Ο ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΕΥΣ ΤΟΥ Ε­ΛΕ­ΟΥΣ

1. ΜΑΣ ΚΑΤΑΝΟΕΙ

Σή­με­ρα Κυ­ρι­α­κή τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α προ­βάλ­λει ἐμ­πρός μας τόν τί­μι­ο σταυ­ρό πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Κύ­ρι­ός μας πρό­σφε­ρε τήν μο­να­δι­κή καί ἀ­τί­μη­τη θυ­σί­α πού μᾶς ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο πρός τόν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεῖ στό Γολ­γο­θᾶ ὁ Χρι­στός μας προσφέρο­ν­τας τήν φο­βε­ρή ἐκείνη θυ­σί­α του, ἀ­ποκαλύφθηκε σέ μᾶς ὡς ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός ἀρ­χι­ε­ρεύς. Γι’ αὐ­τό καί τό ἀ­πο­­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­να­φέ­ρε­ται στό με­γά­λο αὐ­τό μυ­στή­ρι­ο τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης τοῦ σταυ­ρω­θέν­τος Κυ­ρί­ου μας.

Ἔ­χου­με με­γά­λο Ἀρ­χι­ε­ρέ­α, μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Αὐ­τός με­τά τή σταυ­ρι­κή του θυ­σί­α, τόν θά­να­το, τήν ἀ­νά­στα­σή του καί τήν ἀ­νά­λη­ψή του, ἔ­χει πλέ­ον εἰ­σέλ­θει στούς οὐ­ρα­νούς κι ἔ­φθα­σε στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Δι­ό­τι δέν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό ἄς κρα­τᾶ­με γε­ρά τήν πί­στη μας σ’ αὐ­τόν κι ἄς τήν ὁ­μο­λο­γοῦ­με πάν­το­τε. Καί μή πε­ρά­σει πο­τέ ἀ­πό τό νοῦ μας ὅ­τι, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι τώ­ρα στούς οὐ­ρα­νούς, δέν θά δεί­ξει ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ά μᾶς. Δι­ό­τι δέν ἔ­χου­με ἀρ­χι­ε­ρέ­α, πού δεί­­χνει ἀ­συμ­πά­θει­α στίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας. Ἀν­τί­θε­τα, ἐ­νῶ ὑ­ψώ­θη­κε τό­σο πο­λύ ὡς ἄν­θρω­πος δέν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γι­ά μᾶς, ἀλ­λά γνω­ρί­ζει ὅ­λα ὅ­σα μᾶς συμ­βαί­νουν. Ἄλ­λω­στε καί ὁ ἴ­δι­ος ὡς ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ ἀν­τι­με­τώ­πι­σε κά­θε εἴ­δους πει­ρα­σμό. Ἔ­χει δο­κι­μα­σθεῖ μέ κά­θε τρό­πο, χω­ρίς ὅ­μως νά δι­α­πρά­ξει καμ­μί­α ἁ­μαρ­τί­α. Γι’ αὐ­τό μᾶς πα­ρο­τρύ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἄς πλη­σι­ά­ζου­με μέ θάρ­ρος καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη στό βα­σι­λι­κό θρό­νο τῆς χά­ρι­τός του, γι­ά νά λά­βου­με συγ­χώ­ρη­ση γι­ά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας καί νά βροῦ­με ἔ­λε­ος καί χά­ρη καί ἄ­με­ση βο­ή­θει­α σέ κά­θε κρί­σι­μη ὥ­ρα τοῦ πει­ρα­σμοῦ.

Ἀ­πό τό θρό­νο του ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Κύ­ρι­ος θά μᾶς δω­ρί­σει πλού­σι­ο τό ἔ­λε­ός του. Δι­ό­τι καί ὁ ἴ­δι­ος ἔ­χει δε­χθεῖ κά­θε δο­κι­μα­σί­α, εἶ­ναι «πε­πει­ρα­μέ­νος κα­τὰ πάν­τα». Σ’­ὅ­λη του τή ζω­ή πό­σες δο­κι­μα­σί­ες, πε­ρι­φρο­νή­σεις, καί κα­τα­τρεγ­μούς δέν πέ­ρα­σε; Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως ὅ­ταν πρό­σφε­ρε τήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή του θυ­σί­α ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό δέ­χθη­κε ὅλα ἐ­κεῖ­να τά φρικτά μαρ­τύ­ρι­α. Ἐκεί­νη τή φο­βε­ρή ὥ­ρα πρό­σφε­ρε κα­τα­πλη­γω­μέ­νος τή θυ­σί­α του ὑποφέροντας πό­νους ὀδυνηρούς ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τό μαρ­τύ­ρι­ο ἀλλά ἀ­συγ­κρί­τως περισσό­τε­ρο ἀπό τίς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν παι­δι­ῶν του, πού βά­στα­ζε σάν νά ἦταν κα­κοῦρ­γος.

Γνω­ρί­ζει λοι­πόν ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πό δο­κι­μα­σί­ες, γνω­ρί­ζει τί θά πεῖ πό­νος. Ὁ ἀναμάρτητος δέ­χθη­κε τό­σους πει­ρα­σμούς. Γι’ αὐ­τό δεί­χνει κα­τα­νό­η­ση στίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, τούς πειρασμούς μας καί τίς δοκιμασίες μας. Μᾶς καταλαβαίνει, μᾶς συμπονᾶ, μᾶς ἀγαπᾶ. Καί μᾶς πε­ρι­­μέ­νει στό θρό­νο τῆς χά­ρι­τός του, στόν τί­μι­ο σταυ­ρό του, νά συγ­χω­ρή­σει τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας πού μᾶς τσα­κί­ζουν καί μᾶς ἀπογοητεύουν. Μᾶς περι­μέ­νει στό μυ­στή­ρι­ο τίς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως νά μᾶς ξε­κουράσει καί νά μᾶς εἰρηνεύσει. Μᾶς περιμένει στήν Ἁγία Τρά­πεζα νά μᾶς μεταγγίσει ζω­ή καί σωτηρία.

