Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Γιὰ τὸ φόβο τῶν ψυχῶν (β)
«Γιατί, ψυχή, δὲ φρόντισες νὰ ἑτοιμάσεις τὸ ἔνδυμα πού εἶναι ἀντάξιο μὲ τοὺς γάμους; Γιατί, ψυχή, δὲν μπαίνεις μὲ χαρὰ στὸν οὐράνιο καὶ ἅγιο νυφικὸ θάλαμο; Γιατί, ψυχή, μισεῖς ἐμένα τὸν Ἀγαθό, πού ἐλευθέρωσα τὴ ζωή σου ἀπό τὸ θάνατο; Ἐγώ, ψυχή, δέχτηκα γιὰ χάρη σου τὸ θάνατο, γιὰ νὰ σὲ ἑνώσω μὲ τὸν ἑαυτό μου, ὡς νύμφη. Ἐγώ, ψυχή, σοῦ χάρισα πλουσιοπάροχα τὴ βασιλεία μου, γιὰ νὰ τὴν κληρονομήσεις. Ἐγώ, ψυχή, ὅλα τὰ ἀγαθά μου σοῦ τὰ χάρισα ὡς βασιλιάς. Ἐγώ, ψυχή, καὶ ἄνθρωπος ἔγινα γιὰ σένα, ἐπειδὴ ἤθελα νὰ ἐλευθερώσω τὴ ζωή σου ἀπό τὴ φθορά. Ἐγώ, ψυχή, περισσότερο ἀπό ὅλα τὰ δημιουργήματά μου τίμησα καὶ δόξασα τὴν ὕπαρξή σου. Ἐγώ, ψυχή, σοῦ ἑτοίμασα νυφικὸ θάλαμο στοὺς οὐρανούς, καὶ ὅρισα τοὺς Ἀγγέλους νὰ ὑπηρετοῦν ἐσένα στὸ νυφικὸ θάλαμο, ποὺ ἐγώ ἑτοίμασα, γιὰ νὰ μπεῖς ἐκεῖ μέσα μὲ χαρά. Ἐσύ ὅμως, ψυχή, περιφρόνησες ἐμένα τὸν οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθὰ πού σοῦ ἑτοίμασα. Καὶ λοιπόν, ποιὸς εἶναι περισσότερο ποθητὸς ἀπό ὅσο εἶμαι ἐγώ, πού σώζω τὸν κόσμο μὲ τὴν εὐσπλαχνία μου; Ποιὸς πατέρας δίνει ζωή, ὅπως ἐγώ; Καὶ ὅμως μὲ ἐγκατέλειψες, ψυχή, καὶ πόθησες τὸν ξένο καὶ μισητό». Ἔνιωσα, ἀδελφοί, μεγάλο φόβο τὴν ὥρα ἐκείνη προσέχοντας μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας μου τὰ φοβερὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μεγάλη ντροπὴ τῆς ψυχῆς μου· δείλιασα, τρόμαξα. Λιποθύμησα ἀπό τὸ φόβο μου καὶ τὴ μεγάλη ντροπή• σκεφτόμουν, ποῦ νὰ κρυφτῶ, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχα τὸν ἐξευτελισμὸ ἐκείνης τῆς ντροπῆς. Καὶ ἔλεγα• «Ἐλᾶτε ὄρη, σκεπᾶστε ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀσεβῆ». (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 33 κ.ἑ.)