ΠΟ­ΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑ­ΘΟΣ

1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΔΟΞΑ

Ὁ Κύ­ριος πο­ρεύ­ε­ται πρός τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί ἔ­χει τό πρό­σω­πό του στραμμένο στήν ἱ­ε­ρή πό­λη. Οἱ μα­θη­τές ἐκ­στα­τι­κοί ἀ­πο­ροῦν βλέ­πον­τας τόν Κύ­ριο τό­σο ἄ­φο­βα νά προ­χω­ρεῖ στα­θε­ρά πρός τόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, πρός τήν πό­λη ὅ­που πρό­κει­ται νά πά­θει τό­σα πολ­λά. Τόν βλέ­πουν νά μήν ἀ­πο­φεύ­γει τό σταυ­ρικό θά­να­το ἀλ­­λά νά σπεύδει πρός αὐτόν γιά τή σω­τηρία τοῦ κό­σμου. Καί φο­βοῦν­ται κα­θώς τόν ἀ­κοῦν κά­ποι­α στιγ­μή νά τούς λέει ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σα πρό­κει­ται νά συμ­βοῦν στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα· ὅ­τι ἐ­κεῖ θά πα­ρα­δο­θεῖ στούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί θά τόν κα­τα­δι­κά­σουν σέ θά­να­το καί θά τόν πα­­ρα­δώ­σουν στούς Ρω­μαί­ους κι αὐ­τοί θά τόν ἐμ­παί­ξουν καί θά τόν μα­στι­γώ­σουν καί θά τόν φο­νεύ­σουν. Ἀλλά αὐτός τήν τρί­τη μέ­ρα θά ἀ­να­στη­θεῖ.

Οἱ μα­θη­τές ὅ­μως φαί­νε­ται πώς δέν συ­νει­δη­το­ποι­οῦν τά λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐνῷ ὁ Κύ­ριος τούς μι­λά­ει γιά πά­θος, αὐτοί ζοῦν σ’ ἄλλο κόσμο, ἐ­πι­ζη­τοῦν τή δό­ξα. Δυ­­ό μά­λι­στα ἀ­πό αὐ­τούς, ὁ Ἰ­ά­κω­βος κι ὁ Ἰ­ω­άν­νης πλη­­­σιά­ζουν τόν Κύ­ριο καί τοῦ ζη­τοῦν τι­μές καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα, τοῦ ζητοῦν νά κα­θί­σουν δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά στό βα­σι­λι­κό θρό­νο του. Μό­λις κατανοοῦν τό αἴτημα τῶν δύο οἱ ἄλλοι δέκα ἀγα­να­κτοῦν. Γιατί ἄραγε; Αἰσθά­νο­ν­ται μήπως πόσο ὀλέ­­­θριο πάθος εἶναι ἡ φιλοδοξία τῶν δύο μαθητῶν;

Ὄχι ἀσφαλῶς. Οἱ δέ­κα ἀ­γα­να­κτοῦν δι­ό­τι εἶ­ναι καί οἱ ἴ­διοι φι­λό­δο­ξοι, θέλουν κι αὐτοί τιμές κάι ἀ­ξι­­ώματα καί αἰ­σθά­νο­ν­­ται ὅ­τι πα­ραγ­κω­νί­ζον­ται. Βέ­βαι­α εἶναι κα­τανοητή αὐτή τους ἡ ἐκτροπή. Διότι δέν ἔ­χουν λάβει ἀκόμη τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐ­τό δι­α­­­κα­τέ­χο­­ν­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή μά­ται­α φι­λο­δο­­ξί­α καί προσ­δο­κί­α ὑ­λι­κῶν ἀ­μοι­βῶν, ἀλ­λά καί ἀ­πό ἀν­­τι­ζη­λί­ες καί πνεῦ­­μα ἀν­τα­γω­νι­σμοῦ. Πό­σο λί­γο κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τές τί εἶναι τό ταπεινό φρό­νη­μα πού τούς δίδασκε ἐπί τρία χρόνια ὁ Κύριος μέ τό λόγο του καί μέ τή ζωή του. Δέν ἤθελαν οὔτε νά σκεφθοῦν ἕνα ταπεινωτικό μα­­ρ­τύριο. Ὁ νοῦς τους πή­γαι­νε στή συ­νέ­χεια τῶν γε­γο­νό­των, στή δό­ξα. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως μέ με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τή φιλοδοξία τῶν μα­θη­τῶν καί στορ­γι­κά στιγ­μα­τί­ζει τά ἐγκόσμια φιλόδοξα ἑ­λα­τή­ριά τους.

