ΧΡΙ­ΣΤΟΣ Η ΑΡ­ΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕ­ΛΟΣ

 troulos

1. Α­ΠΟ ΤΑ ΠΡΟ­ΣΚΑΙ­ΡΑ ΣΤΑ ΑΙ­Ω­ΝΙ­Α

Στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Β΄ Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Νη­στει­ῶν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς δι­α­τυ­πώ­νει ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά ἕ­να με­γά­λο μυ­στή­ρι­ο τῆς πί­στε­ώς μας: ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός δέν εἶ­ναι μό­νον ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά εἶ­ναι καί ὁ προ­αι­ώ­νι­ος καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τος Θε­ός. Καί τε­κμη­ρι­ώ­νει τή με­γά­λη αὐ­τή δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θει­α ἀ­να­φέ­ρον­τας ἕ­να χω­ρί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης πού ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ καί λέ­ει: Ἐ­σύ Κύ­ρι­ε, στήν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας θε­με­λί­ω­σες τή γῆ στό οὐ­ρά­νι­ο στε­ρέ­ω­μα, καί «ἔρ­γα τῶν χει­ρ­ῶν σου εἰσίν οἱ οὐ­ρα­νοί». «Αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σὺ δὲ δι­α­μέ­νεις». Αὐ­τοί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν καί τό σχῆ­μα τους θά ἀλ­λά­ξει. Ἐ­σύ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­με­τά­βλη­τος. Ὅ­λος ὁ κό­σμος σάν ἔν­δυ­μα θά πα­λι­ώ­σει. Κι ἐ­σύ θά τόν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σάν ροῦ­χο καί θά γί­νει και­νούρ­γι­ος. Ἐ­σύ ὅ­μως, εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­δι­ος καί τά ἔ­τη σου θά εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Στή συ­νέ­χει­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­ξη­γεῖ ὅτι ὁ Κύ­ρι­ός μας εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους θέ­τον­τας τό ἑ­ξῆς ἐ­ρώ­τη­μα: Σέ ποι­όν ἀ­π’ τούς ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τέ ὁ Θε­ός Πα­τήρ: Κά­θι­σε στά δε­ξι­ά μου, μέ­χρι νά ὑ­πο­τά­ξω τούς ἐ­χθρούς σου καί νά τούς βά­λω κά­τω ἀ­πό τά πό­δι­α σου; Σέ κα­νέ­να. Μό­νο στόν Υἱ­ό του τό εἶ­πε.

Δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νι­ος Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γός τῆς κτί­σε­ως. Αὐ­τός δη­μι­ούρ­γη­σε τόν οὐ­ρα­νό καί τή γῆ καί ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη. Ὅ­λα μέ­σα στήν κτί­ση φθεί­ρον­ται, χά­νον­ται καί γη­ρά­σκουν. Καί τό σύμ­παν ὁ­λό­κλη­ρο εἶ­ναι ὑ­πό­δου­λο στή φθο­ρά καί ὁ­δη­γεῖ­ται πρός τό τέ­λος του. Ἀλ­λά καί ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων δι­αρ­κῶς με­τα­βάλ­λε­ται. Βα­σι­λεῖ­ες καί αὐ­το­κρα­το­ρί­ες ἐμ­φα­νί­ζον­ται, ἀ­κμά­ζουν, πα­ρα­κμά­ζουν καί τε­λι­κά ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται. Ὅ­λα κά­πο­τε τε­λει­ώ­νουν. Καί οἱ ἐγ­κό­σμι­ες ἐ­πι­τυ­χί­ες σβή­νουν. Οἱ γε­νι­ές δι­α­δέ­χον­ται ἡ μί­α τήν ἄλ­λη. Κι ἐ­μεῖς ὁ­λο­έ­να ἀλ­λά­ζου­με. Στόν κό­σμο αὐ­τό, ὅ­λοι εἴ­μα­στε προ­σω­ρι­νοί. Ἤ­μα­σταν παι­δι­ά, με­γα­λώ­σα­με, θά γε­ρά­σου­με, θά φύ­γου­με. Ἡ ζω­ή μας κλί­νει πρός τή δύ­ση της. Θά πε­θά­νου­με καί τό σῶ­μα μας θά δι­α­λυ­θεῖ στόν τά­φο. Ἀλ­λά με­τά ἀ­πό τόν μα­κρύ αὐ­τόν ὕ­πνο μας θά εἰσέλθουμε στήν αἰώνια ζωή.

