Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

THE CROSS 

1. ΔΙΑΙΡΕΣΙΣ ΑΙΩΝΙΑ

Ἡ ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη τῆς μελ­λού­σης κρί­σε­ως θά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά φο­βε­ρή. Ἡ ὥ­ρα πού ὁ Χρι­στός θά κά­νῃ τήν τε­λε­σί­δι­κη καί ἀ­με­τά­κλη­τη κρί­σι του γιά ὅ­λους μας. Τό­τε μπρο­στά στά ἔκ­πλη­κτα μά­τια μας ὁ ἀ­δέ­κα­στος Κρι­τής, ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός θά κα­τέλ­θῃ ἔν­δο­ξος θρι­αμ­βευ­τής, δο­ρυ­φο­ρού­με­νος ἀ­πό τά ἀ­να­ρίθ­μη­τα στρα­τεύ­μα­τα τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων. Θά συγ­κλο­νι­σθοῦ­με ὅ­λοι μας ἀν­τι­κρύ­ζον­τας τό θε­ϊ­κό με­γα­λεῖ­ο του. Μπρο­στά στό θρό­νο του, στό θε­ϊ­κό του βῆ­μα θά συ­να­χθοῦν ὅ­λα τά ἔ­θνη, ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων καί τῶν ἐ­πο­χῶν. Ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα θά τρέ­μουν καί θά ὀ­δύ­ρων­ται μέ θρή­νους καί κλαυθ­μούς ὅ­λοι ὅ­σοι τόν μί­ση­σαν, τόν πο­λέ­μη­σαν, τόν πε­ρι­φρό­νη­σαν, τόν ἀρ­νή­θη­καν. Ἀλ­λά καί θά τόν πε­ρι­μέ­νουν μέ πό­θο καί ἀ­γά­πη ἱ­ε­ρή καί ἀ­κό­ρε­στη ὅ­σοι τόν ἐ­πί­στευ­σαν καί τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Τό­τε ὁ αἰ­ώ­νιος Κρι­τής τῆς οἰ­κου­μέ­νης θά χω­ρί­σῃ τούς ἀν­θρώ­πους, ὅ­πως ὁ ποι­μέ­νας χω­ρί­ζει τά πρό­βα­τα ἀ­πό τά ἐ­ρί­φια. Ὁ Ἀρ­χι­ποί­μην Κύ­ριος θά δι­αι­ρέ­σῃ ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα μέ ἀ­κρί­βεια καί δι­και­ο­σύ­νη σέ δύ­ο πα­ρα­τά­ξεις. Ὅ­πως φαί­νε­ται ὅ­μως ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο, ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως αὐ­τῆς δέν θά δι­αρ­κέ­σῃ πο­λύ. Ἀν­τι­θέ­τως θά γί­νῃ γρή­γο­ρα καί ἀ­κα­ρια­ία. Για­τί ἆ­ρα­γε;

Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως αὐ­τῆς θά γί­νῃ ἐν ρι­πῇ ὀ­φθαλ­μοῦ, δι­ό­τι ὅ­λα «τά κρυ­πτά τῶν ἀν­θρώ­πων» τό­τε θά ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν καί ἐ­νώ­πιον ὅ­λων. Τό­τε «οἱ βί­βλοι ἀ­νοί­γον­ται καί τά κρυ­πτά δη­μο­σι­εύ­ον­ται». Καί ὅ­λα φα­νε­ρώ­νον­ται ἐ­νώ­πιον τῶν ἀγ­γέ­λων καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὅ­πως μᾶς ἐ­ξη­γοῦν οἱ ἱ­ε­ροί πα­τέ­ρες, κά­θε ἄν­θρω­πος θά ἔ­χῃ ἐ­πά­νω του ἀ­νε­ξί­τη­λα καί φα­νε­ρά πλέ­ον τά ἰ­δι­ώ­μα­τα τῆς κα­κί­ας ἤ τῆς ἀ­ρε­τῆς του. Τά κρυ­φά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ψυ­χῆς τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που θά ἐ­πη­ρε­ά­σουν καί θά δι­α­μορ­φώ­σουν αἰ­ω­νί­ως πλέ­ον καί καί τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ σώ­μα­τός του. Ὁ Κύ­ριος δέν ὀ­νο­μά­ζει τυ­χαί­α τούς μέν πρό­βα­τα, τούς δέ ἐ­ρί­φια. Δι­ό­τι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τά πρό­βα­τα ξε­χω­ρί­ζουν αὐ­το­μά­τως ἀ­πό τά ἐ­ρί­φια ἀ­πό τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή τους μορ­φή, ἔ­τσι καί οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­νά­λο­γα μέ τή ζω­ή τους θά ἔ­χουν καί ἐ­ξω­τε­ρι­κῶς τό «γνω­ρι­στι­κόν εἶ­δος» τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δη­λα­δή τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος ἤ τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος. Ὁ κα­θέ­νας μας, χω­ρίς νά χά­σῃ τά προ­σω­πι­κά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μέ τά ὁ­ποῖ­α θά ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται, θά ἔ­χῃ μορ­φή φω­τει­νό­τε­ρη καί ἁ­γι­ό­τε­ρη, ἤ σκο­τει­νό­τε­ρη καί βδε­λυ­ρό­τε­ρη ἀ­νά­λο­γα μέ τή ζω­ή καί τά ἔρ­γα του.

