ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

 

1. ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΔΥΣΕ

Μόλις ἐπληροφορήθηκε ὁ Κύριός μας ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος συνελήφθη καί κρατεῖται στήν φυ­λακή, ἀνεχώρησε στήν Γαλιλαία γιά νά ἀρχίσῃ συ­στη­μα­τι­κῶς πλέον τό δημόσιο ἔργο του. Ἐφόσον τό ἅγιο στόμα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐσίγησε, ἐφόσον ἡ φωνή τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ δέν θά ἀκούγεται πλέον, ὁ Κύ­­ρι­ος ἀρχίζει τήν δη­μό­σι­α διδασκαλία του. Τώρα πού ὁ Ἰ­ω­άννης ἐτελείωσε τήν προ­δρο­μι­κή του ἀποστολή, ξε­κινᾶ ὁ Κύ­ρι­ος τό σωτηριῶδες ἔργο του. Τό ἀστέρι δύει καί ἀ­να­τέλλει ὁ ἥλιος.

Ὁ ἔνσαρκος ἄγ­γε­λος προπορεύθηκε «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού»· ἑ­τοί­μασε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, ἄ­νοιξε τό δρόμο. Τά πλήθη τῆς Ἰουδαίας καί ἡ περί­χω­ρος τοῦ Ἰ­ορ­δάνου δέν θά ἄκουγαν πλέον τήν φωνή του. Τό προδρομικό κή­ρυ­­γ­μα τῆς με­τανοίας πού προ­ε­­τοί­μα­σε τόν λαό νά ὑπο­δεχθῇ τόν Κύ­ρι­ο, ἀφοῦ ἐπέ­στρε­ψε πολλοὺς ἀπό τούς υἱούς Ἰσραὴλ «ἐπὶ Κύ­­­ριον τὸν Θε­ὸν αὐτῶν» τώρα λαμβάνει τέλος. Καί ὁ Κύριος περι­μέ­νει τήν ὥρα αὐτή, χω­ρίς νά βιάζεται. Περιμένει πρῶ­τα νά τελειώσῃ τήν ἀ­πο­στο­λή του ὁ Ἰωάννης. Δέν ἐκ­δη­λώνει πλήρως τήν θαυ­μα­­τουρ­γική του δρᾶσι, οὔτε δι­δάσκει ἐπισήμως στά πλή­­θη. Καί ἀρχίζει ἔτσι τό ἐπί­ση­μο δη­μό­σιο ἔργο του ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη στιγ­μή. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστός: «μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε». Εἰσέδυσε φυ­σι­­ολογικά στήν ἱστορία καί στή ζωή μας. Τώ­ρα πλέ­ον ἡ Πα­λαιά Δια­θή­κη ­τε­λεί­ωσε, τώρα ἀρχίζει ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη. Ἰδού «ἤγ­γικεν ἡ βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ».

Πόσα ἔχει νά μᾶς διδάξῃ αὐτή ἡ μετάβασι τῶν δύο ἐποχῶν. Μία μετάβασι πού γίνεται τόσο ὁμαλά, ἁ­πα­λά, διακριτικά. Μέ σύ­νε­σι καί σοφία. Τά ὄν­τως μεγάλα καί ἱερά πράγ­ματα στήν πορεία τοῦ κό­σμου δέν γί­νο­ν­ται μέ ἐντάσεις, καί ἐντυπωσιασμούς, δι­α­δ­ηλώσεις καί ἐ­πανα­στά­σεις· γί­νο­νται μέ ἱερή σιγή. «Οὐκ ἔρ­χε­ται ἡ βασιλεία τοῦ Θε­οῦ μετὰ παρατηρήσεως». Ἀλλά φυ­σι­κά, ἀβίαστα καί ἀδιόρατα. Καί μαθαίνουμε ἀπό αὐτό νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τῆς διακρίσεως καί τῆς συνέσεως. Νά ἐπιδιώκουμε τό κάθετι νά γίνεται στήν ὥρα του μέ τόν κατάλληλο τρόπο.

2. ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ

Ὁ Κύριος ἐγκαταστάθηκε πλέον στή δυτική ὄχθη τῆς λί­μνης τῆς Γαλιλαίας ὅπου ὁ πληθυσμός ἦταν πυ­κνός καί μι­κτός ἀπό Ἰουδαίους καί ἐθνικούς. Ἐγ­κα­τα­στά­θηκε σέ μία πόλι παραλίμνια, στή βο­ρει­οδυτική ἀ­κτή τῆς Γα­λι­λαίας, τήν Καπερναούμ, τήν ὁποία ἐπέλε­ξε ὡς κα­ταλληλότερο κέντρο γιά τήν δη­μό­σια δρᾶσι του. Ἡ πόλι αὐτή ἀξιώθηκε νά ἀκούσῃ ὑπέροχες δι­δα­σκαλίες, νά δῇ καταπληκτικά θαύματα, νά φιλο­ξε­νή­σῃ τόν Θε­ό τοῦ οὐρανοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος. Πόσο με­γάλη τιμή γιά τήν Καπερναούμ. Ὁ Κύ­ριος τήν ἐπέ­λεξε αὐτή μόνη ἀνά­με­σα σ’ ὅλες τίς πό­λεις τοῦ κό­σμου. Ὅμως οἱ κάτοικοί της δέν συναι­σθά­νθηκαν τήν ὑψηλή τιμή πού τούς ἔκανε ὁ Κύριος. Δέν μετε­νό­η­σαν. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέγει: «καὶ σὺ Καπερνα­ούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψω­θεῖ­σα, ἕως ᾅδου κατα­βι­βα­σθή­ση». Ἐσύ Καπερναούμ πού ἀξιώθηκες νά φθάσῃς μέ­χρι τά ὕψη του οὐρανοῦ, θά κατέβῃς ντρο­πι­ασμένη μέ­χρι τόν Ἅδη. Διότι, συνεχίζει ὁ Κύριος, ἐάν οἱ Σοδομίτες ἔ­βλε­παν τόσα θαύματα, ὅσα εἶδε ἡ Κα­περ­ναούμ, θά μετα­νο­οῦ­σαν καί δέν θά κα­ταστρέ­φο­ν­ταν. Γι’ αὐτό καί προ­λέγει ὅτι οἱ Σοδομίται θά ὑπο­φέ­ρουν λιγότερο στήν κόλασι ἀπ’ ὅτι οἱ κά­τοι­κοι τῆς Κα­περ­ναούμ. Ἀλλά ἡ Καπερ­να­ούμ, ἐπλήρωσε τήν περι­φρό­νησι πού ἔδειξε στόν Κύριο καί ἄμεσα. Μετά ἀπό λίγα χρόνια κα­τα­στρά­φη­κε ὁλο­σχε­ρῶς, ἐξα­φα­νίσθηκε ἀπό τόν χάρτη.

Αὐ­τή ἡ κα­τά­ληξις τῆς πό­λε­ως πρέπει νά προ­βλη­μα­τί­σῃ καί ὅλους ἐμᾶς, πού χρόνια πολλά ἀξι­ωνό­μα­στε νά δεχόμαστε τόσες εὐερ­γε­σίες ἀπό τόν Θε­ό. Τόσα ἀ­κοῦ­με, τόσα βλέπουμε, τόσα αἰ­σθα­νό­μα­στε. Καί τί κά­νου­με; Ἀνταποκρι­νό­μα­στε στίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ;  

3. ΦΩΣ ΜΕΓΑ

Ὁ Κύριος μόλις ἀρχίζει τήν δημοσία δράσι του ἀνα­τέλ­λει ὡς πνευματικός ἤλιος στό πυκνό σκοτάδι τῆς ἀνθρωπότητος. «Ὁ λα­ὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του φῶς ἀνέ­τειλεν αὐτοῖς». Διότι ἐπί αἰῶνες οἱ ἄν­θρω­ποι εἶχαν βυθισθεῖ μέσα στό πνευματικό σκοτάδι, τό σκο­τάδι τῆς πλάνης, τῆς ἀ­γνω­σίας καί τῆς ἀσέβειας. Οὔτε κἄν ἤλ­πι­ζαν νά ἀ­παλ­λαγοῦν ἀπό αὐ­τό. Μέσα στήν ἀτελείωτη νύχτα ἔχασαν καί τό φῶς τους, καί δέν ἤξεραν ποῦ νά βαδίσουν. Τώρα ὅμως ἀνέτειλε στήν ζω­ή τους φῶς μέγα, τό φῶς τό ἀλη­θι­νόν, ὁ Κύριος Ἰ­η­σοῦς Χριστός. Ἔλαμψε καί ἀκτινοβόλησε μέ­σα στό σκο­­­τάδι τῆς ἀγνωσίας. Καί διέλυσε τήν σκι­ά τοῦ θα­νά­του, τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.

Αὐτό ὅμως πού ἰδιαιτέρως θά πρέπει νά προ­σέ­ξου­με ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ λαός αὐτός δέν βρῆκε τό φῶς ἐπειδή τό ζή­τη­σε, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός ἐφανέρωσε τό φῶς του. Δέν ζήτησαν πρῶτα οἱ ἄνθρωποι τό φῶς, οὔτε ἔ­τρε­ξαν πρός αὐτό, ἀλλά τό φῶς ἐπεφάνη σάν νά τούς κα­­τα­δι­ώ­κῃ. Μᾶς καταδιώκει λοιπόν τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­μεῖς, δε­χόμαστε τό Φῶς τοῦ Χρι­στοῦ στή Ζωή μας; Ἀ­φήνουμε τό φῶς του νά ἔλθῃ στήν σκο­τει­νια­σμέ­νη καρ­διά μας, νά λάμψῃ καί νά ἀκτι­νο­βο­λήσῃ μεσα μας τό φῶς τῆς ἀ­λή­θειας καί τῆς ἐλ­πί­δος; «Τὸ φῶς ἐλή­λυ­θεν εἰς τὸν κόσμον» ἀλλά δυ­στυ­χῶς «ἠγά­πη­­σαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς». Εἶναι πραγ­μα­τικό τραγικό νά μᾶς προσφέρῃ ὁ Χριστός τό φῶς του καί μεῖς νά προτιμοῦμε νά ζοῦμε μέσα στό σκοτάδι μιᾶς ἀπέραντης νύκτας. Ἄς τρέξουμε λοιπόν πρός τό φῶς τό ἀληθινόν, τόν Φωτοδότη Κύριό μας, κι ἄς τόν πα­ρακαλοῦμε διαρκῶς νά μᾶς στέλνῃ τό φῶς τοῦ προ­σώ­που του, νά μᾶς φωτίζῃ καί νά μᾶς ἁγιάζῃ.