ΟΙ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΟΙ

 

1. ΠΙΣΤΗ ΑΤΑΛΑΝΤΕΥΤΗ

Δέ­κα βασανισμένοι λε­προί ἀ­πο­κομ­μέ­νοι ἀ­πό τόν κό­­­σμο ζοῦ­σαν στήν ἐ­ρη­μιά, μέ­σα στόν πό­νο καί τή δυ­στυ­χί­α. Μά σή­με­ρα ἀ­πό μα­κριά βλέ­πουν κά­τι τό πρω­τό­γνω­ρο. Περ­νᾶ ἀ­πό κοντά τους ὁ Κύ­ριος. Θά εἶ­χαν ἀ­σφα­λῶς ἀ­κού­σει πολ­λά γι­’­αὐ­τόν. Καί μό­λις κα­τά­λα­βαν τήν πα­ρου­σιά του, ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σαν νά τόν πλη­σιά­σουν λό­γῳ τῆς λέ­πρας τους, στά­θη­καν μα­κριά, ὅ­σο τούς ἐ­πέ­τρε­πε ὁ νό­μος πού τούς θε­ω­ροῦ­σε ἀ­κά­θαρ­τους, καί ἔ­βγα­λαν μέ­σα ἀ­πό τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς τους, τή με­γα­λύ­τε­ρη κραυ­γή τῆς ζω­ῆς τους: Μιά κραυ­γή γε­μά­τη πό­νο κι ἐλ­πί­δα:

– Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ, ἐ­λέ­η­σέ μας, θε­ρά­πευ­σέ μας.

Μά ὁ Κύ­ριος ἀν­τί νά τούς θε­ρα­πεύ­σει κά­νει κά­τι τό ἀ­κα­τα­νό­η­το. Τούς λέ­γει: – Πη­γαί­νε­τε καί δεῖξ­τε τό σῶ­μα σας στούς ἱ­ε­ρεῖς γιά νά βε­βαι­ώ­σουν αὐ­τοί ὅ­τι πράγ­μα­τι θε­ρα­πευ­θή­κα­τε, ὅ­πως ὁ­ρί­ζει ὁ νό­μος.

Πό­ση πί­στη εἶ­χαν οἱ δέ­κα αὐ­τοί λε­προί! Ἄρ­χι­σαν νά φεύγουν πρός τούς ἱ­ε­ρεῖς χω­ρίς ἀ­κό­μη νά ἔ­χει γί­νει τό θαῦ­μα. Πί­στε­ψαν στόν Κύ­ριο καί ἐ­κτε­λοῦν τήν προ­στα­γή του. Καί μέ ἐλ­πί­δα δυ­να­τή καί πό­θο τρέ­χουν. Μπο­ροῦ­με νά τούς φαν­τα­σθοῦ­με τήν ὥ­ρα πού μέ­­σα στό τρέ­ξι­μό τους αὐ­τό, κα­θώς ο ἀ­έ­ρας ρι­πί­ζει τό σῶ­μα τους, αἰ­σθά­νον­ται τή λέ­πρα νά πέ­φτει ἀ­πό πά­νω τους, βλέ­πουν τό δέρ­μα τους νά κα­θα­ρί­ζει, αἰ­σθά­νο­ν­ται τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ νά τούς ἀγ­γί­ζει καί νά τούς θε­­ρα­πεύ­ει; Δέν πρό­λα­βαν νά φθάσουν στούς ἱ­ε­ρεῖς καί θε­ρα­πεύ­θη­καν.

