1. Ο ΠΟΘΟΣ
Στήν Ἱεριχώ, στό κεντρικό τελωνεῖο, ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, πρόσωπο τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, καθημερινά βυθίζονταν στίς ἀμέτρητες φορολογικές ὑποθέσεις του. Εἶναι ἀλήθεια πώς στήν Ἱεριχώ πού ἦταν ἐμπορικό κέντρο τῆς περιοχῆς, λόγῳ τοῦ μεγάλου διαμετακομιστικοῦ ἐμπορίου ἡ ἐργασία δέν τελείωνε ποτέ. Πολύ περισσότερο διότι οἱ φόροι ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν ἀόριστοι καί ἐξαρτοῦνταν κατά πολύ ἀπό τήν ἐκτίμησι τοῦ κάθε τελώνη. Αὐτό ὅμως ἔδινε δικαίωμα σ’αὐτόν νά ἀποκτᾶ πλοῦτο μεγάλο, ἀνάλογα μέ τίς φορολογικές ἐκτιμήσεις πού ἔκανε. Καί ὁ Ζακχαῖος, πράγματι εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη περιουσία ἀρκετή ἀπό αὐτή ὅμως ἴσως μέ ἀπάτες καί ἀδικίες.
Σήμερα ὅμως ὁ ἀρχιτελώνης εἶναι ἀνήσυχος. Ἄφησε κατά μέρος τίς οἰκονομικές ὑποθέσεις του, διότι σήμερα κάτι μεγάλο συνέβαινε στήν πόλι του, ἀλλά καί στήν ψυχή του. Κάποιος μεγάλος περνοῦσε. Ὁ Ἰησοῦς. Θά εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ πολλά. Θά εἶχε μάθει καί γιά τήν ἀγάπη του, τήν καλωσύνη του, ἰδιαιτέρως δέ τήν καταδεκτικότητα πού ἔδειχνε στούς τελῶνες. Ἦταν Αὐτός πού ἔκανε θαύματα μοναδικά, Αὐτός πού σαγήνευε τά πλήθη μέ τή σοφία του. Κι ἄρχισε μέσα στήν ψυχή του κάποιο φῶς ν’ ἀχνοφέγγῃ, ἄρχισε ν’ ἀνατέλλῃ ὁ πόθος τῆς σωτηρίας. Ποιός εἶναι ἅραγε αὐτός ὁ Ἰησοῦς; Ἤθελε νά τόν δῇ ὁ ἴδιος μέ τά μάτια του, νά τόν γνωρίσῃ. Καί τί τόν ἔνοιαζε αὐτόν; Εἶχε αὐτός κανένα ἄλλο ἐνδιαφέρον μεγαλύτερο ἀπό τό χρῆμα; Κι ὅμως εἶχε! Ποιός τό περίμενε πώς ὁ ἀρχιτελώνης εἶχε πνευματικές ἀναζητήσεις!
Ὁ πόθος αὐτός τοῦ Ζακχαίου πρέπει πολύ νά μᾶς διδάξῃ. Διότι κι ἐμεῖς πολλές φορές κρίνουμε ἐξωτερικά τούς ἀνθρώπους, ἀνάλογα μέ τό ἐπάγγελμα ἤ τήν κοινωνική τους θέση, καί πιστεύουμε πώς εἶναι ἀδύνατο κάποιοι ἄνθρωποι νά ἔχουν πνευματικές ἀνησυχίες, καί τούς καταδικάζουμε μέ τή σκέψη μας καί τή συμπεριφορά μας. Κι ἔρχεται σήμερα ὁ Ζακχαῖος νά ἀνατρέψῃ τήν λογική μας. Κανέναν νά μήν ἀπορρίπτουμε, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ὅ,τι κι ἄν κάνῃ.
2. ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Ἤθελε ὁ Ζακχαῖος νά δῇ τόν Ἰησοῦ. Ἄρχισε λοιπόν νά ἀκολουθῇ τά πλήθη, ἔτρεχε, προσπερνοῦσε, ἀλλά ὅσο κι ἄν προσπαθοῦσε δέν κατόρθωσε νά τόν δῆ, διότι ἦταν κοντός στό ἀνάστημα. Δέν τό ἔβαλε ὅμως κάτω. Ὁ μεγάλος του πόθος νικοῦσε κάθε ἐμπόδιο. Κάποια στιγμή στό τέρμα τοῦ δρόμου, ἀπό τόν ὁποῖο θά διερχόταν ὁ Κύριος, βλέπει ἕνα δένδρο, μιά συκομορέα. Ἡ σκέψι του καλπάζει. Ναί θά ἀνεβῇ. Μά αὐτός, ἄνθρωπος τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, πάνω στό δένδρο; Δέν τόν νοιάζει. Αὐτός θέλει νά δῇ τόν Χριστό. Δέν φοβᾶται μή χάσῃ τήν ἀξιοπρέπειά του, μήπως τόν σχολιάσουν οἱ ἄλλοι. Ὁ πόθος νά δῇ, εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν φόβο μή τόν δοῦν. Κι ἀνεβαίνει στό δένδρο.
