ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

 xeiros

1. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΔΙ­ΛΗΜ­ΜΑΤΑ

Σή­με­ρα Κυ­ρι­α­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει μιά χορεία ἁ­γί­ων μορ­φῶν τῆς πί­στε­ως στήν πρό Χρι­στοῦ ἐ­πο­χή, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­δω­σαν σκλη­ρές μά­χες, καί ὑ­πέ­στη­σαν φρι­κτά μαρ­τύ­ρι­α, προ­κει­μέ­νου νά μεί­νουν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στήν πί­στη τους στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Πρῶ­τον ἀ­π’ ὅ­λους ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐγ­κω­μι­ά­ζει τόν Μωυ­σῆ. Καί λέ­ει ὅ­τι αὐ­τός, ἐ­πει­δή εἶ­χε πολ­ύ με­γά­λη πί­στη στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, ὅ­ταν με­γά­λω­σε καί ἔ­γι­νε ἄν­δρας, ἀρ­νή­θη­κε νά ὀ­νο­μά­ζε­ται βα­σι­λό­που­λο, γυι­ός τῆς κό­ρης τοῦ Φα­ρα­ώ. Προ­τί­μη­σε νά κα­κο­πα­θεῖ μέ τό λα­ό τοῦ Θε­οῦ πα­ρά νά ἔ­χει πρό­σκαι­ρη ἀ­πό­λαυ­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, νά ζεῖ δη­λα­δή ἄ­νε­τα καί μέ τι­μές ὡς Αἰ­γύ­πτι­ος ἄρ­χον­τας μα­ζί μέ τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού κα­τα­πί­ε­ζαν τούς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του. Θε­ώ­ρη­σε με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το ἀ­πό τούς θη­σαυ­ρούς τῆς Αἰ­γύ­πτου τίς πε­ρι­φρο­νή­σεις πού ἔ­μοι­α­ζαν μέ τόν ὀ­νει­δι­σμό πού ὑ­πέ­στη ὁ Χρι­στός· «μεί­ζο­να πλοῦ­τον ἡ­γη­σά­με­νος τὸν ὀ­νει­δι­σμὸν τοῦ Χρι­στοῦ». Δι­ό­τι εἶ­χε καρ­φω­μέ­να τά μά­τι­α του στίς οὐ­ρά­νι­ες ἀν­τα­μοι­βές.

