ΤΑ ΕΙΔΩΛΟΘΥΤΑ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 ChrisPhoto Chrisphoto KEA3

1. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Στήν Κό­ριν­θο οἱ πι­στοί ἦ­ταν δι­χα­σμέ­νοι γιά ἕ­να θέ­μα πού νό­μι­ζαν ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ ση­μαν­τι­κό γιά τή ζω­ή τους. Ἦ­ταν τό ζή­τη­μα τῶν εἰ­δω­λό­θυ­των. Ἄλ­λοι δη­λα­δή ἀ­γό­ρα­ζαν ἀ­πό τά κρε­ω­πω­λεῖ­α κρέ­α­τα πού προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κές θυ­σί­ες καί τά ἔ­τρω­γαν, ἐ­πει­δή πί­στευ­αν ὅ­τι οἱ θε­οί τῶν εἰ­δώ­λων ἦ­ταν ἀ­νύ­παρ­κτοι. Ἄλ­λοι ὅ­μως εὐ­αί­σθη­τοι συ­νει­δη­σια­κά, δέν τά ἔ­τρω­γαν ἐ­πει­δή τά θε­ω­ροῦ­σαν ἱ­ε­ρά. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λοι­πόν ξε­κα­θα­ρί­ζει τό ζή­τη­μα καί παίρ­νει ἀ­φορ­μή γιά νά δι­δά­ξει γε­νι­κό­τε­ρες ἀ­λή­θει­ες.

Δέν εἶ­ναι τό φα­γη­τό, λέ­ει, πού μᾶς κα­θι­στᾶ ἐ­νά­ρε­τους. Δι­ό­τι οὔ­τε ἐ­άν φᾶ­με προ­ο­δεύ­ου­με στήν ἀ­ρε­τή, οὔ­τε ἐ­άν δέν φᾶ­με ὑ­στε­ροῦ­με. Προ­σέ­χε­τε ὅ­μως, λέ­ει, μή­πως τό δι­καί­ω­μα αὐ­τό πού ἔ­χε­τε νά τρῶ­τε ἀ­π’ ὅ­λα τά κρέ­α­τα, ἀ­κό­μη κι ἀ­π’ τά εἰ­δω­λό­θυ­τα, γί­νει αἰ­τί­α νά ἁ­μαρ­τή­σουν οἱ ἀ­δελ­φοί σας πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μοι στήν πί­στη. Δι­ό­τι, ἄν κα­νείς ἀ­π’ αὐ­τούς σᾶς δεῖ νά κά­θε­στε στό τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου να­οῦ τῶν εἰ­δώ­λων, θά πα­ρα­συρ­θεῖ καί θά τρώ­ει εἰ­δω­λό­θυ­τα νο­μί­ζον­τας ὅ­τι τρώ­ει κά­τι ἱ­ε­ρό. Κι ἔ­τσι σι­γά-σι­γά θά πα­ρα­συρ­θεῖ στήν εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­κῆς σας στά­σε­ως, καί θά χά­σει τήν ψυ­χή του. Ἀλ­λά γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σας αὐ­τοῦ ὁ Χρι­στός θυ­σί­α­σε τή ζω­ή του.

