Ο Α­ΒΡΑ­ΑΜ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥ­Ο Ε­ΠΑΓ­ΓΕ­ΛΙ­ΕΣ

 

1. ΟΙ Υ­ΠΟ­ΣΧΕ­ΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς με­τα­φέ­ρει στή συγ­κλο­νι­στι­κή ἐ­κεί­νη στιγ­μή πού ὁ Θε­ός στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἔ­δω­σε τίς με­γά­λες ὑ­πο­σχέ­σεις του στόν Ἀ­βρα­άμ καί τοῦ εἶ­πε: Θά σέ εὐ­λο­γή­σω πλού­σι­α καί θά σοῦ δώ­σω πά­ρα πολ­λούς ἀ­πο­γό­νους. Καί ὁ Ἀ­βρα­άμ ἀ­φοῦ πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κά πά­ρα πολ­λά χρό­νι­α, πέ­τυ­χε τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ός. Ἀ­πέ­κτη­σε δη­λα­δή παι­δί ἀ­πό τή Σάρ­ρα, τόν Ἰ­σα­άκ. Κι ἀ­π’ αὐ­τόν πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοί του σέ με­γά­λο ἔ­θνος. Γι­ά νά τόν βε­βαι­ώ­σει ὅ­μως ὁ Θε­ός γι­’­ αὐ­τές τίς ἐ­παγ­γε­λί­ες ἔ­δω­σε ὅρ­κο ὅ­τι θά τίς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δή δέν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τε με­γα­λύ­τε­ρο στό ὁ­ποῖ­ο νά ὁρ­κι­σθεῖ, ὁρ­κί­σθη­κε στόν ἑ­αυ­τό του.

Ὁ Ἀ­βρα­άμ λοι­πόν δέ­χθη­κε ἔ­νορ­κη ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ. Τήν ἀ­πο­δέ­χθη­κε, τήν πί­στε­ψε, ἀλ­λά πραγ­μα­το­ποί­η­ση δέν ἔ­βλε­πε. Πό­σα χρό­νι­α πε­ρί­με­νε; Πό­σες φο­ρές δο­κι­μά­στη­κε ἡ πί­στη του; Τοῦ μί­λη­σε ὁ Θε­ός γι­ά ἀ­πο­γό­νους, κι αὐ­τός εἶ­χε μι­ά γυ­ναί­κα στεῖ­ρα. Τοῦ εἶ­πε γι­ά με­γά­λο ἔ­θνος πού θά δη­μι­ουρ­γοῦ­σε κι αὐ­τός γέ­ρα­σε καί παι­δί δέν εἶ­χε ἀπό τή Σάρρα. Ὅ­λα φαι­νό­ταν ἀν­τί­ξο­α, ἀν­τί­θε­τα μέ τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λα ἔ­μοι­α­ζαν οὐ­το­πι­κά καί ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τα. Ὁ Ἀ­βρα­άμ ὅ­μως δέν ἔ­χα­σε τήν πί­στη του. Κι ὅ­ταν χάθηκε κάθε ἐλπίδα, τό­τε ἦρ­θε ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦ.

Καί τί ἔ­χει νά πεῖ αὐ­τό γι­ά μᾶς; Ἔ­χει νά πεῖ ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν ἀ­ναι­ρεῖ τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του. Δέν τίς ἀλ­λά­ζει. Μᾶς ἀ­φή­νει ὅ­μως νά πε­ρι­μέ­νου­με καί νά δο­κι­μα­ζό­μα­στε. Αὐ­τή ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς προ­σμο­νῆς βέ­βαι­α μᾶς φαί­νε­ται συ­χνά πώς εἶ­ναι ἕ­να μαρ­τύ­ρι­ο. Ζη­τοῦ­με ἀ­πό τόν Θε­ό νά φέ­ρει στή ζω­ή μας αὐ­τό πού πο­θοῦ­με, κι ἀν­τί γι­ά ἀ­πάν­τη­ση κά­ποι­ες φο­ρές τά πράγ­μα­τα γί­νον­ται χει­ρό­τε­ρα. Γι­α­τί ἄ­ρα­γε; Δι­ό­τι κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς προ­­σμο­νῆς ἐ­ξα­γι­α­ζό­μα­στε, ἐ­ξα­γνι­ζό­μα­στε, πλου­τί­ζου­­με σέ ἀ­ρε­τές. Μα­θαί­νου­με νά ἐ­ξαρ­τό­μα­στε ἀ­πό τόν Θε­ό. Μα­θαί­νου­με στήν πρά­ξη τί θά πεῖ πί­στη καί δο­­κι­μα­σί­α. Κά­πο­τε φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Θε­ός ἀρ­γεῖ πο­λύ, κι ἐ­μεῖς κου­ρα­ζό­μα­στε. Ὅ­σο ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­γεῖ ὁ Θε­ός, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρες εὐλογίες μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει. Ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νά πι­στεύ­ου­με, νά ἐλ­πί­ζου­με, νά πε­ρι­μέ­νου­με, νά προσευχόμαστε.

