Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

foto chiesa 01

        1.Ο ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΥΙΟΣ

Ὁ μικρότερος γιός τοῦ καλύτερου πατέρα τοῦ κό­σμου, τόσα χρόνια μέ­σα στό σπίτι τοῦ πατέρα του, δέν συγκινήθηκε ἀπό τή στορ­γή του, τήν ἀνύστακτη φρο­ν­τί­δα του, τήν πολλή του ἀγά­πη. Γι’ αὐτό καί μιλᾶ μέ αὐ­θά­δεια, ἀγέρωχα καί ὑπερ­ο­πτι­κά. Ἀπαιτεῖ τήν περι­ου­σία πού νομίζει πώς τοῦ ἀνή­κει.

Αἰ­σθά­νεται καταπιεσμένος μέσα στό πατρικό σπίτι. Ἡ παρουσία τοῦ πατέρα του τόν στενοχωρεῖ. Δέν ἀν­τέ­χει κηδεμονίες, δέν μπορεῖ νά σκύβῃ κε­φά­λι, νά ὑπο­τάσσεται σέ κανόνες καί ἀρχές. Οἱ πα­τρι­κές συμ­βου­λές τοῦ φαίνονται ὑπερβολικές, ἀ­νε­φάρμο­στες. Αὐτός νομίζει πώς θά βρῇ τή χαρά του μακρυά του. Θέλει νά ἀπολαύσῃ τόν κόσμο, τό χρῆμα, τήν ἐλευθερία, τήν ἁμαρτία. Ὅλα θέ­λει νά τά ἀπο­λάυ­σῃ χωρίς τόν πα­τέρα. Καί τήν πα­τρι­κή περιουσία θέ­λει νά τήν κατα­σπα­ταλήσῃ κι αὐτήν χωρίς τόν πα­τέ­ρα. Γι’ αὐτό καί φεύγει σέ χώρα μακρυνή, μα­κρυ­ά ἀπό τόν πατέρα, γιά νά μήν τόν βλέπῃ πιά. Δέν θέ­λει οὔτε κἄν νά τόν θυ­μᾶ­ται. Διότι οὐσιαστικά δέν ἀγα­πᾶ τόν πατέρα του.

Ἄσωτα παιδιά κάποιοι ἀπό ἐμᾶς τοῦ πλέον ἀγα­πη­τοῦ πατέ­ρα, τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ἀπολαμβάνουμε μέσα στό παλάτι τῆς ὑλικῆς δημιουργίας πλούσια τά ἀναρί­θ­μητα ἀγα­θά του. Κι ὅμως ἀχάριστοι καί ὑλόφρονες, ἀπο­μα­κρυ­νό­­μαστε καθημερινά ἀπό τήν ἀγάπη του μέ τίς πτώ­σεις μας καί τίς ἐπι­λο­γές μας. Ἤ ἀλοι­θω­ρί­ζου­με σέ χῶ­ρες μα­­κρυνές, χῶρες τῆς ἁ­μα­ρτίας καί ἀποδη­μοῦ­με μέ τό νοῦ μας σ’αὐτές. Ἔχει δύ­να­μι μέσα μας ὁ κόσμος. Κι ζητοῦμε ἀπό τόν Θε­­­ό νά μᾶς ἀφήσῃ ἥσυ­χους νά ἁμαρτάνουμε, χωρίς τύ­ψεις συνειδήσεως, χω­ρίς τή μνήμη Του, χωρίς νά αἰ­σθα­νόμαστε τό ἄγρυπνο βλέμμα τῆς στοργῆς του κα­τα­πάνω μας. Φοβόμαστε ὅτι κοντά Του θά στερηθοῦμε τήν εὐ­τυ­χία μας, θά στε­ρη­θοῦμε κάποιες ἀπολαύσεις. Διότι σέ τε­λική ἀνάλυσι δέν ἀγαποῦμε κι ἐμεῖς ἴσως ἀλη­θι­νά τόν Θεό. Τί κρῖμα! Τόσα χρόνια μέσα στην ἀ­γάπη τοῦ Πατέρα, κι ἐ­μεῖς νά ἀναζητοῦμε τά σκου­πί­δια τοῦ κόσμου!

2. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΥΙΟΣ

Μέ μία πρόχειρη ἀνάγνωσι τῆς παραβολῆς, ἴσως νο­­μίσουμε πώς ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀγαποῦσε τόν πα­τέ­ρα του. Αὐτός δέν τόλμησε ποτέ νά ξεστομήσῃ τά λό­γι­α τοῦ νεωτέρου. Δέν ζήτησε ποτέ νά φύγῃ σέ χώρα μα­κρυ­νή, χώρα τῆς ἁμαρτίας. Αὐτός ζοῦσε μέ τόν πα­τέρα του. Ἐργαζόταν στή δούλεψί του, ἔτσι ἔλεγε του­λά­­χι­στον. Ἦταν τόσα χρόνια μέσα στό σπίτι. Ἔβλεπε τόν πατέρα του. Ἦταν προσεκτικός στά λόγια του. Φαι­­­νό­ταν πειθαρχικός στήν συμπεριφορά του.