Βέ­βαι­α τό ζή­τη­μα αὐ­τό πού θί­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δέν ὑ­φί­στα­ται στήν ἐ­πο­χή μας. Καί μέ μιά πρώ­τη μα­τιά ἴ­σως νο­μί­σου­με ὅ­τι δέν μᾶς ἀ­φο­ρᾶ. Ἄν τό προ­σεγ­γί­σου­με λί­γο βα­θύ­τε­ρα, θά δοῦ­με ὅ­τι πέ­ρα ἀ­πό τά φαι­νό­με­να, τό ὅ­λο πρό­βλη­μα τῆς Κο­ρίν­θου ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἕ­να δι­α­χρο­νι­κό πρό­βλη­μα τῶν πι­στῶν: ὅ­τι μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἔ­χου­με ὅ­λοι οἱ πι­στοί τήν ἴ­δια συ­νεί­δη­ση, τήν ἴ­δια καλ­λι­έρ­γεια, τίς ἴ­δι­ες ἐμ­πει­ρί­ες καί δυ­νά­μεις. Δέν εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἴ­διοι κι οὔ­τε μπο­ροῦ­με νά γί­νου­με. Ἔ­χου­με βέ­βαι­α ὅ­λοι τόν ἴ­διο Κύ­ριο, εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς ἴ­διας Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­χου­με ὅ­μως δι­α­φο­ρε­τι­κούς χα­ρα­κτῆ­ρες, δι­α­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους βι­ώ­σε­ως τῆς ἐν Χρι­στῶ ζω­ῆς. Πρέ­πει λοι­πόν νά βλέ­που­με μέ κα­τά­νό­η­ση τήν δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τα τῶν ἄλ­λων. Μή βά­ζου­με ὡς κρι­τή­ριο πνευ­μα­τι­κό­τη­τος τόν ἑ­αυ­τό μας καί ἀ­παι­τοῦ­με νά γί­νουν ὅ­λοι ὅ­πως εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς. Θά πρέ­πει ὅ­λοι μας νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν με­γά­λη ἀ­ρε­τή τῆς δι­α­κρί­σε­ως. Νά τούς κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­λους μέ ἀ­γά­πη, εὐ­αί­σθη­τους καί δυ­να­τούς, ἀρ­χά­ριους καί στα­θε­ρούς. Χω­ρίς νά κα­τα­δι­κά­ζου­με κα­νέ­να, καί χω­ρίς νά ἀ­παι­τοῦ­με τί­πο­τε. Νά ζοῦ­με ὅ­πως μᾶς κα­θο­δη­γεῖ ὁ πνευ­μα­τι­κός μας καί νά μήν ἀ­σχο­λού­μα­στε μέ τούς ἄλ­λους πι­στούς, πῶς ζοῦν, πῶς συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται, τί κά­νουν.

2. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λοι­πόν ἔρ­χε­ται καί ἐ­πε­ξη­γεῖ καί κα­θο­ρί­ζει πό­σο σο­βα­ρό εἶ­ναι τό ἁ­μάρ­τη­μα αὐ­τό τοῦ σκαν­δα­λι­σμοῦ τῶν ἀ­σθε­νε­στέ­ρων. Κά­νε­τε πο­λύ με­γά­λο ἁ­μάρ­τη­μα λέ­ει, μέ τό ὁ­ποῖ­ο βλά­πτον­ται πο­λύ οἱ ἀ­δελ­φοί. Καί πλη­γώ­νε­τε σκλη­ρά τή εὐ­αί­σθη­τη συ­νεί­δη­σή τους. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως ἁ­μαρ­τά­νε­τε καί πρός τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­θα­νε γιά νά σώ­σει τούς ἀ­δελ­φούς αὐ­τούς. Γι’ αὐ­τό λοι­πόν, συ­νε­χί­ζει, ἐ­άν αὐ­τό πού τρώ­ω γί­νε­ται αἰ­τί­α σκαν­δά­λου καί ἁ­μαρ­τί­ας στόν ἀ­δελ­φό μου, δέν θά φά­ω πο­τέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε εἶ­δος κρε­ά­των, γιά νά μή σκαν­δα­λί­σω τόν ἀ­δελ­φό μου. Γιά τούς ἀ­δύ­να­τους ἀ­δελ­φούς ἔ­κα­να καί ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νά κά­νω θυ­σί­ες τῶν δι­και­ω­μά­των μου. Δέν εἶ­μαι ἀ­πό­στο­λος ἔ­χον­τας ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους; Καί ἡ σφρα­γί­δα μέ τήν ὁ­ποί­α πι­στο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­ση­μα τό ἀ­πο­στο­λι­κό μου ἀ­ξί­ω­μα, μέ τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­στε ἐ­σεῖς τούς ὁ­ποί­ους ὁ­δή­γη­σα στόν Χρι­στό.