Τό οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι ἡ δι­αί­ρε­σις θά γί­νῃ ἐν ρι­πῇ ὀ­φθαλ­μοῦ, δι­ό­τι ὁ Θε­ός ὡς παν­το­γνώ­στης ὅ­λους μᾶς γνω­ρί­ζει καί ὅ­λα τά γνω­ρί­ζει, εἶ­ναι ὁ ἐ­τά­ζων νε­φρούς καί καρ­δί­ας, γνω­ρί­ζει τίς πρά­ξεις μας, τίς σκέ­ψεις μας, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας, τήν σκλη­ρο­καρ­δί­α μας ἤ καί ἀν­τί­θε­τα τίς ἀ­ρε­τές μας, τά ἀ­γα­θά ἔρ­γα μας, τά δά­κρυ­α καί τήν με­τά­νοι­ά μας, τά πάν­τα. Δέν χρει­ά­ζε­ται χρό­νο λοι­πόν ὁ Θε­ός γιά νά σκε­φθῇ καί ἀ­πο­φα­σί­σῃ κα­τά τήν τε­λι­κή του κρί­σι. Μ’ ἕ­να του νεῦ­μα θά δι­αι­ρέ­σῃ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη. Καί τό­τε «ἀ­πε­λεύ­σον­ται» «οἱ τὰ φαῦ­λα πρά­ξαν­τες» «εἰς κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον, οἱ δὲ δί­και­οι εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον».

Ἐ­μεῖς πού θά βρε­θοῦ­με ἆ­ρα­γε; Ποι­ά μορ­φή θά ἔ­χου­με κα­τά τήν φο­βε­ρή ἐ­κεί­νη ὥ­ρα; Μορ­φή προ­βά­του ἤ ἐ­ρι­φί­ου; Πό­σο φω­τει­νή ἤ σκο­τει­νή θά γί­νῃ ἡ μορ­φή μας; Τί θά πῇ γιά μᾶς ὁ Χρι­στός; Πό­σο φο­βε­ρό θά εἶ­ναι ν’ ἀ­κού­σου­με τήν φω­νή του νά μᾶς λέ­γῃ: «οὐκ οἶ­δα ὑ­μᾶς». Αὐ­τήν τήν ὥ­ρα πού θά τρέ­μουν οἱ πάν­τες, ἐ­μεῖς τήν σκε­πτό­μα­στε; Τήν πε­ρι­μέ­νου­με; Ἑ­τοι­μα­ζό­μα­στε ὅ­σο πρέ­πει; Ἁ­γνί­ζου­με τήν ψυ­χή μας; Ἄς ἐ­πι­με­λη­θοῦ­με λοι­πόν σή­με­ρα τήν σω­τη­ρί­α μας, πρίν σφα­λί­σουν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας καί ὁ θά­να­τος πα­γι­ώ­σῃ τήν ἁ­μαρ­τω­λή καρ­διά μας.

2. ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ;

Κα­θώς τά ἀ­κοῦ­με ὅ­λα αὐ­τά καί τά με­λε­τοῦ­με ἴ­σως νά μᾶς κα­τα­λά­βῃ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σι. Ὅ­μως ὅ­σο ζοῦ­με στόν μά­ται­ο αὐ­τό κό­σμο καί ἔ­χου­με εὐ­και­ρί­ες με­τα­νοί­ας τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι εὔ­κο­λα ὅ­πως μᾶς λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος. Για­τί ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε; Δέν μᾶς ζη­τά­ει ὁ Θε­ός κά­τι ἀ­κα­τόρ­θω­το. Αὐ­τό πού μᾶς ζη­τά­ει εἶ­ναι εὔ­κο­λο, λί­γο ψω­μί, λί­γη ἀ­γά­πη, λί­γο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τούς ἀ­δελ­φούς μας. Ἄς κά­νου­με λοι­πόν ἕ­να ὑ­πο­λο­γι­σμό: Τί ἔ­χου­με νά δώ­σου­με καί τί ἔ­χου­με νά πά­ρου­με; Δεί­χνου­με λί­γη ἀ­γά­πη γιά νά ζοῦ­με αἰ­ω­νί­ως στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­νοί­γου­με τό πορ­το­φό­λι μας στούς ἐν­δε­εῖς γιά νά μᾶς ἀ­νοί­ξουν αὐ­τοί κά­πο­τε τήν θύ­ρα τοῦ πα­ρα­δεί­σου. Ἀγ­κα­λι­ά­ζου­με μέ στορ­γή τόν κά­θε ἐγ­κα­τε­λε­λει­μέ­νο, γιά νά μᾶς ἀγ­κα­λιά­σῃ ὁ Θε­ός στούς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Δί­νου­με ἕ­να χα­μό­γε­λο στόν πι­κρα­μέ­νο ἀ­δελ­φό μας γιά νά μήν κλαῖ­με ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα μό­νοι μας αἰ­ω­νί­ως. Δί­νου­με ἕ­να πιά­το φα­γη­τό στόν πτω­χό, γιά νά δει­πνοῦ­με αἰ­ω­νί­ως στό οὐ­ρά­νιο δεῖ­πνο τῆς βα­σι­λεί­ας του. Λοι­πόν δί­νου­με ἐ­λά­χι­στα καί παίρ­νου­με ἄ­πει­ρα. Μήν χά­νου­με λοι­πόν και­ρό. Μᾶς πε­ρι­μέ­νει ὁ Χρι­στός στό πρό­σω­πο τῶν ἐ­λα­χί­στων ἀ­δελ­φῶν μας.