Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σέ νέα περίοδο μετανοίας, τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς παρουσιάζει τό μεγαλύτερο πάθος πού μᾶς καθιστᾶ ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ, τήν ὑπερηφάνεια· καί τή μεγαλύτερη ἀρετή, τήν ταπείνωση, πού μᾶς ὁδηγεῖ στή μετάνοια καί σωτηρία.
1. Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΥΦΛΩΝΕΙ
Δυό ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό Ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά προσευχηθοῦν. Δυό ἄνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ὁ ἕνας Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ὄρθιος σέ περίοπτη θέση γιά νά φαίνεται καλά ἀπό τούς γύρω ἀνθρώπους καί ξεκίνησε τήν προσευχή του λέγοντας: Θεέ μου, σέ εὐχαριστῶ! Διότι δέν εἶμαι ἐγώ σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, ἀνήθικοι, ἤ καί σάν αὐτόν ἐκεῖ τόν τελώνη. Ἐγώ εἶμαι τόσο καλός. Ἔχω τόσες πολλές ἀρετές, τόσα καλά ἔργα, περισσότερα ἀπό ὅσα ζητάει ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα, καί δίνω τό ἕνα δέκατο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά πού ἀποκτῶ, ἀκόμη καί ἀπό τά πλέον ἀσήμαντα, πού δέν τά προέβλεπε ὁ Νόμος.
ΕΤΣΙ τελείωσε τήν προσευχή του ὁ Φαρισαῖος. Μιά προσευχή γεμάτη ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία. Καί ἡ ἀλαζονεία του αὐτή τόν εἶχε τυφλώσει τόσο πολύ ὥστε δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ καθαρά οὔτε τούς ἄλλους οὔτε τόν ἑαυτό του. Δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τήν πνευματική του πτωχεία. Βέβαια τά καλά ἔργα πού ἀπαρίθμησε, τά εἶχε πραγματικά. Δέν ἔλεγε ὡς πρός αὐτό ψέματα. Αὐτός πράγματι ὄχι μόνο ἀπέφευγε τά μεγάλα ὁρατά καί βαρειά ἁμαρτήματα, ἀλλά ἀντιθέτως εἶχε καί πολλά καλά ἔργα. Ἦταν λοιπόν γιά ὅλα αὐτά τέλειος; Δέν τοῦ ἔλειπε τίποτε; Ὁ ταλαίπωρος! Δέν ζήτησε τίποτε ἀπό τόν Θεό, διότι ἦταν πλήρως ἱκανοποιημένος ἀπό τά κατορθώματά του. Δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τό πιό ἁπλό, πώς ὅ,τι καλό εἶχε, ὁ Θεός τοῦ τό ἔδωσε καί δέν ἦταν δικό του.
Ἡ ἀλαζονεία του τόν ἔκανε νά βλέπει ἀκόμη καί ὅλους τούς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς. Ἀλλά εἶναι δυνατόν; Μόνον αὐτός ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς; Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω του ἦταν ἅρπαγες, ἄδικοι καί ἀνήθικοι; Δέν ὑπῆρχε κανείς δίκαιος ἐκτός ἀπό αὐτόν; Καί ἐπιπλέον πῶς ἤξερε τήν ψυχή τοῦ τελώνη; Καί πῶς μποροῦσε νά τόν χαρακτηρίζει δημοσίως καί νά τόν ἐξευτελίζει, καί νά τόν παρουσιάζει ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀκόμη κι ἄν πράγματι ὁ τελώνης ἦταν τόσο ἁμαρτωλός, δέν θά ἔπρεπε νά δείξει εὐσπλαγχνία κάι νά προσευχηθεῖ γιά τή μετάνοιά του; Ὁ Φαρισαῖος λοιπόν ὄχι μόνο δίκαιος δέν εἶναι ἀλλά εἶναι καί τυφλός καί κυριευμένος ἀπό πολλά καί βαρειά ἐσωτερικά ἑωσφορικά πάθη, τό πάθος τῆς κατακρίσεως, τῆς ἀσπλαγχνίας, τῆς ὑπερηφανείας. Καί τό σπουδαιότερο ἀπ’ὅλα ὁ Φαρισαῖος δέν ἔχει ἀγάπη.