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στό δεύ­τε­ρο αὐ­τό τμῆ­μα τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος, μᾶς λέ­ει κά­τι πο­λύ με­γά­λο: ὅ­τι θά πρέ­πει γιά τήν ἀ­γά­πη τῶν ἀ­δελ­φῶν μας νά θυ­σι­ά­ζου­με ἀ­κό­μη καί νό­μι­μα δι­και­ώ­μα­τά μας, προ­κει­μέ­νου νά μήν σκαν­δα­λί­ζου­με τούς εὐ­αί­σθη­τους ἀ­δελ­φούς μας. Νά ἔ­χου­με δη­λα­δή δι­ά­κρι­ση ἀ­γά­πης. Καί τί ση­μαί­νει αὐ­τό πρα­κτι­κά; Ἄς ἀ­να­φέ­ρου­με πα­ρα­δείγ­μα­τα γιά νά τό κα­τα­νο­ή­σου­με. Κά­ποι­οι ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἄρ­ρω­στοι, ἔ­χουν ὁ­δη­γί­α ἀ­πό τόν για­τρό τους, νά μήν τη­ροῦν ἀ­πο­λύ­τως τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη νη­στεί­α ἀλ­λά νά τρῶ­νε κά­ποι­ες τρο­φές. Δι­ά­κρι­ση ἀ­γά­πης ση­μαί­νει νά μήν κα­τα­λύ­ουν τήν νη­στεί­α σέ δη­μό­σιους χώ­ρους, δι­ό­τι ὁ ἄλ­λος δέν ξέ­ρει ὅ­τι ἔ­χουν λό­γους ὑ­γεί­ας πού τρῶ­νε ἀρ­τύ­σι­μες τρο­φές καί σκαν­δα­λί­ζε­ται. Ἄλλοι πάλι ἔχουν δι­καί­ω­μα νά ὁ­δη­γή­σουν κά­ποι­ον στό δι­κα­στή­ριο γιά μιά ἀ­δι­κί­α πού τούς ἔ­κα­νε. Καί δέν κά­νου­ν χρή­ση τοῦ δι­και­ώ­μα­τός τους αὐ­τοῦ γιά μήν σκαν­δα­λί­σου­ν ὅ­σους δέν ξέ­ρουν τήν ἀ­δι­κί­α πού ὑ­πο­στή­κα­με. Ἔ­χουν ἄλλοι ὁ­δη­γί­α ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό τους σέ κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα νά ἐ­νερ­γοῦν δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­π’ ὅ­τι οἱ ἄλ­λοι. Δέν πρέ­πει αὐ­τό νά τό δι­α­τυμ­πα­νί­ζουν καί νά τό προ­τεί­νου­ν ὡς κα­νό­να ζω­ῆς γιά ὅ­λους. Κι ἔ­τσι νά πλη­γώ­νου­ν τίς συ­νει­δή­σεις τῶν ἄλ­λων.

Κά­θε τι πού κά­νου­με νά σκε­φτό­μα­στε ἄν θά ὠ­φε­λή­σει τούς γύ­ρω μας, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λό. Καί νά θυ­σι­ά­ζου­με ἀ­κό­μη καί νό­μι­μα δι­και­ώ­μα­τά μας σέ θέ­μα­τα κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς καί συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, γιά τήν ἀ­γά­πη τῶν ἀ­δελ­φῶν μας. Γιά νά μήν στε­νο­χω­ρη­θοῦν καί σκαν­δα­λι­σθοῦν οἱ ἀ­δελ­φοί μας. Αὐ­τό εἶ­ναι ὕ­ψος καί πλά­τος ἀ­γά­πης. Αὐ­τό ἔ­κα­νε ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, αὐ­τό ἔ­κα­ναν ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι. Τό ἴ­διο νά κά­νου­με κι ἐ­μεῖς.