Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ

 

1. ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ

Μόλις ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, ἀπό τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω στόν κόσμο ἕ­νας πατέρας ἔτρεξε κο­ν­τά του νά τοῦ πεῖ τό δρά­μα του: Δι­δάσκαλε, σοῦ ἔφερε τό γιό μου, πού τό κυρίευσε δαι­μο­νι­κό πνεῦμα καί τοῦ πῆ­ρε τή φωνή. Ὑπο­φέρει πολύ! Ὅ­ταν τόν πιάσει, τόν ρίχνει στή γῆ, τόν κάνει ν’ ἀ­φρί­ζει, νά τρίζει τά δό­ν­τια του καί τόν ἀφήνει ξερό καί ἀ­ναί­­σθητο. Πολλές φορές τόν ἔριξε στή φωτιά καί στό νε­ρό γιά νά τόν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τούς μα­­θη­τές σου νά τόν ἐλευθε­ρώ­σουν, ἀλλά δέν μπό­ρε­σαν.

Τότε ὁ Κύριος γεμᾶτος παράπονο ἀναφωνεῖ:

Ὦ γενεά πού παραμένεις ἄπιστη καί δι­ε­στραμμένη ἐνῶ τόσα θαύματα εἶδες! Μέχρι πότε θά εἶμαι μαζί σας καί θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τον μου ἐδῶ.

Μόλις ὅμως ἔφεραν τό νεό μπροστά στόν Κύριο, τό θέαμα ἔγινε φοβερό. Τό πο­νη­ρό πνεῦμα ἄρχισε νά συνταράζει μέ σπασμούς τόν νέο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔπεσε στή γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀ­φρούς ἀπό τό στόμα του.

ΔΕΝ μποροῦσε ὅμως νά πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυ­γές μποροῦσε νά βγάζει πολλές, πού συγκλόνιζαν τίς καρδιές ὅσων τόν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτός δέν μποροῦ­σε νά μιλήσει, νά ἐκφράσει τήν ἱκε­σί­α του στόν Κύριο, νά ζητήσει τή σωτηρία του. Κι ἀ­ντί γι’ αὐτόν ἐκφράζει τόν μύ­χι­ο πόθο τοῦ νέου ὁ πα­τέ­ρας του. Παρακαλεῖ ὁ πα­τέ­ρα­ς ἐπειδή δέν μπορεῖ νά παρακαλέσει τό παιδί.

Βέβαια ἐδῶ ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὅμως ὁ διάβολος καί μέ πολλούς ἄλλους τρό­πους ἐξουσιάζει τους ἀνθρώπους. Ἰδιαιτέρως στή δαι­μο­νο­κρα­τού­μενη ἐποχή μας, πόσοι νέοι ζοῦν μακριά ἀπ’ τόν Θεό καί ὑποφέρουν κυριευ­μέ­νοι ἀπό τά δαιμο­νι­κά τους πά­θη. Μαζί τους βα­­σα­νί­ζο­ν­ται καί οἱ γονεῖς τους. Κι ὅταν αὐ­­τοί εἶναι ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ ὑποφέ­ρουν ἀκό­μη περισ­σότερο κα­τα­νοώντας τήν κατάσταση τῶν παι­διῶν τους.

Ὁ πατέρας ὅμως τοῦ εὐαγγελίου δίνει σ’ὅλους αὐ­τούς τούς γονεῖς καί σ’ὅλους τούς πιστούς ἕνα μεγάλο δί­­δαγμα. Ὅταν τά παιδιά μας δέν μποροῦν ἤ δέν θέ­λουν νά προ­σευ­χη­θοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, νά προ­σ­ευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτά. Κάθε φορά πού βλέ­πουμε στούς ἱερούς ναούς μας, ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπό τή θεί­α λα­­τρεία χιλιάδες νέοι, νέοι πού ξενύχτησαν στά σκο­τει­νά κέν­­τρα τοῦ κόσμου, καί πολλοί ἔχασαν τή νεα­νι­κή τους δρο­σιά καί καθαρότητα ἄς προ­­­σευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐ­τούς. Ἄς πονέσουμε ἐ­μεῖς γιά τό δικό τους μαρτύριο. Ἄς κλά­ψου­με ἐ­μεῖς γιά τό δι­­­κό τους δράμα. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά δικά μας δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θά μαλα­κώ­σουν τίς ψυχές πολλῶν παι­δι­ῶν, θά φέρουν τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους.