Ἄς μήν ἀ­φή­νου­με λοι­πόν τήν καρ­δι­ά μας νά προ­σκολ­λᾶ­ται στά ἐ­πί­γει­α καί φθαρ­τά, πού φεύ­γουν καί χά­νον­ται, στόν μά­ται­ο αὐ­τό κό­σμο πού δύ­ει. Ἀλ­λά νά ζοῦ­με μέ τόν πό­θο καί τήν ἀ­γά­πη γι­ά τόν ἀσυκρίτως ἀνώτερο ἐ­κεῖ­νο κό­σμο πού θά ἀ­να­τεί­λει, τόν αἰ­ώ­νι­ο καί ἄ­φθαρ­το καί ἀ­λη­θι­νό. Νά πο­θοῦ­με τόν οὐ­ρα­νό καί τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ νά στρέ­φου­με τή σκέ­ψη μας καί τήν ζω­ή μας. Ἐ­κεῖ νά εἶ­ναι τά ὄ­νει­ρά μας καί οἱ προσ­δο­κί­ες μας. Καί νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε ἄ­γρυ­πνοι γι­ά νά τήν κα­τα­κτή­σου­με.

2. ΝΑ ΠΡΟ­ΣΕ­ΧΟΥ­ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟ­ΓΟΥΣ ΤΟΥ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στή συ­νέ­χει­α μᾶς θέ­τει ἐ­νώ­πι­ον τῆς εὐ­θύ­νης μας. Ἀ­φοῦ λοι­πόν, λέ­ει, ὁ Κύ­ρι­ός μας εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νι­ος Θε­ός, «δι­ά τοῦ­το δεῖ πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τοῖς ἀ­κου­σθεῖ­σι». Πρέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρο νά προ­σέ­χου­με σ’­αὐ­τά πού ἀ­κού­σα­με καί εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Δι­ό­τι ἐ­άν δέν προ­σέ­ξου­­με, δι­α­τρέ­χου­με τόν κίν­δυ­νο νά πα­ρα­συρ­θοῦ­με καί νά πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας, ἄν μᾶς συμ­βεῖ αὐ­τό. Δι­ό­τι, ἄν ὁ νό­μος πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Μω­ϋ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων, ἀ­πο­δεί­χθη­κε βέ­βαι­ος, καί κά­θε πα­ρά­βα­σή του τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α, πῶς ἐ­μεῖς θά ξε­φύ­γου­με τήν τι­μω­ρί­α, ἐ­άν ἀ­με­λή­σου­με γιά μί­α τό­σο σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Ἡ σω­τη­ρί­α αὐ­τή ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νά κη­ρύτ­τε­ται ἀ­π’ τόν ἴ­δι­ο τόν Κύ­ρι­ο, μᾶς πα­ρα­δό­θη­κε ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους πού τήν ἄ­κου­σαν ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πό τόν Κύ­ρι­ο.

Στό ἱ­ε­ρό αὐ­τό κεί­με­νο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ, ὅ­τι κιν­δυ­νεύ­ου­με νά χά­σου­με τή σω­τη­ρί­α μας, ἐ­άν δέν δεί­ξου­με τήν ἀ­νά­λο­γη προ­σο­χή στίς θεῖ­ες ἀ­λή­θει­ες πού μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Κύ­ρι­ος. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νά τίς συ­νη­θί­σου­με καί σι­γά-σι­γά νά χά­σου­με τό δρό­μο μας. Καί τό­τε θά εἴ­μα­στε ἀ­να­πο­λό­γη­τοι τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως. Δι­ό­τι δέν μπο­ροῦ­με νά παί­ζου­με μέ τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ καί νά τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­με.

Γι’ αὐ­τό ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος μᾶς ζη­τᾶ νά δεί­ξου­με σο­βα­ρό­τη­τα καί ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα ἀ­πέ­ναν­τι στό νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Νά τόν ἀ­κοῦ­με μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον. Πό­σες φο­ρές ἀ­κοῦ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α τό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λι­ο ἤ κά­ποι­ο κή­ρυγ­μα, πό­σες φο­ρές δι­α­βά­ζου­με στό σπί­τι μας τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἤ κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό βι­βλί­ο;­. Κά­θε φο­ρά λοι­πόν πού ἀ­κοῦ­με τόν θεῖ­ο λό­γο, νά κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι με­γί­στης σπου­δαι­ό­τη­τος. Καί γι’ αὐ­τό νά τόν ἀ­κοῦ­με μέ πί­στη καί φό­βο Θε­οῦ. Νά τόν με­λε­τοῦ­με συ­χνά καί μέ προ­σο­χή, συγ­κρα­τών­τας τά θεῖ­α νο­ή­μα­τα στή μνή­μη μας καί στίς καρ­δι­ές μας. Κι ἔτ­σι νά εὐ­θυ­γραμ­μί­ζου­με τή ζω­ή μας μέ τό θεῖ­ο νό­μο. Γι­ά νά μή χά­σου­με τήν ψυ­χή μας, ἀλ­λά νά κερ­δί­σου­με τήν σω­τη­ρί­α μας καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά ζή­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τόν Κύ­ρι­ο στή βα­σι­λεί­α του αἰ­ω­νί­ως.