Δέν ἀρ­νεῖ­ται βέβαια ὁ Κύ­ριος τή δό­ξα, ἀλ­λά δί­νει τήν πραγ­μα­τι­κή της δι­ά­στα­ση: ὅ­σοι θέ­λουν νά δο­ξα­σθοῦν πρέ­πει πρῶ­τα νά ταπει­νω­θοῦν νά ἁγι­α­σθοῦν καί νά θυ­σια­σθοῦν. Καί δι­δά­σκει ἔτσι ὅ­λους μας ὅ­τι ὁ δρό­­μος πρός τήν ἀληθινή δό­ξα ξεκινάει ἀ­πό τά ἀνη­φο­ρι­κά μονο­πά­τια τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἁγιό­τη­τος καί τῆς θυ­σί­ας. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­­μα­τι­κή δό­ξα, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, δό­ξα αἰ­ώ­νια καί ἀ­λη­θι­νή. Διότι δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ἐπιβρά­βευ­ση, εἶ­ναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔχει αἰώνια ἀ­ξί­α.

Ὅλοι λοιπόν οἱ πιστοί ἀκολουθώντας τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων μας, πρέπει νά πο­ρευ­ό­μα­στε στό δρό­μο τῆς ζω­ῆς μας στα­θε­ρά προ­ση­λω­μέ­νοι στήν ἀληθινή δόξα. Νά μή κολλάει ἡ ψυ­­χή μας στά μάταια καί τά φθηνά, νά μήν ἐπιζη­τοῦ­­­­­με ἐπί­γειες τι­μές καί ἀξι­ώ­ματα, ἀλλά νά προ­­σβλέ­που­με στήν πραγ­μα­τική δό­ξα, πού εἶναι ἡ αἰ­ώ­νια δό­ξα, τήν ὁποία θά ἀξι­ωθοῦν οἱ ἄν­θρωποι τοῦ χρέους, τῆς τα­πει­νώ­σεως καί τῆς θυσί­ας.

2. ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ

Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἐπιδίωξη τῆς ἐγκόσμιας δόξας ἀπό τούς μαθητές ἔδωσε τήν ἀφορμή στόν Κύριο νά τούς ἐ­ξη­γή­σει ὅ­τι στή δι­κή του βα­σι­λεί­α, πού εἶ­ναι βα­σι­λεί­α πνευ­μα­τι­κή δέν ἔ­χουν θέ­ση νο­ο­τρο­πί­ες ἐ­ξου­σί­ας καί κυ­ρι­αρ­χί­ας. Με­τα­ξύ σας λέ­ει δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά συμ­πε­­ρι­φέ­ρε­σθε ὅ­πως κά­νουν οἱ κο­σμι­κοί ἄν­θρω­ποι. Ἀλ­λά ὅ­ποι­ος θέ­λει νά γί­νει με­γά­λος ἀ­νά­με­σά σας, νά εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της σας. Καί ὅ­ποι­ος θέ­λει νά γί­νει πρῶ­τος, νά γί­νει δοῦ­λος ὅ­λων τα­πει­νός.

ΑΥΤΟ ἀ­κρι­βῶς ἄλ­λω­στε ἔ­κα­νε καί ὁ Κύ­ριος. Ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ὄ­χι γιά νά τόν ