Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ

03 tetarti 

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σέ νέα περίοδο μετανοίας, τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Τό εὐαγγελικό ἀ­νά­γνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς παρουσιάζει τό μεγαλύ­τε­ρο πάθος πού μᾶς καθιστᾶ ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ, τήν ὑπε­­ρηφάνεια· καί τή μεγαλύτερη ἀρετή, τήν ταπείνωση, πού μᾶς ὁδηγεῖ στή μετάνοια καί σωτηρία.

1. Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΥΦΛΩΝΕΙ

Δυ­ό ἄν­θρω­ποι ἀ­νέ­βηκαν στό Να­ό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά προ­σευ­χη­θοῦν. Δυ­ό ἄν­θρω­ποι τό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί με­τα­ξύ τους. Ὁ ἕ­νας Φα­ρι­σαῖ­ος κι ὁ ἄλλος τε­λώ­νης. Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος στά­θη­κε ὄρ­θιος σέ περίοπτη θέση γιά νά φαί­νε­ται κα­λά ἀ­πό τούς γύρω ἀν­θρώ­πους καί ξε­κί­νη­σε τήν προ­σευ­χή του λέγοντας: Θε­έ μου, σέ εὐ­χα­ρι­στῶ! Δι­ό­τι δέν εἶ­μαι ἐ­γώ σάν τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, πού εἶ­ναι ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, ἀνήθικοι, ἤ καί σάν αὐ­τόν ἐ­κεῖ τόν τε­λώ­νη. Ἐ­γώ εἶ­μαι τό­σο κα­λός. Ἔ­χω τό­σες πολ­λές ἀ­ρε­τές, τόσα κα­λά ἔρ­γα, πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα ζη­τά­ει ὁ νό­μος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρές τήν ἑ­βδο­μά­δα, καί δί­νω τό ἕ­να δέ­κα­το ἀ­πό ὅ­λα τά ἀ­γα­θά πού ἀ­πο­κτῶ, ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά πλέ­­ον ἀ­σή­μαν­τα, πού δέν τά προέβλεπε ὁ Νόμος.

ΕΤΣΙ τελείωσε τήν προσευχή του ὁ Φαρισαῖος. Μιά προσευχή γεμάτη ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία. Καί ἡ ἀλαζονεία του αὐτή τόν εἶ­χε τυ­φλώ­σει τό­σο πο­­λύ ὥστε δέν τόν ἄ­φη­νε νά δεῖ καθαρά οὔτε τούς ἄλλους οὔτε τόν ἑ­αυ­τό του. Δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τήν πνευ­μα­τική του πτωχεία. Βέ­βαι­α τά κα­λά ἔρ­γα πού ἀπαρί­θμη­σε, τά εἶχε πραγματικά. Δέν ἔ­λε­γε ὡς πρός αὐ­τό ψέ­μα­τα. Αὐ­τός πράγ­μα­τι ὄ­χι μό­νο ἀ­πέ­φευ­γε τά με­γά­λα ὁρατά καί βα­ρειά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λά ἀντιθέτως εἶ­χε καί πολλά κα­λά ἔρ­γα. Ἦταν λοιπόν γιά ὅλα αὐτά τέ­λει­ος; Δέν τοῦ ἔλειπε τί­πο­τε; Ὁ τα­λαί­πω­ρος! Δέν ζή­τη­σε τί­πο­τε ἀ­πό τόν Θε­ό, διότι ἦταν πλή­ρως ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πό τά κατορθώματά του. Δέν μπο­ροῦσε νά κα­τα­νο­ή­σει τό πιό ἁ­πλό, πώς ὅ,τι κα­λό εἶχε, ὁ Θεός τοῦ τό ἔδωσε καί δέν ἦταν δικό του.

Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α του τόν ἔ­κα­νε νά βλέ­πει ἀ­κό­μη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους ὡς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λά εἶ­ναι δυ­να­τόν; Μό­νον αὐ­τός ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἀ­ρε­τῆς; Ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι γύ­ρω του ἦ­ταν ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι καί ἀ­νή­θι­κοι; Δέν ὑ­πῆρ­χε κα­νείς δί­και­ος ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τόν; Καί ἐπιπλέον πῶς ἤ­ξε­ρε τήν ψυχή τοῦ τελώνη; Καί πῶς μποροῦσε νά τόν χαρακτηρίζει δημοσίως καί νά τόν ἐ­ξευ­τε­λί­ζει, καί νά τόν πα­ρου­σιά­ζει ὡς χαρακτηριστικό πα­ρά­δειγ­μα τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Ἀ­κό­μη κι ἄν πράγ­μα­τι ὁ τε­λώ­νης ἦ­ταν τό­σο ἁ­μαρ­τω­λός, δέν θά ἔ­πρε­πε νά δεί­ξει εὐ­σπλαγ­χνία κάι νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά τή με­τά­νοι­ά του; Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος λοιπόν ὄχι μόνο δίκαιος δέν εἶναι ἀλ­λά εἶναι καί τυφλός καί κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πό πολ­λά καί βα­­ρειά ἐσωτερικά ἑ­ω­σφο­ρι­κά πά­θη, τό πά­θος τῆς κα­τα­κρί­σε­ως, τῆς ἀ­σπλαγ­χνί­ας, τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας. Καί τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’­ὅ­λα ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος δέν ἔχει ἀ­γά­πη.