ΚΑΙ θε­ρα­πεύ­θη­καν ἐ­πει­δή ἔ­δει­ξαν με­γά­λη πί­στη. Πί­στε­ψαν στόν Κύ­ριο ἐ­ξ’­ ἀρ­χῆς, τόν ὀ­νό­μα­σαν ἐ­πι­στά­τη, δηλαδή κυρίαρχο καί ἄρα λυ­τρω­τή τους. Καί ὁ Κύ­ριος γιά νά δο­κι­μά­σει καί φα­νε­ρώ­σει μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες τήν πί­στη τους, δέν τους κα­θα­ρί­ζει ἀλ­λά τούς στέλ­νει στούς ἱ­ε­ρεῖς. Κι αὐ­τοί ὑ­πα­κοῦν σέ κάτι πολύ δύσκολο. Τρέ­χουν χωρίς νά ἔχει γίνει ἀκόμη τό θαῦμα, τρέχουν μέ ἀ­δί­στα­κτη πί­στη, δι­ό­τι πιστεύουν ὅ­τι τό θαῦ­μα θά γί­νει στήν πο­ρεί­α τους. Πιστεύουν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός ἰα­τρός, καί θά τούς θε­ρα­πεύ­σει. Μέ­χρι ποι­ά ἀ­πό­στα­ση ἔ­φθα­σαν δέν ξέ­ρου­με. Πάν­τως ἡ ἀ­πό­στα­ση ἦ­ταν τέ­τοι­α ὥ­στε νά δο­κι­μα­σθεῖ ἡ πί­στη τους. Καί ὁ Κύ­ριος ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τήν πίστη τους σέ κά­τι πού φαι­νό­ταν ἀ­δι­α­νό­η­το. Καί κά­νει τό θαῦ­μα.

Οἱ δέ­κα λε­προί λοι­πόν μᾶς δι­δά­σκουν μέ τή με­γα­λει­ώ­δη πί­στη τους καί τήν ὁ­λο­πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ή τους. Μᾶς δι­δά­σκουν νά πο­ρευ­ό­μα­στε κι ἐμεῖς στόν δρό­μο τῆς πίστεως, στό δρόμο τοῦ θαύ­μα­τος, τρέχοντας μέ ὑ­πο­­μο­νή καί ἐ­πι­μο­νή. Δέν ξέ­ρου­με σέ ποι­ό ση­μεῖ­ο τοῦ δικοῦ μας δρό­­μου θά γί­νει τό θαῦ­μα. Πάν­τως θά γί­νει ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος τό θε­λή­σει, ἀ­φοῦ πρῶ­τα δο­κι­μά­σει τήν πί­στη μας καί τήν ὑ­πα­κο­ή μας, τήν ἐ­πι­μο­νή μας καί τήν ἀ­φο­σί­ω­σή μας σ’­αὐ­τόν. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τρέχουμε.

2. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Οἱ λε­προί λοι­πόν ἔ­γι­ναν κα­λά. Καί μέ­σα στή χα­ρά τους ἔ­τρε­ξαν στούς ἱ­ε­ρεῖς, κι ἀμέσως μετά θά ἔ­τρε­ξαν ἀ­σφα­λῶς στά ἀ­γα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα. Δέν ἔσπευ­σαν ὅ­μως πρῶ­τα νά ποῦν τό εὐ­χα­ρι­στῶ τους στόν εὐ­ερ­γέ­τη τους. Μό­νο ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς ἀ­μέ­σως ἔ­τρε­ξε καί πά­λι πί­σω, στόν Χριστό, κι ἔπεσε στά πό­δια του, καί μέ φω­νή με­γά­λη ἐκ­φρά­ζον­τας τήν χα­ρά του καί τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του δό­ξα­ζε τόν Κύριο γιά τό θαῦ­μα πού τοῦ ἔ­κα­νε. Κι ἔ­πε­σε μέ τό πρό­­σω­πο στή γῆ καί τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε μέ­σα ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του. Κι αὐ­τός ἦ­ταν Σα­μα­ρεί­της. Κα­νείς δέν θά πε­ρί­με­νε νά δεῖ μιά τέ­τοι­α εὐ­γε­νῆ καρ­διά γε­μά­τη εὐ­γνω­μο­σύ­­νη σ’ ἕ­ναν Σαμαρείτη πού οἱ Ἰουδαῖοι τόν θεω­ροῦ­σαν σχι­σμα­τι­κό, μιά εὐ­γνω­μο­σύ­νη πού δέν ἔ­δει­ξαν ἐν­νέ­α Ἰσ­ρα­η­λί­τες.

Τότε ὁ Ἰ­η­σοῦς μέ πα­ρά­πο­νο λέ­ει: Δέν κα­θα­ρί­σθη­καν ἀ­πό τή λέ­πρα καί οἱ δέ­κα; Οἱ ἄλ­λοι ἐν­νέ­α ποῦ εἶ­ναι; Χά­θη­καν νά γυ­ρί­σουν πί­σω καί νά δώ­σουν δό­ξα στόν Θε­ό; Καί πρός τόν Σα­μα­ρεί­τη λέ­ει: Σή­κω καί πή­γαι­νε. Ἡ πί­στη σου σέ ἔ­σω­σε. Δέν θε­ρά­πευ­σε μό­νο τό σῶ­μα σου, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ μιά κα­λή ἀρ­χή πού θά σέ ὁ­δη­γή­σει καί στήν πνευ­μα­τι­κή σου σω­τη­ρί­α.

