριστός, νά κάνουμε ὅ,τι θά ἔκανε ὁ Χριστός. Κι ἐμεῖς νά ἀπολαμβάνουμε τήν μυστική παρουσία του, νά ζοῦμε μέσα στό φῶς του καί τήν χάρι του.