Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Γιὰ τὸ φόβο τῶν ψυχῶν (γ)
«Καὶ ὑψώνοντας τὴ φωνή μου ἔκλαψα, σκύβοντας κάτω τὸ κεφάλι μου ἀπό ντροπή, καὶ θρηνώντας τὸν ἑαυτό μου, εἶπα τὰ ἑξῆς• «Γιατί ἐγὼ βγῆκα ἀπό τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, γιὰ νὰ παροργίσω τὸν Κύριο τὸν ἅγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ εὔσπλαχνο; Ἀπέρριψα τὴ σύλληψή μου στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου καὶ τὴν αὔξηση τοῦ σώματός μου• ἀπέρριψα τὰ οὐράνια χαρίσματα καὶ τὰ ἅγια ἰάματα τῆς χάριτός σου». Ὅμως κλαίοντας, ἔπεσα νὰ τὸν παρακαλέσω• τὸν παρακάλεσα μὲ πόνο καὶ ὀδυρμό τῆς καρδιᾶς μου, καὶ φώναξα μὲ δάκρυα, λέγοντας τὰ ἑξῆς• «Ἄκουσε, Κύριε, τὸ κλάμα μου, καὶ δέξου τὰ λόγια τῆς δέησής μου, ποὺ προσφέρω ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπό ντροπὴ πρὸς ἐσένα, μακρόθυμε, ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων μὴν ἀνταποδώσεις ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μου, οὔτε νὰ ἐνθυμηθεῖς τὶς αἰσχρὲς ἁμαρτίες μου, μὲ τὶς ὁποῖες παρόργισα τὴ χάρη σου, Δέσποτα ἀγαθέ· ἀλλά ἀπεναντίας χάρισε σ’ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό λίγο χρόνο, γιὰ νὰ βρῶ καιρὸ μετανοίας, φιλάνθρωπε ἀγαθέ. Ἡ χάρη σου ἀνέχθηκε τὶς ἁμαρτίες τῆς νεότητάς μου· ἕνα πλῆθος ἁμαρτιῶν τώρα ἄς ἀνεχθεῖ ἡ χάρη σου καὶ τῶν γηρατειῶν μου τὴν παρακοή, τὴν παρόργιση, τὴ θρασύτητα. Ξέρω καλὰ ἐγώ ὁ ἴδιος, μακρόθυμε, τὸν ὅρκο σου, ποὺ ὁρκίστηκες στὸν ἑαυτό σου λέγοντας• Ὁρκίζομαι, λέει ὁ Κύριος, ὅτι δὲ θέλω τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀσεβῆ, ἀλλά ἀπεναντίας θέλω νὰ σωθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ λυτρωθεῖ ἀπό ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε. Δέσποτα εὔσπλαχνικε, φιλάνθρωπε, ἀγαθέ, ὁρκίστηκες στὴν εὐσπλαχνία σου ὅτι δὲ θέλεις τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡσότου νὰ ἐπιστρέψει αὐτὸς καὶ νὰ ζήσει. Σπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος σὲ ὁρκίζω στὴν εὐσπλαχνία σου· ἐλέησέ με• σπλαχνίσου με• συγχώρησέ με• καὶ μὴ λογαριάσεις τὴ θρασύτητα τῶν ὅρκων μου, ἐσὺ ποὺ ἐξετάζεις τὶς διαθέσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀκόμη καὶ ὅλες τὶς σκέψεις. Ὁ Ἴδιος γνωρίζεις, Κύριε, ὅτι ἀπό τὸν πικρὸ πόνο τῆς ψυχῆς μου τόλμησα νὰ τὰ πῶ αὐτὰ μπροστά σου». (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 33 κ.ἑ.)