ΜΙΑ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΜΑΝΑ

07 kiriaki

1. Η ΣΙ­Ω­ΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Στά μέ­ρη τῆς Τύ­ρου καί Σι­δώ­νος μιά δυ­στυ­χι­σμέ­νη μά­να ζεῖ κα­θη­με­ρι­νά τό δρά­μα της κό­ρης της. Καί ὑ­πο­φέ­ρει πο­λύ κα­θώς τήν βλέ­πει νά συν­τα­ράσ­σε­ται καί νά βα­σα­νί­ζε­ται φρι­κτά ἀ­πό τό δαι­μό­νιο πού τήν εἶχε καταλάβει. Μό­λις ὅ­μως ἔ­μα­θε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θά πε­ρά­σει κον­τά ἀ­πό τόν τό­πο της, βγαί­νει ἀ­πό τά σύ­νο­ρα τῆς πε­ρι­ο­χῆς της καί τρέ­χει πρός Αὐτόν. Κι ἀρ­χί­ζει νά φω­νά­ζει δυ­να­τά καί νά τοῦ λέ­ει:

– Ἐ­λέ­η­σέ με, Κύ­ρι­ε, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ. Ἡ κό­ρη μου κα­τέ­χε­ται ἀ­πό δαι­μό­νιο καί ὑ­πο­φέ­ρει φρι­κτά.

Τό θέ­μα ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­θρή­νη­το! Νά βλέ­πει κα­νείς μιά γυ­ναῖ­κα καί μά­να, νά κραυ­γά­ζει μέ τό­ση θέρ­μη καί τέ­τοι­ο πό­νο. Ἡ κραυ­γή της ἀ­πε­κά­λυ­πτε τό μέ­γε­θος τῆς ὀδ­ύνης της. Καί δέν ἔλεγε ἐ­λέ­η­σε τήν κό­ρη μου, ἀλ­λά ἐ­λέ­η­σέ με. Δι­ό­τι κα­τα­λά­βαι­νε πο­λύ κα­λύ­τε­ρα σέ ποιά κα­τάν­τια βρι­σκό­ταν ἡ κό­ρη της, ὑ­πέ­φε­ρε συ­νει­δη­τά τά μύ­ρια βά­σα­νά της. Καί βγάζει τόν πόνο της, περι­γρά­φει τή συμ­φο­ρά της καί τό μέ­γε­θος τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τῆς κό­ρης της, καί ζη­τά­ει ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως δέν ἀ­πο­κρί­νεται σ’ αὐ­τήν, δέν λέει οὔ­τε λέ­ξη. Ἀλ­λά ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­κεί­νη κραυ­γά­ζει, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ Κύ­ριος σι­ω­πᾶ. Ἡ μά­να κλαί­ει καί ὁ Κύ­ριος δέν ἀ­παν­τᾶ. Ἡ μά­να φωνάζει καί ὁ Κύ­ριος δέν ἀ­πο­κρί­νε­ται.

Μιά τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση ζοῦ­με πολ­λές φο­ρές κι ἐ­μεῖς. Προ­σευ­χό­μα­στε μέ πό­νο καί θλί­ψη στόν Κύ­ριο νά μᾶς λυ­τρώ­σει ἀ­πό κά­ποι­ο πειρασμό πού μᾶς τα­λαι­πω­ρεῖ. Ὑ­πο­φέ­ρου­με στό σπί­τι μας ἀ­πό κά­ποι­ο πρό­βλη­μα πού χρο­νί­ζει, πρό­βλη­μα οἰ­κο­γε­νεια­κό, οἰ­κο­νο­μι­κό, ἐρ­γα­σια­κό, πρό­βλη­μα ὑ­γεί­ας, ἤ ἄλ­λο. Καί γο­να­τί­ζου­με ὧ­ρες μπρο­στά στό εἰ­κο­νο­α­στά­σι, καί τρέ­χου­με στίς πα­ρα­κλή­σεις καί σέ ἄλ­λες ἀ­κο­λου­θί­ες. Κραυ­γά­ζου­με μέ δύ­να­μη στόν Κύ­ριο. Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σέ μας, δός μας μιά λύ­ση. Χα­νό­μα­στε. Δέν ἀν­τέ­χου­με ἄλ­λο. Κι ὅ­σο ἐ­μεῖς κραυ­γά­ζ­ου­με τό­σο αἰ­σθα­νό­μα­στε τόν Κύ­ριο νά σι­ω­πᾶ. Ἐ­μεῖς κλαῖ­με καί νο­μί­ζου­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἀ­δι­α­φο­ρεῖ. Ἐ­μεῖς φω­νά­ζου­με καί αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι ὁ Κύ­­ριος σι­ω­πᾶ. Καί ἀ­πο­ροῦ­με. Δέν ξέ­ρου­με τί ἄλ­λο νά κά­νου­με. Καί ἕ­να με­γά­λο γιά­τί κά­πο­ι­ες φο­ρές βγαί­νει ἀ­πό τά χεί­λη μας. Για­τί αὐ­τή ἡ σι­ω­πή τοῦ Θε­οῦ; Για­τί ἀρ­νεῖ­ται νά μᾶς δώ­σει κά­ποι­α ἀ­πάν­τη­ση;

