ΣΩΜΑ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟ

 athos stayros

1. ΔΟΥΛΟΙ ΣΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ;

Στό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­παν­τᾶ σ’ ἕ­να σα­θρό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού κά­ποι­οι ἀ­νώ­ρι­μοι πι­στοί ἔ­λε­γαν: «Πάν­τα μοι ἔ­ξε­στι». Τώ­ρα πού ἐ­λευ­θε­ρω­θή­κα­με ἀ­πό τή δου­λεί­α τοῦ νό­μου, μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι θέ­λου­με, ἔ­λε­γαν. Καί τούς ἀ­παν­τᾶ ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος «ἀλ­λ’ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει». Ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νά τά κά­νω, δέν μέ συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Καί δέν πρέ­πει νά γί­νω δοῦ­λος σέ τί­πο­τε. Κι ἀ­να­φέ­ρει δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα δου­λεί­ας, τήν ὑ­πο­δού­λω­ση στά φα­γη­τά καί τήν ὑ­πο­δού­λω­ση στίς σαρ­κι­κές ἠ­δο­νές. Λέ­ει λοι­πόν ὅ­τι τά φα­γη­τά ἔ­χουν γί­νει γιά τή συν­τή­ρη­σή μας κι ὄ­χι γιά μιά ἄ­σω­τη τρι­φυ­λή ζω­ή. Ἄλ­λω­στε ὁ Θε­ός στήν ἄλ­λη ζω­ή θά κα­ταρ­γή­σει τά φα­γη­τά. Μπο­ρεῖ λοι­πόν ὁ πι­στός νά τρῶ­ει ὅ,τι ἐ­πι­θυ­μεῖ, ἀρ­κεῖ μό­νο νά μή γί­νε­ται κοι­λι­ό­δου­λος καί ἀ­κρα­τής.

Στή συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ὑ­πο­δού­λω­ση στίς σαρ­κι­κές ἠ­δο­νές. Καί λέ­ει ὅ­τι τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, δέν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε γιά νά ἁ­μαρ­τά­νει μέ τήν πορ­νεί­α, ἀλ­λά γιά ν’ ἀ­νή­κει στόν Κύ­ριο. Τό θε­ό­πλα­στο σῶ­μα μας εἶ­ναι ἱ­ε­ρό καί αἰ­ώ­νιο. Βέ­βαι­α θά δι­α­λυ­θεῖ κά­πο­τε μέ τό θά­να­το, ἀλ­λά ὁ Θε­ός θά τό ἀ­να­στή­σει κά­πο­τε μέ τή δύ­να­μή του. Καί τό σῶ­μα μας αὐ­τό ἀ­νή­κει στόν Χρι­στό· τά μέ­λη μας εἶ­ναι μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ, καί πῶς μπο­ροῦν νά γί­νον­ται ὄρ­γα­να τῆς σαρ­κι­κῆς ἀ­κο­λα­σί­ας. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος ὑ­που­λώ­νε­ται στίς σαρ­κι­κές ἠ­δο­νές, γί­νε­ται ἕ­να σῶ­μα μ’ ὅ­σους ἁ­μαρ­τά­νει. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στόν Κύ­ριο, πλημ­μυ­ρί­ζει ὁ­λό­κλη­ρος ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό κα­τα­λή­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: Φεύ­γε­τε μα­κριά ἀ­πό τήν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁ­μάρ­τη­μα πού κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος δέν βλά­πτει τό­σο ἄ­με­σα τό σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορ­νεύ­ει, ἁ­μαρ­τά­νει στό ἴ­διο του το σῶ­μα.

Μέ τά δύ­ο αὐ­τά πα­ρα­δείγ­μα­τα πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἀ­πό­στο­λος θέ­λει νά το­νί­σει τήν ἀ­ξί­α καί τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Καί ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι τό σῶ­μα μας δέν πρέ­πει νά γί­νε­ται ὑ­πο­χεί­ριο τῶν ἠ­δο­νῶν, καί νά ἐ­ξευ­τε­λί­ζε­ται μέ τήν κοι­λι­ο­δου­λεί­α καί τήν σαρ­κι­κή ἀ­κο­λα­σί­α. Δέν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα λοι­πόν νά κα­τα­στρέ­φου­με καί νά ἀ­τι­μά­ζου­με τό σῶ­μα μας μέ τίς κα­τα­χρή­σεις, τά ἄ­με­τρα φα­γο­πό­τια καί τίς οἰ­νο­πο­σί­ες, τίς κα­τα­χρή­σεις, καί κά­θε πα­ρά­νο­μη σαρ­κι­κή σχέ­ση.

Δέν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα. Δέν μᾶς ἀ­νή­κει τό σῶ­μα μας. Δέν εἶ­ναι δι­κό μας. Εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρό καί ἀ­νή­κει στόν Κύ­ριο. Δι­ό­τι Αὐ­τός τό δη­μι­ούρ­γη­σε. Αὐ­τός τό συν­τη­ρεῖ. Αὐ­τός τό κα­τέ­στη­σε κα­τοι­κη­τή­ριο τῆς ψυ­χῆς μας. Τό σῶ­μα μας λοι­πόν δέν μᾶς ἀ­νή­κει. Εἶ­ναι ἔρ­γο καί δῶ­ρο τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ μας. Καί ὡς δη­μι­ο­ύρ­γη­μα τοῦ πρέ­πει νά δι­η­γεῖ­ται τήν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καί ὄ­χι νά ἀ­τι­μά­ζε­ται μέ τίς σαρ­κι­κές ἀ­πο­λά­υ­σεις.

2. ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Στή συ­νέ­χεια ὁ Ἁ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει ὅ­τι τό σῶ­μα μας, ὄ­χι μό­νον δέν μᾶς ἀ­νή­κει, ὄ­χι μό­νον εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἱ­ε­ρό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο τό φαν­τα­ζό­μα­στε. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρό ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί δι­ό­τι εἶ­ναι κα­τοι­κη­τή­ριο καί να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας γιά νά κα­τευ­θύ­νει και νά ἁ­γιά­ζει τή ζω­ή μας, νά μᾶς πλου­τί­ζει μέ τά ἄ­πει­ρα δῶ­ρα καί χα­ρί­σμα­τά του. Κι ἔ­πει­τα, γι’ αὐ­τό τό σῶ­μα μας, γιά νά μήν ὁ­δη­γη­θεῖ στήν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση μα­ζί μέ τήν ψυ­χή μας, ὁ Χρι­στός ἔ­χυ­σε τό αἷ­μα του. Καί μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε μέ τό πιό βα­ρύ τί­μη­μα, μέ τό ἀ­τί­μη­το αἷ­μα του. Ἀν­τί λοι­πόν νά μο­λύ­νου­με τό σῶ­μα μας μέ κά­θε αἰ­σχρή πρά­ξη, καί νά ἀ­μαυ­ρώ­νου­με
τήν ψυ­χή μας μέ κά­θε πο­νη­ρή σκέ­ψη καί ἐ­πι­θυ­μί­α, ἔ­χου­με χρέ­ος νά δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό καί μέ τό σῶ­μα μας καί μέ τήν ψυ­χή μας, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νή­κουν στόν Θε­ό.

Τό σῶ­μα μας λοι­πόν ἔ­χει ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ἀ­ξί­α ἀ­φοῦ γί­νε­ται να­ός τοῦ Ἁ­γ. Πνεύ­μα­τος, κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή ἡ εἴ­σο­δος τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στό σῶ­μα μας, συν­τε­λέ­σθη­κε ἀρ­χι­κά μέ τό ἱ­ε­ρό Βά­πτι­σμα, ὅ­που ἐν­δυ­θή­κα­με τόν ἴ­διο τό Χρι­στό. Μέ τό Ἅ­γιο Χρί­σμα, δε­χθή­κα­με κα­τό­πιν μέ­σα μας τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, καί ὅ­λες τίς δω­ρε­ές του. Καί μέ τήν Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α παίρ­νου­με μέ­σα μας τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, γι­νό­μα­στε σύσ­σω­μοι Χρι­στοῦ καί θε­ο­φό­ροι. Μέ­σα στη χά­ρη τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων τό σῶ­μα μας γί­νε­ται Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα ὅ­που φι­λο­ξε­νεῖ τόν ἴ­διο τό Θε­ό. Ὅ­που κι ἄν πᾶ­με γύ­ρω μας, χω­ρίς νά τό συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με λι­τα­νεύ­ου­με μέ­σα στό σῶ­μα μας σέ μί­α ἀ­δι­ό­ρα­τη καί μυ­στι­κή ἱ­ε­ρουρ­γί­α τόν ἴ­διο τόν Θε­ό. Καί ἁ­γι­ά­ζε­ται ἔ­τσι ὅ­λος ὁ κό­σμος γύ­ρω μας.

Μέ φό­βο καί τρό­μο λοι­πόν νά στε­κό­μα­στε μπρο­στά στήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τός μας. Κι ἄν πολ­λοί γύ­ρω τό ἀ­τι­μά­ζουν καί τό ἐ­ξευ­τε­λί­ζουν, καί τό βλέ­πουν ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­πο­λαύ­σε­ων καί ἠ­δο­νῶν, ἐ­μεῖς ξέ­ρου­με τό μέ­γα μυ­στή­ριο πού κρύ­βει τό σῶ­μα μας. Ξέ­ρου­με ὅ­τι εἶ­ναι να­ός τοῦ Ἁ­γιου Πνεύ­μα­τος. Ἔ­χου­με χρέ­ος λοι­πόν νά δι­α­τη­ροῦ­με τό σῶ­μα μας ἁ­γνό, ἄ­μω­μο καί ἅ­γιο, ἐ­φό­σον μέ­σα σ’ αὐ­τό κα­τοι­κεῖ ὁ ἵ­διος ὁ Θε­ός. Αὐ­τό τό θε­ό­πλα­στο καί θε­ο­φό­ρο σῶ­μα μας πρέ­πει νά τό ἀν­τι­προ­σφέ­ρου­με στόν Θε­ό γιά νά τό κα­θι­στᾶ ὁ Κύ­ριος δο­χεῖ­ο τῆς χά­ρι­τός του. Γιά νά τό ἁ­γιά­ζει
καί νά τό ἀ­να­στή­σει στήν ἄλ­λη ζω­ή ἔν­δο­ξο καί ἄ­φθαρ­το, πού θά ἀν­τα­να­κλᾶ τη δό­ξα του.