ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

troulos 

1. ΜΑΘΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΗΣ

Ὅ­λοι ἀ­σφα­λῶς οἱ ἄν­θρω­ποι ἁ­μαρ­τω­λοί εἴ­μα­στε καί ὅ­λοι θέ­λου­με νά συγ­χω­ρή­σῃ ὁ Κύ­ριος τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας. Γι’ αὐ­τό ἄλ­λω­στε ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Γιά νά ση­κώ­σῃ ἐ­πά­νω του τίς ἀ­μέ­τρη­τες ἁ­μαρ­τί­ες ὅ­λων μας, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Ὅ­μως αὐ­τή ἡ συγ­χώ­ρη­σις πού ἐ­πή­γα­σε ἀ­πό τήν σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας δέν γί­νε­ται προ­σω­πι­κό μας ἀ­πό­κτη­μα αὐ­τό­μα­τα καί μα­γι­κά. Γιά νά συγ­χω­ρή­σῃ ὁ Κύ­ριος τίς προ­σω­πι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες μᾶς θέ­τει ἕ­ναν ἀ­ναγ­καῖ­ο καί ἀ­πα­ρά­βα­το ὅ­ρο. Μᾶς κά­νει μί­α συμ­φω­νί­α. Μᾶς λέ­γει: Θέ­λε­τε νά συγ­χω­ρε­θοῦν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σας; Μά­θε­τε καί σεῖς νά συγ­χω­ρῆ­τε τούς ἄλ­λους. Ὁ Οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας θά συγ­χω­ρέ­σῃ τίς ἁ­μαρ­τί­ες σας μό­νον ὅ­ταν ἐ­σεῖς συγ­χω­ρῆ­τε τίς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀ­δελ­φῶν σας. Εἶ­ναι σάν νά μᾶς λέ­γῃ: στό χέ­ρι σας εἶ­ναι τό θέ­μα τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως. Ἐ­σεῖς ἔ­χε­τε τήν εὐ­θύ­νη γι­’­αὐ­τό. Μά­θε­τε λοι­πόν νά συγ­χω­ρῆ­τε. Αὐ­τή τήν συν­θή­κη κά­νω μα­ζί σας. Κι αὐ­τή ἡ συν­θή­κη δέν εἶ­ναι συν­θή­κη μέ ἀν­θρώ­πους ἀλ­λά συν­θή­κη μέ τόν Θε­ό. Ἔ­χει γι’ αὐ­τό ἀ­πό­λυ­τη ἰ­σχύ. Λοι­πόν ἄς μά­θου­με νά συγ­χω­ροῦ­με ἐ­μεῖς «ἀ­πό τῶν καρ­δι­ῶν ἡ­μῶν» τίς ἁ­μαρ­τί­ες ὅ­σων μᾶς ἔ­χουν ἀ­δι­κή­σῃ, συ­κο­φαν­τή­σῃ καί πι­κρά­νῃ καί δυ­σκο­λέ­ψῃ, ἄν θέ­λου­με νά μᾶς συγ­χω­ρή­σῃ ὁ Θε­ός τίς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες, ἄν θέ­λου­με νά δοῦ­με πρό­σω­πο Θε­οῦ, νά δοῦ­με πα­ρά­δει­σο.

2. ΝΗΣΤΕΥΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΔΕΙΧΘΗΣ;

Τό δεύ­τε­ρο θέ­μα πού θί­γει στό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι τό θέ­μα τῆς νη­στεί­ας. Καυ­τη­ριά­ζει τήν ὑ­πο­κρι­σί­α τῶν Φα­ρι­σαί­ων οἱ ὁ­ποῖ­οι νή­στευ­αν γιά νά ἐ­πι­δει­κνύ­ον­ται. Γι­’­αὐ­τό καί νή­στευ­αν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς κα­νο­νι­σμέ­νες νη­στεῖ­ες. Νή­στευ­αν κά­θε Δευ­τέ­ρα καί Πέμ­πτη, ἐ­κτός ἀ­πό τίς ἐ­τή­σι­ες ὑ­πο­χρε­ω­τι­κές νη­στεῖ­ες γιά ὅ­λους. Καί ὁ Κύ­ριος κα­τα­κρί­νει ὄ­χι τήν νη­στεί­α τους, ἀλ­λά τήν ἐ­πί­δει­ξί τους. Δι­ό­τι οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­παιρ­ναν τήν ὄ­ψι τοῦ σκυ­θρω­ποῦ, τοῦ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νου, τοῦ κου­ρα­σμέ­νου καί κα­ταβεβλη­μέ­νου ἀ­πό τή νη­στεί­α ἀν­θρώ­που. Ἔ­παιρ­ναν ὕ­φος πε­ρί­λυ­πο, τό ὕ­φος αὐ­τῶν πού ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πό τήν πεῖ­να. Με­τέ­βαλ­λαν μέ θαυ­μα­στή ὑ­πο­κρι­τι­κή τέ­χνη τήν ἔκ­φρα­σι τοῦ προ­σώ­που τους, ὥ­στε ὅ­σοι τούς συ­ναν­τοῦ­σαν στό δρό­μο νά ἀ­πο­ροῦν καί νά ρω­τοῦν γι’ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­σί τους. Ἔ­τσι ἔ­δι­ναν οὐ­σι­α­στι­κῶς τήν ἀ­φορ­μή γιά νά καυ­χη­θοῦν κα­τό­πιν γιά τίς πολ­λές τους νη­στεῖ­ες.

