Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Γιὰ τὸ φόβο τῶν ψυχῶν (α)
«Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ὀκνηρὸς καὶ ράθυμος στὸν πνευματικὸ ἀγώνα• ἀλλ’ ὅμως λέω σ’ ἐσᾶς, ἀγωνιστές, φιλόθεοι ἀδελφοί μου, αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἐγώ νικιέμαι διαρκῶς ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας τοῦ λογισμοῦ μου. Θέλω νὰ ἀνακοινώσω σ’ ἐσᾶς, ἀγαπητοί μου, τὸν μεγάλο φόβο καὶ τὸν τρόμο τῆς ψυχῆς μου, ποὺ μιὰ μέρα συνέβη σ’ ἐμένα τὸν ἄθλιο καὶ ἄστατο.
Καθόμουν ὁλομόναχος σὲ ἀθόρυβο καὶ ἥσυχο καὶ ψηλὸ τόπο, καὶ ἀναλογιζόμουν καὶ ἀνέφερα τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὴ μέριμνα, τὴ σύγχυση, τὸ θόρυβο• καὶ ἀφοῦ δάκρυσα, μονολογοῦσα• «Πὼς περνᾶ αὐτή ἡ ζωὴ σὰν σκιά, καὶ φεύγει σὰν ταχύτατος δρομέας, καὶ μαραίνεται σὰν πρωϊνὸ λουλούδι!». Καὶ ἔλεγα μὲ λύπη καὶ μὲ στεναγμούς• «Δὲν ξέρουμε πῶς κυλάει ὁ χρόνος αὐτός, ἐπειδὴ εἴμαστε δεμένοι μὲ ἀσχολίες καὶ μὲ λογισμοὺς ἄπρεπους ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας μας». Αὐτὰ ἐνῶ τὰ μελετοῦσα μὲ τὸν ἑαυτό μου, ξαφνικὰ σήκωσα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ βρέθηκα σὰν σὲ ἔκσταση• καὶ μὲ κυρίευσε μεγάλος φόβος• καὶ ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου τὸν Κύριο νὰ κάθεται μὲ πολλὴ δόξα, καὶ νὰ λέει στὴν ψυχή μου τὰ ἑξῆς• «Γιατί, ψυχή, περιφρόνησες τὸν οὐράνιο νυφικό σου θάλαμο, τὸν γεμάτο ἀπό φῶς καὶ δόξα; Γιατί, ψυχή, νύμφη μου, μισεῖς τὸν ἄχραντο καὶ ἀθάνατο Νυμφίο σου; Γιατί, ψυχή, περιφρόνησες τὰ καλὰ πού σοῦ ἑτοίμασα ἐγώ μέσα στὸ φῶς τῆς ζωῆς; Γιατί, ψυχή, ἀποξενώθηκες ἀπό μένα, μέσα στὶς ἀσχολίες καὶ τοὺς ἄπρεπους λογισμούς; Γιατί, ψυχή, δὲ φροντίζεις νὰ βρεθεῖς στὴν παρουσία μου; Γιατί, ψυχή, δὲν κρατᾶς τὴ λαμπάδα σου, περιμένοντας τὴ φωνὴ πού θὰ πεῖ· «Ἰδοὺ ἦρθε ὁ Νυμφίος», βγεῖτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε μὲ χαρά». (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 33 κ.ἑ.)