Ἀπό ἐκεῖ μᾶς διδάσκει κι ἐμᾶς καί μᾶς λέγει: Ὅσοι θέλουμε νά δοῦμε τόν Ἰησοῦ, πρέπει νά μήν ὑπολογίζουμε κανένα ἐμπόδιο, καμμία ντροπή, καμμία κοσμική ἀξιοπρέπεια. Νά μήν ὑπολογίζουμε κόπους καί δυσκολίες, δυσμενῆ σχόλια κάι εἰρωνεῖες καί χλευασμούς. Πάνω ἀπ’ ὅλα νά γνωρίσουμε τόν Χριστό.
3. Η ΕΚΠΛΗΞΙ
Πάνω στό δένδρο ὁ Ζακχαῖος μέ ἱερή ἀδημονία περιμένει τόν Κύριο νά πλησιάσῃ. Ἡ ψυχή του κυριαρχεῖται ἀπό δέος, ἡ λαχτάρα του μεγαλώνει, ἡ ἀγωνία του κορυφώνεται. Πῶς θά τόν ἀντικρύσῃ ἅραγε ὁ Κύριος; Πάνω στό δένδρο, αὐτό πού σίγουρα δέν κατάλαβε, εἶναι πώς πρίν ἀκόμη ἀντικρύσῃ τόν Κύριο, ὁ Κύριος μέ τό θεϊκό του βλέμμα ἤδη τόν βλέπει. Τόν γνωρίζει καλά. Γι’αὐτό καί ἠλεκτρίζεται καί τά χάνει, μόλις βλέπει τόν Κύριο καί τόν ἀκούει νά τόν καλῇ μέ τό ὄνομά του. «Ζακχαῖε σπεύσας κατάβηθι». Μέ γνωρίζει λοιπόν ὁ Κύριος; Ξέρει τό ὄνομά μου;
Μᾶς γνωρίζει ὁ Κύριος. Ξέρει ὄχι μόνον τό ὄνομά μας, ἀλλά καί τά κρύφια τῆς καρδιᾶς μας. Ξέρει τά πάντα. Τίς σκέψεις μας, τίς ἐπιθυμίες μας, τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά καί τήν μετάνοιά μας. Καί μᾶς καλεῖ νά τοῦ προσφέρουμε τίς ἁμαρτίες μας καί νά τόν κάνουμε ἔνοικό του σπιτιοῦ μας. Ὅπως ἔγινε καί στόν Ζακχαῖο.
4. Η ΑΛΛΑΓΗ
Τρέχει καί πάλι ὁ Ζακχαῖος. Αὐτή τή φορά πρός τό σπίτι του. Τρέχει νά ὑποδεχθῇ τόν Κύριο. Κάποιοι βέβαια σκανδαλίζονται. Δέν μποροῦν νά διανοηθοῦν ὅτι ὁ Κύριος θά φιλοξενηθῇ στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐφοριακοῦ. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δέν τά ὑπολογίζει αὐτά. Διότι αὐτός μέσα του ἔζησε ἕναν ἱερό συγκλονισμό. Ἕνα γκρέμισμα ὅλης αὐτῆς τῆς προηγούμενης ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί μετανοεῖ. Ἀλλάζει ζωή καί ἀνακοινώνει τίς ἀποφάσεις του. Θά μοιράσῃ τήν μισή περιουσία του στούς πτωχούς. Κι ὅσους ἀδίκησε μέ ὑπέρογκους φόρους θά τούς ἐπιστρέψῃ τετραπλάσια χρήματα. Ἐπανορθώνει τίς ἀδικίες του. Καί γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀργότερα ἀξιώνεται νά γίνει ἀκόλουθος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί ἐπίσκοπος Καισαρείας.
Ἡ μετάνοια λοιπόν τά πάντα μπορεῖ νά ἀλλάξῃ. Τό ἄδικό τόν κάνει ἅγιο, τόν ὑλόφρονα θεόφρονα, τόν κλέφτη ἐλεήμονα, τόν διδάσκαλο τῆς ἀδικίας, μαθητή τοῦ Χριστοῦ. Ἄς παραδειγματίσῃ κι ἐμᾶς ἡ μετάνοια αὐτή τοῦ Ζακχαίου καί ἄς μᾶς φιλοτιμήσῃ ν’ ἀλλάξουμε ζωή ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ ἔργα μετανοίας καί ἀγάπης.