2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ

Ὁ πατέρας συνεχίζει τήν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπο­­ρεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.

Ὅμως ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ ἐάν μπορεῖς νά πι­στευ­σεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατά σ’ἐκεῖνον πού πιστεύ­ει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας γεμᾶτος δάκρυα φωνά­ζει: Πι­στεύ­ω Κύριε, βοήθησε με στήν ὀλιγοπιστία μου.

Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ θεϊκή ἐξουσία λέει: Πνεῦ­μα ἄλαλο καί κου­φό, ἐγώ σέ δια­τά­ζω, βγές ἀπό αὐτόν, καί μή ξα­να­μπεῖς ποτέ μέσα του. Καί τό πονηρό πνεῦ­μα ἀφοῦ ἔ­κρα­ξε καί συντάραξε τό νέο ἔφυγε ἀφήνο­ν­τάς τον κάτω στή γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Κύριος τόν ἔ­πι­­ασε ἀπό τό χέρι καί τόν σήκωσε. Οἱ μα­θητές τώ­ρα ἔκ­πλη­κτοι τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέ­ρως: Γιατί Κύριε ἐμεῖς δέν μπο­ρέσαμε νά βγάλουμε τό πονηρό πνεῦμα; Κι ἐ­κεῖ­νος ἀπαντᾶ: Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμο­νί­ου δέν φεύγει ἀ­πό τόν ἄν­θρωπο παρά μόνο μέ προ­σευχή καί νη­στεί­α.

ΓΙΑΤΙ ὅμως τό σκληρό αὐτό εἶδος τοῦ δαι­μο­νίου δέν μπο­ρεῖ νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο πα­ρά μόνο μέ προ­σ­ευχή καί νηστεία; Ἀλλά κάι γενικότερα γιατί ἡ προ­­σευχή μαζί μέ τή νη­στεί­α ἔχουν τόση μεγάλη δύ­να­μη;

Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπο νη­στεία τροφῶν καί παθῶν, ἡ προσευχή του ἔχει τό στοι­χεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος δέν δυσκολεύεται νά προσευχηθεῖ, δέν κουράζεται ἀπό τό βάρος τῶν φαγητῶν ἤ ἀπό τό βάρος τῶν τύ­ψεων, ἀλλά εἶ­ναι ἀνάλαφρος, ἀβαρής. Ἡ νη­στεί­α πού ὁρίζει ἡ ἐκκλησία μας δίνει φτερά στήν προ­σ­ευχή διότι τα­πει­νώνει τόν ἄν­θρω­πο. Τόν ἐξασκεῖ σω­ματικά καί ψυ­χι­κά. Ἀπο­νε­κρώ­νει τίς σα­ρ­κικές ἐπι­θυ­μίες καί ἠδονές, καί προ­­­ε­τοι­μά­ζει τό σῶμα κατάλληλα γιά νά μήν κα­ταστεῖ ἐμ­πό­διο ἀλλά νά ὑπηρε­τή­σει τήν ψυχή τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μιά τέτοια προσευχή, πού γίνεται μέ νηστεία τροφῶν καί παθῶν, ἐπειδή ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ταπει­νώ­σε­ως αὐ­­ξά­νει καί τήν πίστη. Καί γίνεται ἔτσι μιά ζωντανή ἐμπειρία, αὐξάνει τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κά­νει νά αἰ­σθα­νό­μαστε τόν Θεό ὁλο­ζώντανο μπροστά μας. Καί φέρ­νει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό θαῦμα.

Αὐτά ἀκριβῶς τά δύο πνευματικά ὅπλα, τήν προ­σ­ευχή συνδυασμένη μέ τή νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σία μας νά χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσ­σα­ρακοστῆς. Τώρα πε­­ρισ­σό­τε­ρη προσευχή, μεγα­λύτ­ε­ρες ἀκολουθίες, ἀλλά καί αὐ­στη­ρότερη νη­στε­ί­α, ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἄς συ­­νεχίσουμε λοιπόν τόν ἀγώνα μας στόν πνευματικό στί­βο μέ τά ὅ­πλα αὐτά καί θά ἔχουμε μαζί μας τήν ἀ­κα­τανίκητη δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.