Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Γιὰ τὴν ψυχή, ὅταν πειράζεται ἀπό τὸν Ἐχθρό, πῶς πρέπει νὰ προσεύχε¬ται στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα (β)
“Νά, λοιπόν, Δέσποτα• καὶ τοῦ πτηνοῦ ἡ ἀγάπη ξεχειλίζει γιὰ τὰ πουλάκια του, καὶ γι’ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τὰ ἐπισκέπτεται, καὶ φέρνει τὴν τροφή τους, καὶ κοπιάζει γιὰ νὰ τὰ θρέψει• διότι νικιέται ἀπό τὴ στοργή του. Καὶ ἂν τὰ ἄλογα ζῶα συμβαίνει νὰ εἶναι τόσο σπλαχνικά, πόσο περισσότερο ἡ χάρη σου, ποὺ νικιέται ἄπειρες φορὲς ἀπό τὴν εὐσπλαχνία σου, θὰ ἐλεήσει αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησιάζουν καὶ τὴν ζητοῦν εἰλικρινά. Νά, πάλι, μιὰ πηγὴ γεμάτη ἀπό νερά, ποὺ ἀναβρύζει ἀδιάκοπα, προσφέρει μὲ ἀφθονία ἀπό τὰ νερά της σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησιάζουν, παρόλο ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων διότι δὲν εἶναι ἔπαινος τὸ νὰ προσφέρει δωρεὰν τὰ νερά της στὸν ἄνθρωπο, ἀλλά τὸ νὰ σὲ δοξάζει ὁ ἄνθρωπος διὰ μέσου αὐτῆς. Διότι εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐκείνη προσφέρει τὰ νερὰ της ἐξαιτίας τῆς εὐεργεσίας τῆς χάριτός σου. Εἰκονίζει δηλαδὴ ἡ πηγὴ τὸ ἄπειρο πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν σου. Πλουσιοπάροχα τρέφεις τὶς ἐπουράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ συντηρεῖς κάθε ζωντανὴ ὕπαρξη πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ δὲν ἔχεις καμιὰ ἀνάγκη ἀπό τούς ἐπαίνους καὶ ἀπό τὴ δόξα ὅλης τῆς δημιουργίας σου. Εἶσαι γεμάτος ἀπό τὴ δόξα ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν οὐσία τῆς μεγαλοσύνης σου καὶ στὴ μεγαλοπρέπεια τῆς δόξης σου. Ἡ ἀγάπη σου ποθώντας τὴ σωτηρία μας, σκύβει μὲ συγκατάβαση σ’ ἐμᾶς, ὥστε ἐμεῖς δοξολογώντας την νὰ σωθοῦμε, μένοντας σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ βοηθούμενοι ἀπ’ αὐτή. Διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τῆς χάριτός σου στηρίζει καὶ δέχεται ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σ’ αὐτήν. Καὶ καθώς εἶσαι, Δέσποτα, προγνώστης, διακρίνεις, ἂν αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα πέταξε ἐντελῶς ἀπό πάνω του, σὰν ἔνδυμα, τὸν κόσμο.
Πρὶν νὰ φτάσει αὐτὸς στὴ θύρα σου, τὴν ἀνοίγεις• πρὶν νὰ πέσει αὐτὸς νὰ σὲ παρακαλέσει, ἁπλώνεις τὸ χέρι σου νὰ τὸν δεχθεῖς· πρὶν νὰ χύσει αὐτὸς τὰ δάκρυα, ρίχνεις ἐπάνω του τοὺς οἰκτιρμούς σου• πρὶν νὰ ὁμολογήσει αὐτὸς τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν του, δίνεις τὴ συγχώρηση. Δὲν τὸν κατηγορεῖς• δὲ λές• «Ποῦ σπατάλησες τὸ χρόνο τῆς ζωῆς σου; Πῶς πέρασες τὸν καιρό σου;». Δὲ ζητᾶς τὸ ποσὸ ἀπό τὸ γραμμάτιο τῶν ἁμαρτιῶν του, δὲν ὑπενθυμίζεις τὴν ὀργὴ ποὺ σοῦ προξένησε ἡ ἀμέλειά του· δὲν ἐλέγχεις τὴν περιφρόνηση τῶν εὐεργεσιῶν σου, ἀλλά γνωρίζοντας ἀπό πρὶν τὴν ταπείνωση καὶ τὸν κλαυθμὸ καὶ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς, φωνάζεις• «Βγάλτε τὴν πρώτη στολὴ καὶ ντύστε τὸν σφάξτε τὸ θρεμμένο μοσχάρι γιὰ νὰ καλοφᾶμε καὶ νὰ χαροῦμε. Ἄς συναχθοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἂς χαροῦν γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου γιοῦ καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ κληρονόμου ποὺ περιπλανήθηκε». Καὶ σὰν ἔμπορο, ποὺ γύρισε στὸν τόπο του μὲ πολὺ πλοῦτο, ἔτσι δέχεται ἡ χάρη σου τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ ἄρχεται σ’ αὐτὴ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του· διότι ποθεῖ νὰ δεῖ τὰ δάκρυα καὶ διψᾶ νὰ δεῖ τὴ μετάνοια καὶ χαίρεται γιὰ τὸ ζῆλο αὐτῶν ποὺ δείχνουν προθυμία γιὰ μετάνοια. Δεῖξε λοιπὸν καὶ σ’ ἐμένα τὴν πολλή σου εὐσπλαχνία καὶ ἐλευθέρωσέ με ἀπό τὴν καταπίεση τοῦ Καταστροφέα• διότι, ἀφοῦ μὲ τραυμάτισε, στέκεται ἀπέναντί μου καὶ μὲ χλευάζει. Καὶ ὅπως στὴ θάλασσα, πλησίασαν οἱ μαθητὲς καὶ σὲ ξύπνησαν, καὶ μὲ τὴν εὐλογημένη φωνὴ τοῦ στόματός σου κόπασε ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου καὶ ἡσύχασε ἡ ταραχὴ τῶν κυμάτων, ἄκουσε τὰ δάκρυά μου, διότι μέρα καὶ νύχτα σὲ ξυπνοῦν δώδεκα χρόνια προσπαθώντας ἄγρυπνα οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴ γυναίκα μὲ τὴν αἱμορραγία, ἀλλά ἀπεναντίας προξενοῦσαν σ’ αὐτὴ πόνο παρὰ θεραπεία• ὅσα ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ προσφέρουν ἐκεῖνοι, τὰ πρόσφερες ὁ ἴδιος• καὶ ὅσα τὰ ἐρέθισαν ἐκεῖνοι, ὁ ἴδιος τὰ θεράπευσες καὶ χωρὶς κόπο πρόσφερες σὰν δῶρο τὴ θεραπεία• διότι, νομίζοντας ἡ γυναίκα ὅτι εἶναι ἀπαρατήρητη ἀπό σένα, πλησίασε κρυφὰ τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου• πλησίασε, δὲν ἄγγιξε τὸ ἅγιο σῶμα σου, καὶ τὸ Ἔνδυμά σου πρόσφερε σ’ αὐτὴν θεραπεία καὶ τέλεια ἀπαλλαγή ἀπό τους πολλοὺς γιατρούς”. (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 59 κ.ἑ.)