2. ΘΑ ΜΑΣ ΔΟΞΑΣΕΙ

Στή συ­νέ­χει­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς λέ­ει ὅ­τι κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στή ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἐπιτελεῖ τό ἱερό αὐτό ἔργο του γι­ά τήν ὠ­φέ­λει­α τῶν ἀν­θρώ­πων στήν τέλεση τῆς λα­τρεί­ας· γι­ά νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­ες γι­ά τή συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ λα­οῦ. Καί μπο­ρεῖ νά δεί­χνει συμ­πά­θει­α σ’ ὅ­σους ἁ­μαρ­τά­νουν, ἐ­πει­δή κι αὐ­τός ὡς ἄν­θρω­πος ἔ­χει πά­νω του ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­δυ­να­μί­ες. Καί γι’ αὐ­τό ὁ νό­μος τοῦ ἐ­πι­βάλ­λει νά προ­σφέ­ρει θυ­­σί­α ὄ­χι μό­νο γι­ά τίς ἁμαρτίες τοῦ λα­οῦ του, ἀλ­λά καί μί­α ἀκόμη θυ­σί­α γι­ά τίς δικές του ἁ­μαρ­τί­ες.

Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γον­τας ὅ­τι κα­νείς δέν παίρ­νει μό­νος του τήν ὑ­ψη­λή τι­μή τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, ἀλ­λά ὅ­ταν τόν κα­λέ­σει ὁ Θε­ός, ὅ­πως κά­λε­σε στό ἀ­ξί­ω­μα αὐ­τό τόν Ἀ­α­ρών. Ἔτ­σι καί ὁ Χρι­στός «οὐχ ἑ­αυ­τὸν ἐ­δό­ξα­σε γε­νη­θῆ­ναι ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ἀλ­λ’ ὁ λα­λή­σας πρὸς αὐ­τόν», δέν δό­ξα­σε μό­νος του τόν ἑ­αυ­τό του μέ τό νά γί­νει Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά τόν δό­ξα­σε ὁ Θε­ός Πα­τήρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ Υἱ­ός μου· Ἐ­γώ σέ γέν­νη­σα σή­με­ρα, ὅ­ταν σοῦ ἔ­δω­σα τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί τήν δό­ξα­σα μέ τήν ἀ­νά­στα­ση καί τήν ἐν­θρό­νι­σή σου ἐκ δε­ξι­ῶν μου. Καί σ’ ἄλ­λο μέ­ρος τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς λέ­ει: Ἐ­σύ εἶ­σαι ἱ­ε­ρέ­ας αἰ­ώ­νι­ος, πού σέ προτύπωνε ὁ Μελ­­χι­σε­δέκ.

Ὁ Κύριός μας λοιπόν δοξάστηκε καί ὡς ἄνθρωπος μέ θεϊκή δόξα ἀπό τόν Θεό Πατέρα του. Αὐ­τός πού τό­σο πο­λύ τα­πει­νώ­θη­κε ὡς ἄν­θρω­πος, τό­σο πο­λύ καί ὑ­ψώ­θη­κε. Ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἔ­δει­ξε ὑ­πα­κο­ή μέ­χρι θανά­του. Γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ὁ Θε­ός Πα­τήρ στε­φά­νω­σε τόν Κύ­­ρι­ό μας ὡς ἄν­θρω­πο μέ θε­ϊ­κή δό­ξα καί τι­μή. Καί τοῦ ἔ­δω­σε ἐ­ξου­σί­α στά ἐ­που­ρά­νι­α, τά ἐ­πί­γει­α καί τά κα­τα­χθό­νι­α. Ὥ­στε ὅ­λα τά λογικά ὄντα νά ἀ­να­γνω­ρί­σουν ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς.

Αὐ­τός λοι­πόν ὁ δρό­μος ἀ­πό τή θυ­σί­α στήν ὕ­ψω­ση, ἀ­πό τήν τα­πεί­νω­ση στή δό­ξα εἶ­ναι καί ὁ δρό­μος ὅ­λων τῶν πι­στῶν. Στόν ἀ­νη­φο­ρι­κό δρό­μο τοῦ Γολ­γο­θᾶ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λη­θι­νή ὕ­ψω­ση. Στό δρό­μο τῆς θυ­σί­ας καί τῆς τα­πει­νώ­σε­ως. Ὑ­ψω­νό­μα­στε ὅ­ταν θυ­σι­α­ζό­μα­στε. Ὅ­ταν ὑ­πο­μέ­νου­με πει­­ρα­σμούς, πε­ρι­φρο­νή­σεις, ἀ­δι­κί­ες. Ὅ­ταν μένουμε στό περιθώριο. Ὅ­ταν ὑ­πο­μέ­νου­με δί­πλα μας ἀν­θρώ­πους δύ­σκο­λους καί μέ­νου­με εἰ­ρη­νι­κοί ἀ­πέ­ναν­τί τους. Ὅ­ταν ὅ­σους μᾶς ἀ­δι­κοῦν ἤ μᾶς ἀν­τι­πα­θοῦν, τούς συγ­χω­ροῦ­με, τούς δεί­χνου­με ἀ­γά­πη. Βέ­βαι­α κά­τι τέ­τοι­ο δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο. Εἶ­ναι ὅ­μως ὁ μο­να­δι­κός δρό­μος πρός τή δό­ξα. Ἄς πάρουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τόν ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ. Γιά νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τήν ταπείνωση στή δόξα, τήν ἀλη­θινή καί αἰώνια.