ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΜΑΣ

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Μαρτίου 2018, Γ΄ Νηστειῶν – Σταυροπροσκυνήσεως: (Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Κα­θώς βρι­σκό­μα­στε στό μέσο τῆς ἁ­γί­ας καί με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει στούς ἱ­ε­ρούς Να­ούς μας τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μᾶς κα­λεῖ νά τόν προ­σκυ­νή­σου­με μέ δέ­ος καί πί­στη καί νά πά­ρου­με χά­ρη πολ­λή καί δύ­να­μη γιά τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να πού δι­ε­ξά­γου­με τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή.

1. ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ!

Λί­γες ἑ­βδο­μά­δες πρίν ἀ­πό τό πά­θος του ὁ Κύ­ριος κά­λε­σε τούς μα­θη­τές του καί τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ γι­ά νά τούς πεῖ λό­για βα­ρυ­σή­μαν­τα γιά τή ζω­ή τους καί τή ζω­ή ὅ­λων μας. Ὅ­ποι­ος θέ­λει, εἶ­πε, νά μέ ἀ­κο­λου­θή­σει καί νά γί­νει μα­θη­τής μου, ἄς ἀ­παρ­νη­θεῖ τόν ἑ­αυ­τό του, κι ἄς πά­ρει τή στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­ση νά ὑ­πο­στεῖ γιά μέ­να ὄ­χι μό­νο κά­θε θλί­ψη καί δο­κι­μα­σί­α ἀλ­λά καί θά­να­το σταυ­ρι­κό, καί τό­τε ἄς μέ ἀ­κο­λου­θεῖ.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ὅ­μως ἀ­παρ­νοῦ­μαι τόν ἑ­αυ­τό μου; Ση­μαί­νει δύ­ο πράγ­μα­τα. Πρῶ­τα ὅ­τι νεκρώνω τόν πα­λαι­ό ἑ­αυ­τό πού κρύ­βω μέ­σα μου, τόν διαγράφω ἀ­π’τή ζω­ή μου. Παύ­ω νά ὑ­πάρ­χω γι’ αὐ­τόν. Ἀρ­νοῦ­μαι δη­λα­δή καί νε­κρώ­νω τό θέ­λη­μα, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τίς ρο­πές τοῦ πα­λαι­οῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­κό­μη κι ἄν τόν δῶ νά ἐ­πα­να­στα­τεῖ, νά ἀν­τι­δρᾶ, νά ἐ­πι­ζη­τεῖ μέ μα­νί­α καί ἐ­πι­μο­νή κά­θε τι ἁ­μαρ­τω­λό, ἐ­γώ δέν ὑ­πο­κύ­πτω, δέν τοῦ δί­νω ση­μα­σί­α. Ἔ­χω ἀρ­νη­θεῖ ὄ­χι μό­νο κά­τι ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μου, ἀλ­λά ὅ­λο τόν πα­λαι­ό ἑ­αυ­τό μου.

