Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Ἐξομολόγηση, δηλαδὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ (α)
“Θεράπευσέ με, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος σοφὸς καὶ σπλαχνικὸς Γιατρός, καὶ θὰ θεραπευθῶ. Ἱκετεύω τὴν ἀγαθοσύνη σου, θεράπευσε τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μου καὶ φώτισε τὰ μάτια τῆς διανοίας μου, ὥστε νὰ ἀντιληφθῶ τὴν οἰκονομία σου ποὺ πραγματοποιήθηκε μιὰ γιὰ πάντα σ’ ἐμένα. Καὶ ἐπειδὴ κατάντησε ἀσύνετη ἡ καρδιά μου καὶ ἡ διάνοιά μου, ἄς τὴν ἀρτύσει ἡ θεία χάρη σου, ποὺ εἶναι τὸ ἅλας τῆς ἀλήθειας. Ἀλλά τί νὰ πῶ σ’ ἐσένα, Θεὲ Προγνώστη, ποὺ ἐξετάζεις τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες; Διότι ἐσύ μόνο ξέρεις ὅτι σὰν ξερὴ γῆ ἐσένα διψᾶ ἡ ψυχή μου, καὶ ἐσένα ποθεῖ ἡ καρδιὰ μου. Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀγαπᾶ, τὸν ξεδίψασε ἡ χάρη σου μιὰ γιὰ πάντα. Ὅπως λοιπὸν σὲ ὅλη μου τὴ ζωὴ μὲ ἄκουσες, καὶ τώρα μὴν παραβλέψεις τὴ δέησή μου. Διότι, νά, ἡ διάνοιά μου εἶναι σὰν αἰχμάλωτη, καὶ ζητᾶ ἐσένα τὸν μόνο ἀληθινὸ Σωτήρα. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν στεῖλε τὴ χάρη σου νὰ ἔρθει γρήγορα νὰ μὲ βοηθήσει, ὥστε νὰ χορτάσει τὴν πείνα μου καὶ νὰ ξεδιψάσει τὴ δίψα μου. Διότι ἐσένα ποθῶ, τὸν Θεὸ ποὺ κανεὶς δὲν τὸν χορταίνει. Γιατί, ποιὸς μπορεῖ νὰ χορτάσει ἀπὸ σένα, ὅταν σὲ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ καὶ διψᾶ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας σου; Δωρητὴ τοῦ φωτός, δῶσε μου αὐτὰ πού σοῦ ζητῶ καὶ χάρισέ μου αὐτὰ ποὺ παρακαλῶ νὰ μοῦ χαρίσεις• καὶ στάξε στὴν καρδιά μου μιὰ σταγόνα τῆς χάριτός σου. Ἄς φουντώσει μέσα στὴν καρδιά μου ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης σου, ὅπως ἡ φωτιὰ στὸ δάσος, καὶ ἂς κατακάψει τοὺς πονηροὺς λογισμούς, σὰν ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Καὶ δῶσε μου αὐτὰ πλούσια καὶ ἀμέτρητα, ὡς Θεὸς σὲ ἄνθρωπο, καὶ χάρισέ μου τὴ δωρεά, ὡς Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, καὶ πλήθυνε τά, ὡς καλὸς πατέρας. Ἂν μάλιστα ἔχω παραβεῖ καὶ παραβαίνω τὶς ἐντολές σου, ὡς χοϊκὸς ἄνθρωπος, ἐσὺ ποὺ γέμισες τὶς στάμνες ἀπό τὴν εὐλογία σου, ξεδίψασέ με μὲ τὴ χάρη σου· καὶ σὺ ποὺ χόρτασες τοὺς πέντε χιλιάδες,χόρτασε τὴν πείνα μου ἀπό τὴν ἀγαθότητά σου, Δέσποτα. Χάρισε, Φιλάνθρωπε, τὸ αἴτημα στὸν δοῦλο σου, ποὺ σὲ ἱκετεύει». (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 59 κ.ἑ.)