ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ

 06 savvato

1. ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ

Τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα ἀναφέρεται στό με­γά­λο θαῦ­μα πού συ­ν­­τε­λεῖ ὁ Χρι­στός στίς ψυ­χές τῶν ἁγίων του ἀλλά καί κάθε ἀγω­νι­ζομένου πιστοῦ: τό θαῦ­μα τοῦ φω­τι­σμοῦ τῶν ψυχῶν μας, γιά νά κατά­νο­ήσουμε τήν θεότητά του. Τί ὅ­μως ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει αὐ­τό; Μᾶς τό ἐ­ξη­γεῖ ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος:

Ὁ Θε­ός στήν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῆς κτί­σε­ως τό πρῶ­το πού ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε ἦ­ταν τό φῶς. Ὅμως ὁ Δη­μι­ουρ­γός τῆς κτί­σε­ως κατόπιν κατά τήν τρα­γι­κή στιγ­μή τῆς πτώ­σε­ως εἶ­δε τό πλά­σμα του νά βυ­θί­ζε­ται στό πνευ­­μα­τι­κό σκο­τά­δι. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε λοιπόν ἡ ἀγά­πη του πού δέν ἀ­νε­χό­ταν νά εἶ­ναι ἡ ἄ­ψυ­χη κτί­σι βυ­θι­σμέ­νη στό σκο­­τά­δι ν’ἀ­φή­σῃ στό σκο­τά­δι τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων; Γι’ αὐ­τό λοι­πόν ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, γιά νά ἀ­να­δη­μι­ουρ­γή­σῃ τόν σκοτισμένο ἄν­θρω­πο καί νά ἐπ­α­ναφέρῃ τό φῶς του στήν ψυχή του. Τώ­ρα καί πά­λι ὁ Χρι­στός τό πρῶ­­το ἔρ­γο πού ἐ­νερ­γεῖ καί προ­σφέ­ρει στήν νέ­α κτί­σι εἶ­ναι τό φῶς. Φῶς πνευ­μα­τι­κό πού με­ταγ­γί­ζει στήν ἀ­να­και­νι­σμέ­νη ψυ­χή μας. Ὅμως ἐδῶ ὁ θεῖος Παῦλος τονίζει ἰδιαιτέρως μιά συγκεκριμένη φωτιστική ἐνέργεια τοῦ θείου φωτός στίς ψυχές μας. Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι τώρα ὁ Χριστός μας φωτίζει τό νοῦ μας μέ τίς θεῖ­ες του ἀ­στρα­πές γιά νά κατά­νοή­σου­με τό μέγιστο μυστήριο, νά κατανοήσουμε ποιός εἶναι ὁ ἴδιος: ὅτι δέν εἶναι μόνον ἄν­θρω­πος ἀναμάρτητος, δέν εἶναι μόνον ὁ Μεσσίας τῆς ἀν­θρω­πότητος, ὁ μέγας προφήτης, ἀρχιερεύς καί βα­σι­λεύς, ἀλλά ὁ ὕψιστος Θε­ός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Πῶς νά κατανοήσῃ ὅ­μως ὁ μι­κρός καί πεπερα­σμένος νοῦς μας τό ἀσύλ­ληπτο αὐ­τό μυ­στήριο; Ἐπειδή λοιπόν μόνοι μας δέν μποροῦμε αὐτό οὔτε κἄν νά τό διανοηθοῦμε, ὁ Χριστός ἀκτι­νο­βο­λεῖ μέσα στήν ψυχή μας τό φῶς του γιά νά μπο­ρέ­σου­με κάπως νά προσεγγίσουμε τό φοβερό αὐ­τό μυ­στή­ριο.

Ἀπορεῖ ὁ θεῖος Παῦλος καί θαυμάζει πῶς μέ­σα στά σώ­μα­τά μας πού εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­να ἀ­πό χῶ­μα, μέ­σα σέ εὔθραυστα αὐ­τά σκεύ­η, ὁ Χρι­στός ἐ­να­πο­θέ­τει ἕ­να ἀ­πεί­ρου ἀ­ξί­ας θη­σαυ­ρό: τήν γνῶσι τῆς θεότητός του. Πῶς ἐ­μεῖς οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­νά­ξιοι νά φυ­λάτ­του­με μέ­σα μας τόν ἀτίμητο θη­σαυ­ρό τῆς γνώσεως τοῦ ἀ­πεί­ρου Θεοῦ; Σέ μᾶς πού εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἀ­δυ­να­μί­α καί ἀ­ση­μό­τη­τα, ὁ Χρι­στός πλημμυρίζει τίς ψυχές μας μέ τό θεῖ­ο καί οὐ­ρά­νιο φῶς του, γιά νά πιστεύουμε καί νά βιώ­νου­με ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ ἀπρόσιτος Θε­ός.

2. ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κα­τό­πιν μᾶς πα­ρου­σιά­ζει ἕ­να δεύ­τε­ρο θαῦ­μα, πού ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τοῦ πρώ­του. Ἀ­φοῦ μᾶς πα­ρου­σί­α­σε στήν ἀρ­χή τό μυ­στή­ριο πού ζοῦ­με μέ­σα μας, τώ­ρα μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τό δρᾶ­μα πού ζοῦ­με γύ­ρω μας. Μέ­σα μας λέ­γει, ζοῦ­με φῶς, ἔ­ξω ὅ­μως σκο­τά­δι. Ὅμως ἐνῶ ζοῦμε αὐτήν τήν ἀντίθεσι, ζοῦμε ταυτόχρονα κι ἕνα θαῦμα. Καί τό θαῦ­μα, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι: ὅ­τι τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό σκο­τά­δι, δέν μπο­ρεῖ νά νι­κή­σῃ τό φῶς τῆς ψυ­χῆς μας. Πῶς ὅ­μως συμ­βαί­νει αὐ­τό; Μᾶς τό ἐ­ξη­γεῖ ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος. Λέ­γει λοι­πόν:

Ἐ­νῷ οἱ χρι­στια­νοί μέσα στίς ψυ­χές μας βιώνουμε τό φῶς τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου μας, ταυ­τό­χρο­­να ἐ­ξω­τε­ρι­κά ζοῦ­με μέ­σα σέ θλί­ψεις καί δι­ωγ­μούς καί πει­ρα­σμούς. Ἐ­πει­δή ὅ­μως μέ­σα μας ἔ­χου­με τό φῶς τῆς θείας γνώσεως, καί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι τό παντοκράτωρ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοί πει­ρα­σμοί δέν μπο­ροῦν νά ἀλ­λοι­ώ­σουν τήν ψυ­χή μας. Ἐ­ξω­τε­ρι­κά θλι­βώ­μα­στε, ἀλ­λά ἐ­σω­τε­ρι­κά δέν στε­νο­χω­ρού­μα­στε. Ἐ­νῶ γύ­ρω μας κά­θε στιγ­­μή καί ὥ­ρα μᾶς θλί­βουν ἐ­χθροί καί φί­λοι, γνω­στοί καί ἄ­γνω­στοι, συγ­γε­νεῖς καί ξέ­νοι, ἐ­μεῖς μέ­σα μας ζοῦ­με ἐ­σω­τε­ρι­κή γα­λή­νη, δέν σκο­τει­νιά­ζει ἡ ψυ­χή μας, δέν αἰ­σθα­νό­μα­στε στε­νό­τη­τα καρ­δί­ας, ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­σφυ­­ξί­α. Πι­ε­ζό­μα­στε μό­νον ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἀ­πό κά­θε εἴ­δους δυ­σκο­λί­ες καί προ­βλή­μα­τα, ἀ­πο­ροῦ­με βέ­βαι­α γιά τό τί πρέ­πει νά κά­νου­με ἀ­πέ­ναν­τι στούς ἀλ­λε­πάλ­λη­λους πει­ρα­σμούς, ἀλ­λά δέν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε. Ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν κά­πο­τε μᾶς κα­τά­βάλ­λουν οἱ πει­ρα­σμοί καί μᾶς ρί­ξουν κάτω δο­κι­μα­σί­ες σκλη­ρές, δέν τά χά­νου­με. Δι­ό­τι γνω­ρί­ζουμε ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, εἶναι ὁ ἐξου­σια­στής τῆς ζωῆς μας καί δέν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει, ἀλλά μᾶς δί­νει θεία δύ­να­μι καί χά­­ρι. Ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε λοι­πόν κι ἄν εἶ­ναι οἱ δυ­σκο­λί­ες μας καί οἱ κίν­δυ­νοι πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με, καί ὁ­σο­δή­πο­τε κι ἄν ἐν­τα­θοῦν οἱ στε­νο­χώ­ρι­ες πού μᾶς κυ­κλώ­νουν, τό φῶς τῆς θεί­ας χά­ρι­τος πού ἔ­χου­με μέ­σα μας, μᾶς χα­ρί­ζει δύ­να­μι ἀ­κα­τα­γώ­νι­στη, καί ὑ­πο­μο­νή θαυ­μα­στή. Ὅταν τό φορ­τί­ο μας πά­ει νά γί­νῃ ἀ­νυ­πό­φο­ρο, τήν κρί­σι­μη στιγ­μή πα­ρεμ­βαί­νει ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός πού ἔχουμε μέσα μας καί μᾶς προ­στα­τεύ­ει. Ἔ­τσι λοι­πόν κά­θε ἡ­μέ­ρα πε­θαί­νου­με, ἀλ­λά κά­θε ἡ­μέ­ρα ζοῦ­με. Κά­θε ἡ­μέ­ρα τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ νι­κᾶ τό σκο­τά­δι.

Ἄς κρατοῦμε λοιπόν μέσα μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μας γιά νά ἀντέχουμε τίς θλίψεις καί δοκιμασίες τῆς ζωῆς, γιά νικοῦμε τό ζοφερό σκοτάδι πού μᾶς περι­κυ­κλώ­νει καί νά γινόμαστε τέκνα φωτός καί εἰρήνης.