Ἐ­μεῖς βέ­βαι­α σή­με­ρα δέν μπο­ροῦ­με νά κα­τα­νο­ή­σου­με ἐ­πα­κρι­βῶς τί σή­μαι­νε γι­ά τόν Μω­υ­σῆ αὐ­τή ἡ ἐ­πι­λο­γή πού ἔ­κα­νε. Στό σταυ­ρο­δρό­μι τῆς ζω­ῆς του ἔ­πρε­πε νά δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο τρό­πους ζω­ῆς. Ἀ­πό τή μί­α τά ἀ­νά­κτο­ρα καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη τά βο­σκο­τό­πι­α. Κι ἐ­νῶ εἶ­χε ζή­σει ὅ­λα τά παι­δι­κά του χρό­νι­α μέ­σα στά πλού­τη καί τίς ἀ­νέ­σεις, μέ ὑ­πη­ρέ­τες καί παι­δα­γω­γούς, μέ τι­μές καί δό­ξες, τά ἀρ­νή­θη­κε ὅ­λα αὐ­τά γι­ά νά μή χά­σει τήν πί­στη του. Καί πλή­ρω­σε πο­λύ ἀ­κρι­βά αὐ­τή τήν ἐ­πι­λο­γή του. Ἀ­πό πρίγκηπας ἔ­γι­νε βο­σκός, ἀ­πό πάμ­πλου­τος, φτω­χός. Γι­α­τί ὅ­μως τό ἔ­κα­νε αὐ­τό; Δι­ό­τι κα­τα­νο­οῦ­σε ὅ­τι μέ­σα στά ἀ­νά­κτο­ρα κιν­δύ­νευ­ε νά χά­σει τήν πί­στη του. Σκέ­φθη­κε κα­λά καί ἀ­πο­φά­σι­σε. Τί ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο; Ἡ κο­σμι­κή του κα­τα­ξί­ω­ση, ἤ ἡ πί­στη του στόν Θε­ό; Καί πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­σή του. Τί θά ἦ­ταν ἄ­ρα­γε ὁ Μω­υ­σῆς, ἐ­άν ἐ­πέ­λε­γε τίς ἐγ­κό­σμι­ες ἀ­πο­λαύ­σεις; Τό πολύ ἕ­νας ἀν­τι­βα­σι­λεύς τῆς Αἰ­γύ­πτου πού θά χα­νό­ταν κι αὐ­τός στήν ἱ­στο­ρί­α ὅ­πως τό­σοι ἄλ­λοι. Αὐ­τός ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά μεί­νει πι­στός στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Κι ὁ Θε­ός δέν τόν ἄ­φη­σε. Τοῦ ἔ­δω­σε μο­να­δι­κή θέ­ση, τι­μή, καί ἀ­πο­στο­λή. Τόν ἀ­ξί­ω­σε νά ἀ­κού­ει τή φω­νή του, νά μι­λά­ει μα­ζί Του, νά δέ­χε­ται τό­σο με­γά­λες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις, νά κά­νει τό­σο ἐκ­πλη­κτι­κά θαύ­μα­τα, νά ὁ­δη­γή­σει τό λα­ό του στή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας.

Ὁ Μω­υσῆς μέ­σα ἀ­πό τά βά­θη τῶν αἰ­ώ­νων ἄ­φη­σε σέ ὅ­λους μας ἕ­να με­γά­λο δί­δαγ­μα. ὅ­τι γι­ά τήν πί­στη μας ἀ­ξί­ζει νά στε­ρη­θοῦ­με τά πάν­τα, κα­θετί πού στέ­κε­ται ἐμ­πό­δι­ο στήν πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­α. Καί χρή­μα­τα καί δό­ξα καί τι­μές. Κι ἄν οἱ ἄλ­λοι γύ­ρω μας δέν κα­τα­νο­οῦν τήν ἐ­πι­λο­γή μας καί μᾶς πε­ρι­φρο­νή­σουν, θά μᾶς δο­ξά­σει ὁ Θε­ός. Καί θά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά ἔ­χου­με τέ­τοι­ες εὐ­λο­γί­ες στή ζω­ή μας πού πο­τέ δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τίς φαν­τα­σθοῦ­με. Ἀρ­κεῖ νά μέ­νου­με ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τοι στήν πί­στη μας, στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας, στήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας.

2. ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στή συ­νέ­χει­α ἐ­ξι­στο­ρεῖ τά ἀν­δρα­γα­θή­μα­τα ἀλ­λά καί τά φο­βε­ρά μαρ­τύ­ρι­α πού ὑ­πέ­στη­σαν πολ­λοί ἅ­γι­οι ἄν­δρες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, προ­φῆ­τες καί δί­και­οι. Καί λέ­ει ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοί «δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λεί­ας», ἐ­πει­δή εἶ­χαν με­γά­λη πί­στη, κα­τα­πο­λέ­μη­σαν καί ὑ­πέ­τα­ξαν βα­σί­λει­α, κυ­βέρ­νη­σαν μέ δι­και­ο­σύ­νη, πέ­τυ­χαν τήν πραγ­μα­το­ποίη­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων τοῦ Θε­οῦ, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λι­ον­τα­ρι­ῶν, ἔ­σβη­σαν τήν κα­τα­στρε­πτι­κή δύ­να­μη τῆς φω­τι­ᾶς, γλύ­τω­σαν ἀ­π’ τή σφα­γή, σώ­θη­καν ἀ­πό ἀρ­ρώ­στι­ες, ἀ­να­δεί­χθη­καν ἀ­νί­κη­τοι στόν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σέ φυ­γή ἐ­χθρι­κά στρα­τεύ­μα­τα.