Αὐ­τό πού μᾶς ἐ­ξη­γοῦν οἱ ἱ­ε­ροί πα­τέ­ρες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τές ὧ­ρες τῆς σι­ω­πῆς τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι οἱ πιό γό­νι­μες στι­γ­μές τῆς ζω­ῆς μας. Εἶ­ναι οἱ ὧ­ρες πού αἰ­σθα­νό­μα­στε τήν μι­κρό­τη­τά μας καί τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας· τήν μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κόσ­μου καί τό πε­πε­ρα­σμέ­νο αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς. Εἶ­ναι οἱ ὧ­ρες πού μα­θαί­νου­με νά ἐ­ξαρ­τό­μα­στε ἀ­πό τόν Θε­ό· μα­θαί­νου­με νά προ­σευ­χό­μα­στε καί νά ζη­τοῦ­με τό ἔ­λε­ός του. Εἶ­ναι οἱ ὧ­ρες πού γε­μί­ζουν τήν ψυ­χή μας μέ πολλές ἀ­ρε­τές, μέ τα­πεί­νω­ση καί με­τά­νοι­α, μέ ὑ­πο­μο­νή κι ἐλ­πί­δα. Εἶ­ναι οἱ ὧ­ρες τῶν δα­κρύ­ων αὐ­τές πού κα­θα­ρί­ζουν τήν ψυ­χή μας καί τήν ἐ­ξα­γιά­ζουν. Εἶ­ναι οἱ ὧ­ρες πού ὁ Θε­ός σι­ω­πᾶ γιά νά φα­νεῖ ἡ πί­στη μας καί ἡ ἐμ­πι­στοσύ­νη μας στήν ἀ­γά­πη καί τήν πρό­νοι­ά του. Δέν ἀπουσιάζει ὁ Θεός ἀπό κοντά μας. Ἀλλά εἶναι ἀοράτως δίπλα μας καί προετοιμάζει τήν ἀνέλπιστη ἀπάντηση πού θά μᾶς δώσει. Μιά ἀπά­ν­τη­ση πού οὔτε κἄν τήν φαν­τα­ζόμαστε.

2. Η ΠΑ­ΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Κά­ποι­α στιγ­μή πλη­σί­α­σαν οἱ μα­θη­τές τοῦ Κυ­ρί­ου καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν λέ­γον­τας· Κύ­ρι­ε, κά­νε της αὐ­τό πού ζη­τᾶ, γιά νά φύ­γει, δι­ό­τι φω­νά­ζει δυ­να­τά ἀ­πό πί­σω μας, καί ἀ­πό τίς φω­νές της θά μα­ζευ­θεῖ πο­λύς λα­ός. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως ἀρ­νεῖ­ται καί πά­λι νά δώ­σει ἀ­πάν­τη­ση στίς κραυ­γές τῆς μά­νας. Καί ἀ­παν­τᾶ: Δέν μέ ἀ­πέ­στει­λε ὁ πα­τέ­ρας μου, πα­ρά γιά τά χα­μέ­να πρό­βα­τα τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ γέ­νους.