Πόσο λοιπόν μᾶς τυφλώνει ἡ ἀλαζονεία. Μᾶς κάνει ψεῦτες κάι ἄδικους, σκληρούς καί ἄσπλαγχνους. Δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε κατάματα τήν πνευματική μας πτωχεία. Κάι νά ζητήσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί τό φοβερότερο μᾶς γκρεμοτσακίζει στήν αἰώνια ἀπώλεια.
2. Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ
Ὁ τελώνης πάλι στεκόταν μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο. Δέν εἶχε τήν τόλμη ὄχι μόνο τά χέρια του, ἀλλά οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει πρός τόν οὐρανό. Ἀλλά κτυποῦσε διαρκῶς τά στήθη του, πού περιέκλειαν τήν ἁμαρτωλή καρδιά του. Μιά κραυγή μόνο μετανοίας ἔβγαινε διαρκῶς μέ συντριβή ἀπό τά χείλη του. Θεέ μου σπλαγχνίσου με, συγχώρησέ με τόν ἁμαρτωλό. Καί ὁ Κύριος δικαίωσε τόν τελώνη διακηρύττοντας ὅτι καθένας πού ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού ταπεινώνει τόν ἑαυτό του, θά ὑψωθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ὅπως τιμήθηκε καί ὁ τελώνης.
Διότι ὁ τελώνης ἔβλεπε καθαρά τόν ἑαυτό του. Κατανοοῦσε τήν ἁμαρτωλότητά του καί γι’ αὐτό στεκόταν μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο. Καί μέ τή στάση τοῦ σώματός του καί μέ τίς κινήσεις τῶν χεριῶν του καί μέ τά λόγια του ἐξέφραζε τήν συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του, τήν βαθειά του ταπείνωση καί τήν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς του. Γι’ αὐτό καί δέν ἀσχολοῦνταν μέ τούς ἄλλους, παρά μόνο μέ τόν ἑαυτό του. Γι’αὐτό καί δέν ἐξαγριώθηκε ἀπό τίς περιφρονήσεις τοῦ Φαρισαίου, οὔτε ἀπάντησε σ’ αὐτές. Αὐτός ἔβλεπε μόνον τήν δική του μικρότητα καί αἰσθανόταν τήν θεία μεγαλειότητα, Γι’ αὐτό καί δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει στόν οὐρανό οὔτε τά μάτια του, οὔτε τά χέρια του, οὔτε τό πρόσωπό του. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θέας τοῦ Θεοῦ. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του δέν τοῦ ἔδινε τό δικαίωμα νά λέει πολλά κάι κομπαστικά λόγια. Κι ὅσο περισσότερο ἐπαναλάμβανε τή σύντομη προσευχή του, τόσο περισσότερο στενάζοντας κτυποῦσε τά ἁμαρτωλά στήθη του. Καί ὁμολογοῦσε ἔτσι τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἐξαρτοῦσε τήν ζωή του ἀπό τό θεῖο ἔλεος. Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μόνο ζητοῦσε σάν πεινασμένος ζητιάνος πού κινδύνευει νά πεθάνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι’αὐτό καί τά λόγια του ἀνέβαιναν ἀπευθείας στόν οὐρανό Διότι ἔβγαιναν μέσα ἀπό μία συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη καρδιά.
Μιά τέτοια ταπείνωση καλούμεαστε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε. Διότι ἡ ταπείνωση μᾶς ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία, στή μετάνοια καί τή σωτηρία. Αὐτή καθαρίζει τό νοῦ μας γιά νά δοῦμε κατάματα τή μικρότητά μας, τήν ἁμαρτωλότητά μας, τά ἀμέτρητα πάθη μας καί νά ζητήσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἐντονώτερα ἀπό σήμερα, πρώτη ἡμέρα τοῦ Τριωδίου, νά ζοῦμε μέ ταπείνωση καί συντριβή καί κατάνιξη. Κι ἄς προσευχόμαστε καθημερινά στόν Θεό νά μᾶς χαρίσει τήν πολύτιμη αὐτή ἀρετή. Γιά νά μή μᾶς καταδικάσει ὁ Θεός ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός του ἀλλά νά μᾶς δικαιώσει μαζί μέ τόν τελώνη καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν Βασιλεία του.