Πόσο λοιπόν μᾶς τυφλώνει ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α. Μᾶς κάνει ψεῦ­τες κά­ι ἄ­δι­κους, σκλη­ρούς καί ἄ­σπλαγ­χνους. Δέν μᾶς ἀ­φή­νει νά δοῦ­με κα­τά­μα­τα τήν πνευ­μα­τι­κή μας πτω­χεί­α. Κά­ι νά ζη­τή­σου­με τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Καί τό φοβερότερο μᾶς γκρεμοτσακίζει στήν αἰ­ώ­νια ἀ­πώ­λεια.

2. Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ

Ὁ τε­λώ­νης πάλι στε­κό­ταν μα­κριά ἀ­πό τό θυ­σι­α­στή­ριο. Δέν εἶ­χε τήν τόλ­μη ὄ­χι μόν­ο τά χέ­ρια του, ἀλ­λά οὔ­τε τά μά­τια του νά ση­κώ­σει πρός τόν οὐ­ρα­νό. Ἀλ­λά κτυ­ποῦ­σε δια­ρκῶς τά στήθη του, πού πε­ρι­έ­κλειαν τήν ἁ­μαρ­τω­λή καρ­διά του. Μιά κραυ­γή μόνο με­τα­νοί­ας ἔ­βγαι­νε δια­ρκῶς μέ συν­τρι­βή ἀ­πό τά χεί­λη του. Θε­έ μου σπλαγ­χνί­σου με, συγ­χώ­ρη­σέ με τόν ἁ­μαρ­τω­λό. Καί ὁ Κύ­ριος δικαίωσε τόν τε­λώ­νη δι­α­κη­ρύτ­τον­τας ὅ­τι κα­θέ­νας πού ὑ­ψώ­νει τόν ἑ­αυ­τό του θά τα­πει­νω­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος πού τα­πει­νώ­νει τόν ἑ­αυ­τό του, θά ὑ­ψω­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό. Ὅ­πως τιμήθηκε καί ὁ τε­λώ­νης.

Δι­ό­τι ὁ τε­λώ­νης ἔ­βλε­πε κα­θα­ρά τόν ἑ­αυ­τό του. Κα­τα­νο­οῦ­σε τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του καί γι­’­ αὐ­τό στε­κό­ταν μα­κριά ἀ­πό­ τό θυ­σι­α­στή­ριο. Καί μέ τή στά­ση τοῦ σώ­μα­τός του καί μέ τίς κι­νή­σεις τῶν χε­ρι­ῶν του καί μέ τά λό­για του ἐ­ξέ­φρα­ζε τήν συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του, τήν βα­θειά του τα­πεί­νω­ση καί τήν κα­τά­νυ­ξη τῆς καρ­διᾶς του. Γι’ αὐτό καί δέν ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ τούς ἄλ­λους, πα­ρά μό­νο μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Γι’αὐτό καί δέν ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἀπό τίς πε­ρι­φρο­νή­σεις τοῦ Φα­ρι­σαί­ου, οὔτε ἀπάντησε σ’ αὐ­τές. Αὐτός ἔβλεπε μόνον τήν δι­κή του μι­κρό­­τη­τα καί αἰσθανόταν τήν θεί­α με­γα­λει­ό­τη­τα, Γι’ αὐτό καί δέν τολ­μοῦ­σε νά ὑ­ψώ­σει στόν οὐ­ρα­νό οὔτε τά μά­τια του, οὔτε τά χέ­ρια του, οὔτε τό πρό­σω­πό του. Θε­ω­ροῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­νά­ξιο τῆς θέας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτω­λό­τη­τός του δέν τοῦ ἔ­δι­νε τό δι­καί­ω­μα νά λέ­ει πολ­λά κά­ι κομ­πα­στι­κά λό­για. Κι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε τή σύν­το­μη προ­σευ­χή του, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο στενάζοντας κτυ­­ποῦ­σε τά ἁ­μαρ­τω­λά στή­θη του. Καί ὁ­μο­λο­γοῦ­σε ἔ­τσι τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του. Ἐ­ξαρ­τοῦ­σε τήν ζω­ή του ἀ­πό τό θεῖ­ο ἔ­λε­ος. Τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ μόνο ζη­τοῦ­σε σάν πει­να­σμέ­νος ζη­τιά­νος πού κιν­δύ­νευ­ει νά πε­θά­νει ἀπό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Γι­’­αὐ­τό καί τά λό­για του ἀ­νέ­βαι­ναν ἀ­πευ­θεί­ας στόν οὐ­­ρα­νό Διότι ἔ­βγαι­ναν μέ­σα ἀ­πό μί­α συν­τε­τριμ­μέ­νη καί τε­τα­πει­νω­μέ­νη καρ­διά.

Μιά τέτοια ταπείνωση καλούμεαστε κι ἐμεῖς νά ἀπο­κτήσουμε. Διότι ἡ ταπείνωση μᾶς ὁδηγεῖ στήν αὐ­το­γνωσία, στή μετάνοια καί τή σωτηρία. Αὐτή καθα­ρί­ζει τό νοῦ μας γιά νά δοῦμε κατάματα τή μικρότητά μας, τήν ἁμαρτωλότητά μας, τά ἀμέτρητα πάθη μας καί νά ζη­τή­σουμε τό ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἐντονώτερα ἀπό σήμερα, πρώτη ἡμέρα τοῦ Τρι­ωδίου, νά ζοῦμε μέ ταπείνωση καί συντριβή καί κα­τά­νιξη. Κι ἄς προσευχόμαστε καθημερινά στόν Θεό νά μᾶς χα­ρί­σει τήν πολύτιμη αὐτή ἀρετή. Γιά νά μή μᾶς καταδικάσει ὁ Θεός ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός του ἀλλά νά μᾶς δικαιώσει μαζί μέ τόν τελώνη καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν Βασιλεία του.