Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

06 savvato

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Σαβ. ιζ΄ ἑβδ. Ματθ. (Ματθ. κε΄ 1-13).

 

1 Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.

2 πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί.

3 αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον·

4 αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν.

5 χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον.

6 μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ.

7 τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν.

8 αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται.

9 ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ

ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς.

10 ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.

11 ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν.

12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.

13 γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.

 

Ἑρμηνεία Π.Ν. Τρεμπέλα.

Τότε, ὅταν δηλαδή ἔλθει ὁ Μεσσίας κατά τή δευτέρα του παρουσία, ἡ ἔλευση αὐτή τῆς οὐράνιας βασιλείας του καί ὅσα θά συμβοῦν τότε θά μοιάζουν μέ ὅ,τι ἔγινε σέ δέκα παρθένες. Αὐτές λοιπόν, ἀφοῦ πῆραν τά λυχνάρια τους, βγῆκαν νά ὑποδεχθοῦν τό γαμπρό, πού θά ἐρχόταν τή νύχτα νά παραλάβει τή νύφη.

2 Πέντε ὅμως ἀπ’ αὐτές ἦταν φρόνιμες καί μυαλωμένες, ἐνῶ οἱ πέντε ἄλλες ἦταν ἀσυλλόγιστες καί ἀνόητες.

3 Καί οἱ ἀνόητες αὐτές, ὅταν πῆραν τά λυχνάρια τους, δέν πῆραν μαζί τους καί λάδι.

4 Οἱ φρόνιμες ὅμως μαζί μέ τά ἀναμμένα λυχνάρια τους πῆραν καί λάδι στά εἰδικά δοχεῖα τους.

5 Ἐπειδή ὅμως ἀργοῦσε τή νύχτα νά ἔλθει ὁ γαμπρός, νύσταξαν ὅλες καί κοιμοῦνταν.

6 Κατά τά μεσάνυχτα ὅμως ἀκούστηκε φωνή μεγάλη: Ἰδού, ὁ γαμπρός ἔρχεται· βγεῖτε νά τόν προϋπαντήσετε.

7 Τότε σηκώθηκαν ὅλες οἱ παρθένες ἐκεῖνες καί ἑτοίμασαν καί τακτοποίησαν τά λυχνάρια τους.

8 Οἱ ἀνόητες ὅμως εἶπαν στίς φρόνιμες: Δῶστε μας ἀπό τό λάδι σας, διότι τά λυχνάρια μας σβήνουν.

9 Ἀλλά οἱ φρόνιμες ἀποκρίθηκαν: Δέν μποροῦμε νά σᾶς δώσουμε, διότι ὑπάρχει φόβος νά μή φθάσει τό λάδι καί γιά μᾶς καί γιά σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα σ’ ἐκείνους πού πουλοῦν καί ἀγοράστε γιά τά λυχνάρια σας.

10 Ὅταν ὅμως αὐτές πήγαιναν νά ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ γαμπρός. Καί οἱ ἕτοιμες παρθένες μπῆκαν μαζί του στήν αἴθουσα τοῦ γάμου κι ἔκλεισε ἡ θύρα.

11 Ὕστερα ὅμως φθάνουν καί οἱ ὑπόλοιπες παρθένες κι ἄρχισαν νά λένε: Κύριε, κύριε, ἄνοιξέ μας.

12 Αὐτός ὅμως τούς ἀποκρίθηκε: Ἀληθινά σᾶς λέω, δέν σᾶς γνωρίζω.

13 Τό συμπέρασμα λοιπόν τῆς παραβολῆς εἶναι ὅτι πρέπει νά εἶστε προνοητικοί, μέ τήν ψυχή σας πάντοτε νά λάμπει ἀπό τό φῶς τῆς ἀρετῆς καί ἐφοδιασμένοι μέ τό λάδι τῆς ἐσωτερικῆς θερμότητος καί δυνάμεως. Αὐτό θά σᾶς τό προμηθεύει ἡ σταθερή ἐπικοινωνία σας μέ τόν Θεό. Κι ἔτσι νά περιμένετε τόν ἐρχομό τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἄγρυπνοι καί ἕτοιμοι πάντοτε. Διότι δέν ξέρετε τήν ἡμέρα οὔτε τήν ὥρα πού θά ἔλθει, γιά νά εἰσέλθετε μαζί του στήν εὐφροσύνη, τήν εὐτυχία καί τή χαρά τῶν γάμων του.