Ἄλ­λοι πά­λι βα­σα­νί­στη­καν σκλη­ρά μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δή δέν δέ­χθη­καν νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη τους. Κι ἄλ­λοι δο­κί­μα­σαν ἐμ­παιγ­μούς καί μα­στι­γώ­σεις, δε­σμά καί φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­σθη­καν, σφα­γι­ά­σθη­καν. Κά­ποι­οι ἔ­ζη­σαν μέ­σα σέ στε­ρή­σεις, θλί­ψεις καί κα­κο­πά­θει­ες. Πε­ρι­φέ­ρον­ταν σάν με­τα­νά­στες στίς ἐ­ρη­μι­ές, στά βου­νά καί στίς σπη­λι­ές τῆς γῆς. Ὅ­μως ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δέν ἄ­ξι­ζε ὅ­σο οἱ ἅ­γι­οι αὐ­τοί ἄν­δρες, κι οὔ­τε μπο­ρεῖ νά συγ­κρι­θεῖ μ’ αὐ­τούς.

Καί νά σκε­φθεῖ κα­νείς ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τά ἀ­να­φέ­ρει ὅ­λα αὐ­τά γι­ά μορ­φές τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Τί θά ἔ­γρα­φε ἄ­ρα­γε σή­με­ρα γι­ά τά ἀ­μέ­τρη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων πού ἔ­χυ­σαν τό αἷ­μα τους γι­ά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας; Τί θά ἔ­λε­γε γι­ά τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες, τούς ἀ­κα­τα­μά­χη­τους ὁ­μο­λο­γη­τές, τούς καλ­λί­νι­κους Μάρ­τυ­ρες, τούς λαμ­προύς Πα­τρι­άρ­χες, τούς εὐ­λα­βεῖς ἱ­ε­ρεῖς, τούς ὁ­σί­ους μο­να­χούς καί ἀ­σκη­τές; Δι­ό­τι ἀ­μέ­τρη­τοι ἀ­π’ αὐ­τούς ὑ­πέ­στη­σαν μαρ­τύ­ρι­α ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρα καί ὀ­δυ­νη­ρό­τε­ρα ἀ­πό αὐ­τά τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης.

Κι ὅ­λοι αὐ­τοί ἀ­πό τά ὕ­ψη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δο­ξα­σμέ­νοι, μέ­σα στό φῶς τοῦ Θε­οῦ μᾶς κα­λοῦν νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τό δι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα. Ἄς ἀ­κού­σου­με λοι­πόν τή φω­νή τους κι ἄς τούς ἀ­κο­λου­θή­σου­με στήν αὐ­τα­πάρ­νη­σή τους, στή στα­θε­ρό­τη­τά τους, στήν πί­στη τους. Σέ μι­ά ἐ­πο­χή συγ­κρη­τι­σμοῦ, ὅ­που οἱ αἱ­ρέ­σεις καί οἱ πλά­νες κυ­ρι­αρ­χοῦν, σέ μι­ά ἐ­πο­χή πού ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α πο­λε­μεῖ­ται τό­σο σκλη­ρά καί τό­σο ὕ­που­λα, ἔ­χου­με χρέ­ος νά συ­νε­χί­σου­με ἐ­μεῖς τή δι­κή τους ἀ­πο­στο­λή. Νά μεί­νου­με ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τοι στίς πα­ρα­δό­σεις τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας καί νά τη­ρή­σου­με τή δι­κή τους ὑ­πό­σχε­ση: «Οὐκ ἀρ­νη­σό­με­θά σε, φί­λη Ὀρ­θο­δο­ξί­α». Ὅ,τι κι ἄν αὐ­τό μᾶς κο­στί­σει.