1. Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στά μέρη τῆς Τύρου καί Σιδώνος μιά δυστυχισμένη μάνα ζεῖ καθημερινά τό δράμα της κόρης της. Καί ὑποφέρει πολύ καθώς τήν βλέπει νά συνταράσσεται καί νά βασανίζεται φρικτά ἀπό τό δαιμόνιο πού τήν εἶχε καταλάβει. Μόλις ὅμως ἔμαθε ὅτι ὁ Κύριος θά περάσει κοντά ἀπό τόν τόπο της, βγαίνει ἀπό τά σύνορα τῆς περιοχῆς της καί τρέχει πρός Αὐτόν. Κι ἀρχίζει νά φωνάζει δυνατά καί νά τοῦ λέει:
– Ἐλέησέ με, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Ἡ κόρη μου κατέχεται ἀπό δαιμόνιο καί ὑποφέρει φρικτά.
Τό θέμα ἦταν ἀξιοθρήνητο! Νά βλέπει κανείς μιά γυναῖκα καί μάνα, νά κραυγάζει μέ τόση θέρμη καί τέτοιο πόνο. Ἡ κραυγή της ἀπεκάλυπτε τό μέγεθος τῆς ὀδύνης της. Καί δέν ἔλεγε ἐλέησε τήν κόρη μου, ἀλλά ἐλέησέ με. Διότι καταλάβαινε πολύ καλύτερα σέ ποιά κατάντια βρισκόταν ἡ κόρη της, ὑπέφερε συνειδητά τά μύρια βάσανά της. Καί βγάζει τόν πόνο της, περιγράφει τή συμφορά της καί τό μέγεθος τῆς ἀσθενείας τῆς κόρης της, καί ζητάει ἔτσι περισσότερο τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος ὅμως δέν ἀποκρίνεται σ’ αὐτήν, δέν λέει οὔτε λέξη. Ἀλλά ὅσο περισσότερο ἐκείνη κραυγάζει, τόσο περισσότερο ὁ Κύριος σιωπᾶ. Ἡ μάνα κλαίει καί ὁ Κύριος δέν ἀπαντᾶ. Ἡ μάνα φωνάζει καί ὁ Κύριος δέν ἀποκρίνεται.
Μιά τέτοια κατάσταση ζοῦμε πολλές φορές κι ἐμεῖς. Προσευχόμαστε μέ πόνο καί θλίψη στόν Κύριο νά μᾶς λυτρώσει ἀπό κάποιο πειρασμό πού μᾶς ταλαιπωρεῖ. Ὑποφέρουμε στό σπίτι μας ἀπό κάποιο πρόβλημα πού χρονίζει, πρόβλημα οἰκογενειακό, οἰκονομικό, ἐργασιακό, πρόβλημα ὑγείας, ἤ ἄλλο. Καί γονατίζουμε ὧρες μπροστά στό εἰκονοαστάσι, καί τρέχουμε στίς παρακλήσεις καί σέ ἄλλες ἀκολουθίες. Κραυγάζουμε μέ δύναμη στόν Κύριο. Κύριε, ἐλέησέ μας, δός μας μιά λύση. Χανόμαστε. Δέν ἀντέχουμε ἄλλο. Κι ὅσο ἐμεῖς κραυγάζουμε τόσο αἰσθανόμαστε τόν Κύριο νά σιωπᾶ. Ἐμεῖς κλαῖμε καί νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀδιαφορεῖ. Ἐμεῖς φωνάζουμε καί αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ Κύριος σιωπᾶ. Καί ἀποροῦμε. Δέν ξέρουμε τί ἄλλο νά κάνουμε. Καί ἕνα μεγάλο γιάτί κάποιες φορές βγαίνει ἀπό τά χείλη μας. Γιατί αὐτή ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ; Γιατί ἀρνεῖται νά μᾶς δώσει κάποια ἀπάντηση;
Αὐτό πού μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ἱεροί πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ὅτι αὐτές ὧρες τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ πιό γόνιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας. Εἶναι οἱ ὧρες πού αἰσθανόμαστε τήν μικρότητά μας καί τήν ἀδυναμία μας· τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τό πεπερασμένο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ ὧρες πού μαθαίνουμε νά ἐξαρτόμαστε ἀπό τόν Θεό· μαθαίνουμε νά προσευχόμαστε καί νά ζητοῦμε τό ἔλεός του. Εἶναι οἱ ὧρες πού γεμίζουν τήν ψυχή μας μέ πολλές ἀρετές, μέ ταπείνωση καί μετάνοια, μέ ὑπομονή κι ἐλπίδα. Εἶναι οἱ ὧρες τῶν δακρύων αὐτές πού καθαρίζουν τήν ψυχή μας καί τήν ἐξαγιάζουν. Εἶναι οἱ ὧρες πού ὁ Θεός σιωπᾶ γιά νά φανεῖ ἡ πίστη μας καί ἡ ἐμπιστοσύνη μας στήν ἀγάπη καί τήν πρόνοιά του. Δέν ἀπουσιάζει ὁ Θεός ἀπό κοντά μας. Ἀλλά εἶναι ἀοράτως δίπλα μας καί προετοιμάζει τήν ἀνέλπιστη ἀπάντηση πού θά μᾶς δώσει. Μιά ἀπάντηση πού οὔτε κἄν τήν φανταζόμαστε.
2. Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Κάποια στιγμή πλησίασαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας· Κύριε, κάνε της αὐτό πού ζητᾶ, γιά νά φύγει, διότι φωνάζει δυνατά ἀπό πίσω μας, καί ἀπό τίς φωνές της θά μαζευθεῖ πολύς λαός. Ὁ Κύριος ὅμως ἀρνεῖται καί πάλι νά δώσει ἀπάντηση στίς κραυγές τῆς μάνας. Καί ἀπαντᾶ: Δέν μέ ἀπέστειλε ὁ πατέρας μου, παρά γιά τά χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ γένους.
Ἡ δυστυχισμένη μάνα ὅμως δέν τό βάζει κάτω. Δέν ἀπομακρύνεται ἀλλά πλησιάζει τώρα περισσότερο, πέφτει μέ εὐλάβεια στά πόδια τοῦ Κυρίου, καί λέει μέ πόνο: Κύριε, βοήθα με στή δυστυχία μου!
Ὁ Κύριος ὅμως τῆς ἀπαντᾶ: Δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν, δηλαδή τῶν Ἰουδαίων καί νά τό ρίξει στά σκυλάκια, δηλαδή στούς εἰδωλολάτρες. Καί ἡ γυναῖκα ἐπιμένει: Ναί, Κύριε· Δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Καί τά σκυλάκια ὅμως τρῶνε ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους. Τότε ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἄφησε τόσην ὥρα τήν γυναίκα νά ἐπιμένει καί νά ζητᾶ, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά τήν δοξάσει. Γι’ αὐτό καί μέ θαυμασμό τῆς λέει· Ὦ γυναῖκα, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου! Ἄς γίνει αὐτό ζητᾶς. Καί δέν τῆς χαρίζει ψιχουλάκια, ἀλλά τῆς δίνει τά πάντα. Τῆς δίνει τό ἔλεός του καί θεραπεύει τήν κόρη της.
Αὐτός ὅλος ὁ διάλογος τῆς συντετριμμένης μάνας μέ τόν Κύριο, εἶναι μία πάλη. Μιά πάλη πού ἐπανλαμβάνεται πολλές φορές στήν ζωή τῶν πιστῶν. Καί εἶναι ἡ μοναδική πάλη στήν ὁποία ὁ Θεός ἀρέσκεται νά χάνει. Εἶναι ἡ πάλη τῆς προσευχῆς. Μιᾶς προσευχῆς ἐπίμονης καί διαρκοῦς τήν ὁποία μᾶς μαθαίνει αὐτή ἡ τσακισμένη μάνα Χαναναία.
Μᾶς μαθαίνει νά μήν ἀποθαρρυνόμαστε στίς ὧρες τῆς προσευχῆς. Ἀλλά νά ἐπιμένουμε. Νά μήν ἀπογοητευόμαστε, ἀλλά ἀντίθετα ὅλο καί περισσότερο νά πλησιάζουμε στόν Κύριο καί μέ εὐλαβικό θάρρος καί παρρησία νά αὐξάνουμε τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μας. Νά τρέχουμε πίσω του ὅπως ἐκείνη, νά πέφτουμε στά πόδια του. Καί νά μένουμε ἐκεῖ πεσμένοι στή γῆ, μέχρι νά λάβουμε αὐτό πού ζητᾶμε. Κι ὅσο περισσότερο νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἀδιαφορεῖ γιά μᾶς, τόσο περισσότερο ἐμεῖς μέ ταπείνωση, σάν τά μικρά σκυλάκια νά ζητοῦμε τά ψιχουλάκια τοῦ θείου ἐλέους. Καί ὁ Κύριος θά μᾶς δίνει ὄχι ψιχουλάκια, ἀλλά τά πάντα. Θά στεφανώνει τήν πίστη μας καί τήν ὑπομονή μας. Θά ἀπαντᾶ στίς δεήσεις μας, θά κάνει τό θαῦμα.