Ἡ δυ­στυ­χι­σμέ­νη μά­να ὅ­μως δέν τό βά­ζει κά­τω. Δέν ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀλ­λά πλη­σιά­ζει τώ­ρα περισ­σό­τε­ρο, πέ­φτει μέ εὐ­λά­βεια στά πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου, καί λέ­ει μέ πό­νο: Κύ­ρι­ε, βο­ή­θα με στή δυ­στυ­χί­α μου!

Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως τῆς ἀ­παν­τᾶ: Δέν εἶ­ναι σω­στό νά πά­ρει κα­νείς τό ψω­μί τῶν παι­δι­ῶν, δηλαδή τῶν Ἰουδαίων καί νά τό ρί­ξει στά σκυ­λά­κια, δηλαδή στούς εἰδωλο­λά­τρες. Καί ἡ γυ­ναῖ­κα ἐ­πι­μέ­νει: Ναί, Κύ­ρι­ε· Δέ­χο­μαι ὅ­τι εἶ­μαι σκυ­λά­κι. Καί τά σκυ­λά­κια ὅμως τρῶ­νε ἀ­πό τά ψί­χου­λα πού πέ­φτουν ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι τῶν κυ­ρί­ων τους. Τό­τε ὁ Κύ­ριος, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε τό­σην ὥ­ρα τήν γυ­ναί­κα νά ἐ­πι­μέ­νει καί νά ζη­τᾶ, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά τήν δο­ξά­σει. Γι’ αὐτό καί μέ θαυμασμό τῆς λέει· Ὦ γυ­ναῖ­κα, πό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ πί­στη σου! Ἄς γί­νει αὐτό ζητᾶς. Καί δέν τῆς χαρίζει ψιχουλάκια, ἀλλά τῆς δίνει τά πάντα. Τῆς δίνει τό ἔλεός του καί θεραπεύει τήν κό­ρη της.

Αὐ­τός ὅ­λος ὁ δι­ά­λο­γος τῆς συν­τε­τριμ­μέ­νης μά­νας μέ τόν Κύ­ριο, εἶ­ναι μί­α πά­λη. Μιά πά­λη πού ἐ­παν­λαμ­βά­νε­ται πολ­λές φο­ρές στήν ζωή τῶν πιστῶν. Καί εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή πά­λη στήν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ός ἀ­ρέ­σκε­ται νά χά­νει. Εἶ­ναι ἡ πά­λη τῆς προ­σευ­χῆς. Μιᾶς προσευχῆς ἐπίμο­νης καί διαρκοῦς τήν ὁποία μᾶς μαθαίνει αὐ­τή ἡ τσα­κι­σμέ­νη μάνα Χαναναία.

Μᾶς μαθαίνει νά μήν ἀ­πο­θαρ­ρυ­νό­μα­στε στίς ὧ­ρες τῆς προ­σευ­χῆς. Ἀλ­λά νά ἐ­πι­μέ­νου­με. Νά μήν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ὅ­λο καί πε­­ρισ­σό­τε­ρο νά πλη­σι­ά­ζου­με στόν Κύ­ριο καί μέ εὐ­λα­βι­κό θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α νά αὐ­ξά­νου­με τή θέρ­μη τῆς καρ­διᾶς μας. Νά τρέ­χου­με πί­σω του ὅ­πως ἐ­κεί­νη, νά πέ­φτου­με στά πό­δια του. Καί νά μέ­νου­με ἐ­κεῖ πε­σμέ­νοι στή γῆ, μέ­χρι νά λά­βου­με αὐ­τό πού ζη­τᾶ­με. Κι ὅσο περισσότερο νο­μί­ζου­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιά μᾶς, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο­ ἐ­μεῖς μέ τα­πεί­νω­ση, σάν τά μι­κρά σκυ­λά­κια νά ζη­τοῦ­με τά ψι­χου­λά­κια τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους. Καί ὁ Κύ­ριος θά μᾶς δίνει ὄχι ψιχουλάκια, ἀλλά τά πάντα. Θά στε­φα­νώ­νει τήν πί­στη μας καί τήν ὑ­πο­μο­νή μας. Θά ἀπαντᾶ στίς δεήσεις μας, θά κά­νει τό θαῦ­μα.