Γι’ αὐ­τό ὁ Κύ­ριος, παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μή ἀ­πό αὐ­τήν τήν ὑ­πο­κρι­σί­α, μᾶς κά­νει καί μί­α δεύ­τε­ρη συμ­φω­νί­α. Θέ­λεις νά ἔ­χῃ ἀ­ξί­α ἡ νη­στεί­α σου, μᾶς λέ­γει, καί νά μή πά­ει χα­μέ­νη; Θέ­λεις νά μή χά­σῃς τόν μι­σθό σου ἀ­πό τήν νη­στεί­α σου; Τό­τε προ­σπά­θη­σε νά τήν κρύ­ψῃς. Μή τήν δι­α­φη­μί­ζῃς. Μή προ­σπα­θῇς νά γί­νῃ ἀν­τι­λη­πτή ἀ­πό τούς ἄλ­λους. Ἀλ­λά νά νη­στεύ­ῃς κρυ­φά, ὅ­σο μπο­ρεῖς. Χω­ρίς νά παίρ­νεις ὕ­φος πε­ρί­λυ­πο. Ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα νά ἔ­χεις χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο καί φω­τει­νό. Ὥ­στε νά μή δί­νῃς τήν ἐν­τύ­πω­σι τοῦ κα­τα­βε­βλη­μέ­νου. Ἐ­άν λοι­πόν νη­στεύ­εις κρυ­φά, χω­ρίς δι­ά­θε­σι προ­βο­λῆς καί ἐ­πι­δεί­ξε­ως, τό­τε καί μό­νο τό­τε, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, θά σοῦ ἀν­τα­πο­δώ­σῃ ὁ Θε­ός τή νη­στεί­α σου αὐ­τή φα­νε­ρά: μέ εὐ­λο­γί­ες πολ­λές καί σ’­αὐ­τή τήν ζω­ή, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως.

3 ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΑΦΘΑΡΤΟΙ

Τέ­λος ὁ Κύ­ριος μᾶς κά­νει μιά τρί­τη συμ­φω­νί­α. Θέ­λε­τε μᾶς λέ­γῃ νά ἀ­πο­κτή­σε­τε θη­σαυ­ρούς πού νά μή χά­σουν πο­τέ τήν ἀ­ξί­α τους; Τό­τε νά θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Νά θη­σαυ­ρί­ζε­τε στήν ψυ­χή σας ἀ­ρε­τές αἰ­ώ­νι­ες. Τό­τε καί μό­νον τό­τε αὐ­τές δέν πρό­κει­ται νά χά­σουν τήν ἀ­ξί­α τους. Ἀλ­λά θά τίς ἔ­χε­τε ὡς πο­λύ­τι­μη κλη­ρο­νο­μιά στήν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.

Δι­ό­τι τά ὑ­λι­κά πλού­τη μᾶς λέ­γει, δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά πλού­τη. Φθεί­ρον­ται, κα­τα­στρέ­φον­ται ἤ χά­νον­ται ἀ­πό δι­ά­φο­ρα αἴ­τια. Ἡ σή­ψι κα­τα­στρέ­φει τρό­φι­μα καί ροῦ­χα, οἱ κλέ­πτες τό χρυ­σά­φι καί τό ἀ­σή­μι. Ἀλ­λά κι ἄν ἀ­κό­μη δέν χά­σῃ κα­νείς τά χρή­μα­τά του ἀ­πό κλέ­φτες θά ἔ­χῃ δια­ρκῶς τήν ἀ­γω­νί­α μή τοῦ τά κλέ­ψουν. Καί τό σκου­λί­κι τῆς ἀ­γω­νί­ας καί τοῦ ἄγ­χους θά τρώ­ῃ κα­θη­με­ρι­νά τά σπλάγ­χνα του.

Γι­’­αὐ­τό λοι­πόν, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, νά στρέ­ψου­με τό βλέμ­μα μας στόν οὐ­ρα­νό καί νά ἐ­πι­θυ­μή­σου­με τούς πνευ­μα­τι­κούς θη­σαυ­ρούς, τίς ἀ­ρε­τές τῆς ψυ­χῆς. Νά ἀ­γα­πή­σου­με τόν Θε­ό καί τήν βα­σι­λεί­α του πά­νω ἀ­πό ὅ­λα. Ἀλ­λι­ῶς, ἐ­άν ἡ καρ­διά μας εἶ­ναι προ­σκολ­λη­μέ­νη στά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, θά τά χά­σου­με καί τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά καί τά πνευ­μα­τι­κά καί αἰ­ώ­νια. Λέ­γει σχε­τι­κά καί ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: Αὐ­τός πού ζη­τά­ει τήν γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό θά χά­σῃ καί τήν γῆ. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος πού προ­τι­μά­ει τόν οὐ­ρα­νό ἀ­πό τήν γῆ θά ἀ­πο­λά­υ­σῃ καί τά δύ­ο σέ μέ­γι­στο βαθ­μό. Τί θέ­λου­με λοι­πόν; Νά τά χά­σου­με ὅ­λα; Ἤ νά τά κερ­δί­σου­με ὅ­λα, ὅ­σα πραγ­μα­τι­κά ἀ­ξί­ζουν; Ἀσφαλῶς τό δεύ­τε­ρο. Τό­τε λοι­πόν «ἄ­νω σχῶ­μεν τά καρ­δί­ας».