Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Στό ρητό· πρόσεχε στόν ἑαυτό σου, Κεφάλαια δώδεκα
Κεφάλαιο ὄγδοο (β)
«Ἄν καί ἔγινε τέλειος μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα, εἶναι σάν νά συμπλήρωσε πολλά χρόνια• διότι ἡ ψυχή του ἦταν εὐάρεστη στόν Κύριο• γι’ αὐτό βιάστηκε νά φύγει ἀνάμεσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη πονηρία. Οἱ λαοί ὅμως εἶδαν καί δέν κατάλαβαν τήν αἰτία, οὔτε ἔβαλαν στό νοῦ τους τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι χάρη καί ἔλεος στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, καί ἐπίσκεψη στούς ἀφοσιωμένους σ’ αὐτόν. Θά κατηγορήσει καί θά δικάσει ὁ δίκαιος, ὅταν πεθάνει, τούς ἀσεβεῖς πού ζοῦν, καί ὁ νέος, πού ἔφτασε στήν τελειότητα, τά πολύχρονα γηρατειά τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου. Διότι θά δοῦν τόν πρόωρο θάνατο τοῦ σοφοῦ καί δέ θά καταλάβουν τί ἀποφάσισε ὁ Θεός γι’ αὐτόν, καί πώς τόν προστάτευσε καί τόν ἐξασφάλισε ὁ Κύριος. Θά δοῦν τόν πρόωρο θάνατο τοῦ σοφοῦ καί θά τόν ἐλεεινολογήσουν, ἀλλά ὁ Κύριος θά γελάσει μ’ αὐτούς καί θά τούς ἐμπαίξει, καί θά καταντήσουν ἔπειτα ἀπ’ αὐτά πτῶμα περιφρονημένο καί αἰώνια ἀτιμία ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Διότι ὁ Κύριος θά τούς συντρίψει καί θά τούς ρίξει κάτω πρηνεῖς καί ἄφωνους, καί θά τούς συγκλονίσει ἀπό τά θεμέλια, καί θά γίνουν χέρσοι, χωρίς ἀπογόνους, ὡς τόν τελευταῖο τῆς γενιᾶς τους, καί θά βρίσκονται μέσα σέ ὀδύνη, καί ἡ ἀνάμνησή τους θά ἐξαφανιστεῖ. Θά θυμηθοῦν τά ἁμαρτήματά τους τρομαγμένοι καί ὁ Κύριος θά ἐλέγξει ἐνώπιόν τους τίς παρανομίες τους. Τότε θά σταθεῖ ὁ δίκαιος μέ πολλή παρρησία μπροστά σ’ αὐτούς πού τόν καταπίεσαν καί καταπάτησαν τούς κόπους του. Ὅταν τόν δοῦν, θά ταραχθοῦν κυριευμένοι ἀπό τρομερό φόβο, καί θά καταπλαγοῦν γιά τήν ἀπίστευτη σωτηρία του. Καί θά ὁμολογήσουν μέσα τους μετανοώντας καί θά ἀναστενάζουν ἀπό τό ψυχικό βάρος, λέγοντας• Αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού κάποτε περιγελούσαμε καί τόν εἴχαμε κάνει ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι παροιμία γιά χλευασμό• νομίσαμε ὅτι ἡ ζωή του ἦταν μία ἀνοησία καί ὅτι ὁ θάνατός του ἦταν ἄδοξος. Πῶς ὅμως τώρα κατατάχθηκε ἀνάμεσα στούς υἱούς τοῦ Θεοῦ, καί πῶς ἡ θέση του βρίσκεται ἀνάμεσα στούς Ἁγίους; Λοιπόν πλανηθήκαμε μακριά ἀπό τό δρόμο τῆς ἀλήθειας, καί τό φῶς τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαμψε πάνω σ’ ἐμᾶς, καί ὁ ἥλιος δέν ἀνέτειλε γιά μᾶς. Στούς δρόμους τῆς ζωῆς μας χορτάσαμε ἀπό τήν ἀνομία καί τήν ἀπώλεια, καί διασχίσαμε χῶρες ἔρημες καί ἀδιάβατες, ἀλλά τό δρόμο τοῦ Κυρίου δέν τόν γνωρίσαμε. Τί μᾶς ὠφέλησε ἡ ὑπερηφάνεια; Καί τί μᾶς βοήθησε ὁ πλοῦτος πού συνοδευόταν ἀπό τήν ἀλαζονεία; Πέρασαν ὅλα ἐκεῖνα σάν σκιά καί σάν εἴδηση πού ἔρχεται καί φεύγει· σάν πλοῖο πού διασχίζει τά ταραγμένα νερά τῆς θάλασσας, τό ὁποῖο ὅταν περάσει δέν μπορεῖς νά βρεῖς σημάδι ἀπ’ τό πέρασμά του, οὔτε τό δρόμο πού ἀφήνει ἡ καρίνα του, ἀνάμεσα στά κύματα. Ἤ σάν ἕνα ἄγριο πουλί πού πέταξε καί ἔσχισε τόν ἀέρα, χωρίς νά ἀφήνει κανένα ἴχνος ἀπό τό πέταγμά του, καί μέ τό χτύπημα τῶν φτερῶν του μαστιγώνει τόν ἐλαφρό ἀέρα καί τόν σχίζει μέ τήν ὁρμή τῆς βοῆς ἀπό τά κινούμενα φτερά του, καί πετά μέσα στόν ἀέρα καί ἔπειτα δέ βρίσκεται κανένα σημάδι σ’ αὐτόν ἀπό τό πέρασμά του.» (Τά κείμενα πού δημοσιεύουμε εἶναι παρμένα ἀπό τό ἔργο: «Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμος 2ος τῶν ἐκδόσεων «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 79 κ.ἑ.)