Ἀρ­νοῦ­μαι τόν πα­λαι­ό ἑ­αυ­τό μου ση­μαί­νει ταυ­τό­χρο­να ὅτι ὑ­πο­τάσ­σο­μαι στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­κο­λου­θῶ τόν Κύ­ριο ὅ­που μέ ὁ­δη­γεῖ. Καί ὑ­πο­μέ­νω ὅ­λες τίς θλί­ψεις πού ἐ­πι­τρέ­πει στή ζω­ή μου γιά τόν ἐ­ξα­για­σμό μου. Μέ­χρι τό ση­μεῖ­ο νά πε­ρι­φρο­νῶ ἀ­κό­μη καί τό θά­να­το. Δι­ό­τι αὐ­τό ση­μαί­νει νά ση­κώ­νω δια­ρκῶς τό σταυ­ρό τῶν θλί­ψε­ων καί τῆς θυ­σί­ας. Ὅ­πως κά­θε κα­τά­δι­κος σή­κω­νε ὡς μελ­λο­θά­να­τος τό σταυ­ρό του, ἔ­τσι κι ἐ­γώ πρέ­πει νά ση­κώ­νω τό δι­κό μου σταυ­ρό πε­ρι­μέ­νον­τας τό μαρ­τύ­ριο. Μέ τήν ἀ­πό­φα­ση νά εἶ­μαι ἕ­τοι­μος σέ κά­θε στιγ­μή ἀρ­γά ἤ γρή­γο­ρα νά πε­θά­νω, ἄν μοῦ τό ζη­τή­σει ὁ Κύ­ριος. Καί νά προ­χω­ρῶ μέ τέ­τοι­α δι­ά­θε­ση ὄ­χι γιά λί­γο, ἀλ­λά γιά ὅ­λη μου τή ζω­ή. Νά ση­κώ­νω τό σταυ­ρό τῶν θλί­ψε­ων ὄ­χι ἀ­ναγ­κα­στι­κά ἐ­πει­δή δέν μπο­ρῶ νά κά­νω ἀλ­λι­ῶς, ἀλ­λά μέ χα­ρά κι ἐλ­πί­δα, μέ τή συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι ὁ δρό­μος τῆς ὑποταγῆς στό θέ­λη­μα τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο διαβαίνω σηκώνοντας τόν σταυρό τῶν θλί­ψε­ων εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κός δρό­μος πού ὁδηγεῖ στήν σωτηρία μου, στόν παράδεισο.

Ὅ­λη ἡ ζω­ή τοῦ Κυ­ρί­ου ἄλ­λω­στε ἦ­ταν μιά δια­ρκής αὐ­τα­πάρ­νη­ση, προ­σφο­ρά καί θυ­σί­α, πού κορυφώθηκε καί ὁλοκληρώθηκε στήν σταυρική του θυσία. Κι ἐπει­δή αὐτός πρῶτος ἐ­φάρ­μο­σε τήν τέ­λεια αὐ­τα­πάρ­νη­ση ζη­­τᾶ κι ἀ­πό ἐ­μᾶς νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με ὁλόψυχα τό πα­ρά­δειγ­μά του.

2. ΠΟΣΟ ΑΞΙΖΕΙ ΜΙΑ ΨΥΧΗ

Ὁ Κύ­ριος συ­νέ­χι­σε τή δι­δα­σκα­λί­α του λέ­γον­τας: Ὅποι­ος θέ­λει νά σώ­σει τή ἐ­πί­γεια ζω­ή του θά χά­σει τήν αἰ­ώ­νια. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως θυ­σιά­σει τή ζω­ή του γιά μέ­να καί το εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τός θά σώ­σει τήν ψυ­χή του. Δι­ό­τι τί θά ὠ­φε­λή­σει τόν ἄν­θρω­πο ἐ­άν κερ­δί­σει ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο καί χά­σει τήν ψυ­χή του; Καί τί μπο­ρεῖ νά δώ­σει ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα γιά νά τήν ἐ­ξα­γο­ρά­σει; Ὅ­ποι­ος ντρα­πεῖ ἐ­μέ­να καί τούς λό­γους μου ἐ­πει­δή φο­βᾶ­ται τούς χλευα­σμούς τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς ἀ­πο­στα­τη­μέ­νης καί ἁ­μαρ­τω­λῆς αὐ­­τῆς γε­νιᾶς, αὐ­τόν θά τόν ἀ­πο­κη­ρύ­ξω κι ἐγώ ὅ­ταν θά ἔλ­θω μέσα στή θεϊκή δόξα μαζί μέ τούς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους.

Καί ὁ Κύ­ριος ἐ­πι­σφρά­γι­σε τούς λό­γους του λέ­γον­τας: Πολ­λοί ἀ­πό ἐ­σᾶς πρίν πε­θά­νουν θά δοῦν νά θε­με­λι­ώ­νε­ται μέ δύ­να­μη ἀ­κα­τα­γώ­νι­στη ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ στή γῆ, δηλαδή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χριστοῦ.