2. Η ΕΛ­ΠΙ­ΔΑ ΜΑΣ

Ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος κα­τό­πιν μᾶς λέ­ει ὅ­τι οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ δέν δό­θη­καν μό­νο στόν Ἀ­βρα­άμ καί στούς ἀ­πο­γό­νους του, τούς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, ἀλ­λά καί στόν νε­ό Ἰσ­ρα­ήλ, σ’­ὅ­λους δη­λα­δή τούς χρι­στι­α­νούς. Κλη­ρο­νό­μοι τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν γι­ά τά ἐ­πί­γει­α ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ὅ­μως γι­ά τά ἐ­που­ρά­νι­α καί τά αἰ­ώ­νι­α ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ήλ ἡ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Σ’ ὅ­λους λοι­πόν τούς πι­στούς πού θά κλη­ρο­νο­μή­σουν τίς θεῖες ἐ­παγ­γε­λί­ες ὁ Θε­ός ἤ­θε­λε νά δεί­ξει κα­θα­ρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νά ἐ­κτε­λέ­σει ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε. Ἔτ­σι ὥ­στε ὅ­λοι πι­στοί νά ἀποκτήσουμε με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση γιά νά κρα­τή­σου­με τήν ἐλ­πί­δα πού ἔχουμε μπρο­στά μας. Αὐ­τήν τήν ἐλ­πί­δα ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν παρομοιάζει μέ ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας. Καί λέει ὅτι αὐ­τή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κούς κιν­δύ­νους καθώς εἶ­ναι ἀ­με­τα­κί­νη­τη. Κι αὐτό διότι δέν ἀγ­κυ­ρο­βο­λεῖ στή θά­λασ­σα, ἀλ­λά στόν οὐ­ρα­νό, στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων. Ἐ­κεῖ στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ ὅπου μπῆ­κε ὁ Κύριός μας πρίν ἀ­πό μᾶς καί γι­ά χά­ρη μας ὡς πρό­δρο­μος, γι­ά νά μᾶς ἀ­νοί­ξει τό δρό­μο καί νά μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Κι ἔτ­σι ἀ­να­δεί­χθη­κε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας αἰ­ώ­νι­ος κα­τά τήν τά­ξη τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ.

Πό­σο πα­ρα­στα­τι­κή εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να πού μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει ἐ­δῶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος! Πα­ρο­μοι­ά­ζει τήν ἐλ­πί­δα μας πρός τόν Κύ­ρι­ο μέ μί­α ἀγ­κυ­ρα. Μι­ά ἀγ­κυ­ρα ὅ­μως πού δέν βυ­θί­ζε­ται στόν πυθ­μέ­να κά­ποι­ας θά­λασ­σας, ἀλ­λά στό ἱ­ε­ρό­τε­ρο μέ­ρος τοῦ σύμ­παν­τος, στόν οὐ­ρα­νό, στά ἐ­που­ρά­νι­α Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων, στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­μεῖς ὁ­δοι­πό­ροι καί οὐ­ρα­νο­δρό­μοι, πο­ρευ­ό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά μέ τό πλοῖ­ο τῆς ζω­ῆς μας, καί ὁ­ρα­μα­τι­ζό­μα­στε τόν προ­ο­ρι­σμό μας. Οἱ τρι­κυ­μί­ες πολ­λές, οἱ ἀ­νε­μο­θύ­ελ­λες, οἱ πει­ρα­σμοί. Τα κύ­μα­τα ὁρ­μη­τι­κά πα­λεύ­ουν νά μᾶς ἀ­φα­νί­σουν, νά μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στό ναυ­ά­γι­ο αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς καί στό σκο­τά­δι τῆς ἄλ­λης. Ὁ αἰ­ώ­νι­ος ἐ­χθρός μας και­ρο­φυ­λα­κτεῖ νά βου­λι­ά­ξει τό­ πο­λοι­ά­ρι­ο τῆς ζω­ῆς μας. Κι ἐ­μεῖς πα­λεύ­ου­με, ἀν­τι­στε­κό­μα­στε, προ­χω­ροῦ­με. Δέν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ νά μήν ἔ­χου­με φθά­σει ἀ­κό­μη στόν προ­ο­ρι­σμό μας, ἔ­χου­με ὅ­μως ἐ­κεῖ κά­τι δι­κό μας. Ἔ­χου­με ἐ­κεῖ ἀγ­κυ­ρο­βο­λη­μέ­νη τήν ἐλ­πί­δα μας. Γύ­ρω μας ὅ­λα μᾶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­ουν, οἱ ἄν­θρω­ποι, οἱ καταστάσεις, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ δυ­σκο­λί­ες. Ὅ­λα μᾶς ἀπελπίζουν καί θέ­λουν νά μᾶς κά­νουν νά λι­γο­ψυ­χοῦ­με. Ἐ­μεῖς ὅ­μως οἱ πι­στοί, λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δέν πρέ­πει νά χά­νου­με τήν ἐλ­πί­δα μας. Δι­ό­τι ὅ­λη μας τή ζω­ή καί τήν ἐλ­πί­δα μας τήν ἔ­χου­με ἐμ­πι­στευ­θεῖ στόν Κύριό μας. Αὐτός κρατᾶ γερά στά παντοδύναμα χέρια του τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος μας. Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ ἴδια ἡ ἐλ­πί­δα μας, ἡ προ­σ­δο­κί­α μας, αὐ­τός εἶ­ναι ἡ χα­ρά μας καί ἡ ζω­ή μας. Μήν τό ξε­χνᾶ­με αὐ­τό πο­τέ. Αὐ­τός μό­νον μᾶς ἀ­πο­μέ­νει στό τα­ξί­δι τῆς ζω­ῆς ἀ­με­τα­κί­νη­τος σύν­τρο­φος καί συμ­πα­ρα­στά­της.