ΔΙΟΤΙ ὁ Σα­μα­ρεί­της εἶ­χε ψυ­χή ἀ­γα­θή, μιά ψυ­χή πού ξε­χεί­λι­ζε ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν μεγάλο εὐ­ερ­γέ­τη Χριστό. Γι’ αὐ­τό κι ἔ­πε­σε στή γῆ καί προ­σκύ­νη­σε τόν Κύ­ριο, γιά νά δεί­ξει πό­σο τόν σέ­βε­ται καί πό­σο τόν ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς σωτήρα του. Καί τό δεί­χνει αὐ­τό μέ μί­α τα­πεί­νω­ση ἐκ­πλη­κτι­κή, γνή­σια καί βα­θειά. Τα­πεί­νω­ση ὄ­χι μό­νο στήν ὥ­ρα τοῦ πό­νου καί τῆς ἀ­νάγ­κης, ἀλ­λά καί στήν ὥ­ρα τῆς χα­ρᾶς. Καί ὁ Κύ­ριος μέ τήν ἐ­ρώ­τη­σή του το­νί­ζει τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη αὐ­τή τοῦ ἑ­νός ἀλ­λά καί τήν ἀ­γνω­μο­σύ­νη καί ἀ­χα­ρι­στί­α τῶν ἐν­νέ­α. Γιά νά δεί­­ξει σέ ὅ­λους μᾶς πό­σο κυ­ρί­αρ­χο κα­κό εἶ­ναι ἡ ἀ­χα­ρι­στί­­α. Μάστιγα καί ἐπιδημία πνευματική. Διότι ἐ­νῷ ὅλ­οι οἱ ἄν­θρω­ποι κα­θη­με­ρι­νά δεχόμαστε τίς ἄπει­ρες εὐ­ερ­­γεσίες τοῦ Θεοῦ, λί­γοι αἰσθανόμαστε πηγαία κι ἐπι­­τακτική τήν ἀνάγκη νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­σου­με. Ἡ ἀ­να­­λο­γί­α τοῦ ἑ­νός στούς δέ­κα στό συγ­κε­κρι­μέ­νο θαῦ­μα, μᾶλ­­­λον ἐκ­φρά­ζει μιά γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση στήν ἀν­θρω­­πότητα. Δι­ό­τι κι ἐ­­μεῖς πολλές φο­ρές, σέ ὧ­ρες δο­κι­μα­σι­ῶν καί πει­ρα­σμῶν προ­σευ­χό­μα­στε μέ θέρ­μη καί πί­στη, καί τρέ­χου­με στούς να­ούς, καί μέ δά­κρυ­α ζη­τοῦ­με τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητοῦμε ἀπά­ν­τηση στό πρό­βλη­μά μας. Μόλις ὅ­μως αὐ­τό λυθεῖ συ­χνά παγώνει ἡ ψυ­χή μας. Ξε­χνοῦμε νά ποῦ­με στόν Θε­ό τό εὐ­χα­ρι­στῶ μας.

Ἄς γί­νου­με λοι­πόν ἄν­θρω­ποι εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Ἄς μά­­­θου­με νά εὐ­χα­ρι­στοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά τόν δω­ρε­ο­δό­τη μας Κύ­ριο γιά τά ἄ­πει­ρα ἀ­γα­θά πού μᾶς προ­σ­φέρει ἀ­φει­δῶς· χω­ρίς νά γκρι­νι­ά­ζου­με τόσο πολύ καί κα­θη­με­ρι­νά γιά τά προ­­βλή­μα­τά μας. Ἕ­να «δό­ξα σοι ὁ Θε­ός» νά βγαί­νει πη­γαί­α πάν­το­τε ἀ­πό τά χεί­λη μας. Ἔ­τσι θά ἑλ­κύ­ου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ἔ­λε­ός τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι θά γί­νου­με ἄν­θρω­ποι ἀ­νώ­τε­ροι, πνευ­μα­τι­κοί, χα­ρι­τω­μέ­νοι.