Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ιϛ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. ζ΄ 24-30).
24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν.
25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ·
26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς.
27 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βαλεῖν.
28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων.
29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου.
30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός.
Ἑρμηνεία Π.Ν. Τρεμπέλα.
24 Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί πῆγε κοντά στά σύνορα τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος. Κι ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα σπίτι, ὅπου διάλεξε νά μείνει, δέν ἤθελε νά γίνει γνωστό ὅτι ἦταν ἐκεῖ. Ἀλλά δέν μπόρεσε νά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ κόσμου.
25 Διότι μόλις πληροφορήθηκε γι’ αὐτόν κάποια γυναίκα, πού ἡ μικρή της κόρη εἶχε ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦμα, ἦλθε κι ἔπεσε γονατιστή μπροστά στά πόδια του.
26 Καί ἡ γυναίκα ἐκείνη ἦταν Ἑλληνίδα στό θρήσκευμα, δηλαδή εἰδωλολάτρισσα, καί καταγόταν ἀπό τή Φοινίκη τῆς Συρίας. Καί τόν παρακαλοῦσε νά βγάλει τό δαιμόνιο ἀπ’ τήν κόρη της.
27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τῆς εἶπε: Ἄφησε πρῶτα νά χορτάσουν τά παιδιά, δηλαδή ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ. Διότι δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό ρίξει στά σκυλάκια, στούς ἐθνικούς δηλαδή καί εἰδωλολάτρες.
28 Κι ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: Ναί, Κύριε. Δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Ἀλλά καί τά σκυλάκια κάτω ἀπ’ τό τραπέζι τρῶνε ἀπ’ τά ψίχουλα τῶν παιδιῶν. Μοῦ φτάνει ἕνα ψίχουλο ἀπ’ τό δικό σου τραπέζι.
29 Τῆς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Γι’ αὐτό τό λόγο, πού δείχνει τήν ταπείνωσή σου, τή σύνεσή σου καί τήν πίστη σου, πήγαινε παρηγορημένη καί εἰρηνική. Τό δαιμόνιο ἔχει κιόλας βγεῖ ἀπό τήν κόρη σου.
30 Κι ὅταν πῆγε στό σπίτι της, βρῆκε τήν κόρη της, πού ἄλλοτε ἦταν ἀνήσυχη καί δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ, ξαπλωμένη ἥσυχα στό κρεβάτι, καί τό δαιμόνιο πού τήν βασάνιζε νά ἔχει πλέον βγεῖ.