Σ’ ΟΛΗ αὐ­τή τή δι­δα­σκα­λί­α του ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τῆς ψυχῆς μας. Καί τί λέει; Πό­σο ἀ­ξί­ζει ἡ ψυ­χή μας; Ἀ­νυ­πο­λό­γι­στα. Δέν συγ­κρί­νε­ται μέ ὅ­λα τά ἀ­γα­θά τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ. Ἔ­χει ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­ξί­α ἀ­π’ ὅ­λα τά πλού­τη τίς τι­μές καί τίς ἀ­πο­λαύ­σεις αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς. Γι­’­αὐ­τήν ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, γι­’­αὐ­τήν ἔ­χυ­σε τό αἷ­μα του ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό, καί μᾶς ἐ­ξα­γόρασε μέ τό τί­μιο αἷ­μα του. Κι ἐ­άν ἐ­μεῖς πε­ρι­φρο­νή­σου­με τό πο­λυ­τι­μό­τα­το αὐ­τό λύ­τρο πού ἔ­δω­σε ὁ Χρι­στός γιά τήν ψυ­χή μας, ἡ κα­τα­στρο­φή μας θά εἶ­ναι ἀ­ν­ε­πα­νόρ­θω­τη. Διότι ὅταν ἐ­μεῖς ἁ­μαρ­τά­νου­με συ­στη­μα­τικά καί ἀσύστολα, κιν­δυ­νεύ­ου­με νά χά­σου­με τήν ψυ­χή μας γιά πάν­τα στήν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση. Ἐ­κεῖ ἡ ψυ­χή θά χω­ρι­σθεῖ αἰ­ω­νί­ως ἀ­πό τόν Θε­ό, τή χά­ρη του καί τήν ἀ­γά­πη του καί θά βυ­θι­σθεῖ στό αἰ­ώ­νιο σκο­τά­δι. Γι­’­αὐ­τό λέ­ει ὁ Κύ­ριος ὅ­τι τό χει­ρό­τε­ρο κα­κό πού μπο­ροῦμε νά πάθουμε οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι τό νά χά­σουμε τήν ψυ­χή μας. Καί ἄν χάσουμε τήν ψυ­χή του, χάσαμε τόν Θε­ό, χάσαμε τόν ἑ­αυ­τό μας, χάσαμε τά πάν­τα. Κι αὐ­τή ἡ ἀ­πώ­λεια εἶ­ναι ἀ­με­τά­κλη­τη. Μή­πως ἔ­χου­με ἄλ­λη ψυ­χή; νά δώ­σου­με μί­α στήν ἁ­μαρ­τί­α καί μί­α στόν Θε­ό; Ἤ νά δώ­σου­με τή μί­α ἀν­τάλ­λαγ­μα γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς ἄλ­λης; Τά χρή­μα­τα καί τά κτή­μα­τα καί τά σπί­τια μπο­ροῦ­με νά τά ἀν­ταλ­λά­ξου­με. Τήν ψυ­χή ὅ­μως πο­τέ.

Καί δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά τήν χά­σου­με. Σ’ αὐ­τή τή ζω­­ή φο­βε­ρός πό­λε­μος δι­ε­ξά­γε­ται. Μέ λύσ­σα οἱ δαί­μο­νες ζη­τοῦν νά ἁρ­πά­ξουν καί νά κα­τα­σπα­ρά­ξουν τήν ψυ­χή μας. Ἄς ἀν­τι­στα­θοῦ­με λοιπόν κι ἄς ἀγωνι­σθοῦ­με. Ὥστε ὅταν κλείσουμε τά μάτια μας νά παρα­λά­βουν τήν ψυχή μας οἱ παμ­φώ­τει­νοι ἄγ­γε­λοι στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Θε­οῦ.