Ὅμως καί ὁ μεγαλύτερος γιός, δέν ἀγαποῦσε πραγ­μα­τικά τόν πατέρα του. Δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό κοντά του τοπικῶς, ἀλλά δέν ἦταν ποτέ κοντά του τροπικῶς. Δέν ἀγαποῦσε ἀληθινά τόν Πατέρα του, γι’ αὐτό καί δέν αἰσθανό­ταν τήν στοργή του. Ποτέ δέν ζήτησε ἀπό αὐ­τόν ἔστω ἕνα κατσικάκι νά φάῃ. Ἀλλά κι αὐτό ἤθελε νά τό ἀπο­λαύ­σῃ μέ τούς φίλους του, χωρίς τόν πατέρα του. Χωρίς τήν πα­ρου­σία του. Ἤθελε ὅλα τά ἀπολαύσῃ οὐσια­στι­κά μόνος του. Γι’ αὐτό καί ὀργίσθηκε καί δέν ἤθελε νά εἰσέλθῃ στό σπίτι τοῦ πατέρα του ὅταν ἐπέ­στρε­ψε ὁ ἀ­δελ­φός του. Δέν συγκινήθηκε ἀπό τήν τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα πού ταπεινώθηκε καί βγῆκε ἔξω ἀπό σπίτι καί τόν παρακαλοῦσε νά εἰσέλθῃ. Ὅσο πε­ρισ­σότερο ὁ πα­τέ­ρας τοῦ ἔδειχνε τρυφερότητα καί στο­ρ­γή τόσο πε­ρισ­σό­τερο αὐτός πείσμωνε καί ἀντι­στε­κό­ταν. Διότι δέν ἀ­γα­ποῦσε ἀληθινά τόν πατέρα του.

Πόσοι πιστοί, ἴσως μοιάζουμε μέ τόν μεγαλύτερο γιό τῆς παραβολῆς. Καυχόμαστε κάποτε κι ἐμεῖς μέ αὐτα­ρέ­σκεια ὅτι δέν παραβήκαμε τίς ἐντολές τοῦ Θε­οῦ, ὅτι δια­φυ­λά­ξα­με τόν ἑαυτό μας ἀπό σο­βα­ρά ἁ­μαρ­τή­ματα, ὅτι κρατη­θή­κα­με στό δρό­μο τῆς σωφρο­σύ­νης καί τῆς ἀρετῆς. Καυ­χό­μα­στε ἴσως ὅτι εἴμαστε ἀν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλλά κι ἐμεῖς δυ­στυ­χῶς δέν ἀγαπᾶμε ἀ­λη­θινά τόν Θεό πατέρα μας. Ἔχου­με κι ἐμεῖς συχνά, ὅ­πως ὁ πρε­σβύ­τερος υἱός, μία σχέσι ὑπ­αλ­ληλική, ἤ συμφερο­ν­τολογική μέ τόν Θεό. Εἴμαστε κοντά του, ἐπει­δή φο­βόμαστε τήν κόλασι, ἤ ἐπειδή μᾶς συμ­φέ­ρει ἡ παρα­μο­νή μας στό σπίτι του. Ἔτσι ὅμως οὐ­σι­α­στι­κά ἀγαποῦμε τό πα­λά­τι του, ὄχι ὅμως ἀλη­θι­νά καί τόν Ἴδιο. Ἀ­γα­ποῦ­με τήν βα­σι­λεία του, ὄχι ὅ­μως τόσο τόν βασιλέα. Ἀγαποῦμε τά πλού­σι­α ἀγαθά του, ὄ­χι ὅ­μως τόν Πα­ν­ά­γα­θο Κύ­ρι­ο. Γι’ αὐτό θέλουμε κι ἐμεῖς νά εὐφραι­νό­μα­στε μέ τούς φί­λους μας χωρίς ὅ­μως τόν Θεό. Διότι δέν ἔχουμε κατα­λά­­­βει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀ­γά­πη του.

3. ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ἄς πάρουμε λοιπόν ὅλοι μας τόν δρόμο τῆς ἐπι­στρο­φῆς κι ἄς τρέ­ξουμε μέ μετάνοια εἰλικρινῆ στήν ἀ­γ­καλιά τοῦ Θεοῦ. Μᾶς περιμένει ὁ Πατέρας μας, ὁ χο­ρηγός τῆς εὐτυχίας μας· ἐκεῖ στήν Ἐκκλησία Του νά ξε­πλύ­νουμε τά πολλά μας ἀνομήματα μέ τό τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του στό Μυστήριο τῆς Ἐξομο­λο­γήσεως. Μᾶς περιμένει ἐκεῖ νά χύσουμε τά δάκρυα τῆς μετα­νοί­ας μας γιά νά μᾶς προσφέρῃ καί πάλι τήν «στολήν τήν πρώ­την» τόν λευκό χιτῶνα τοῦ Ἁγίου Βα­πτί­­σματος, τόν ἴδι­ο τόν Κύ­ρι­ο Ἰησοῦ Χρι­­στό, ὡς ἄλλο ἔνδυμά μας. Μᾶς πε­ριμένει σ’ ἕνα θεϊκό πα­­νη­γύρι νά μᾶς προσφέ­ρῃ «Σῶμα καί Αἷμα Χρι­στοῦ, εἰς ἄ­φε­σιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἄς τρέξου­με λοιπόν. Ὁ πατέρας στέ­κεται καρτερικά ἔξω ἀπό τό «σπίτι» του καί μᾶς πε­ρι­­μέ­νει.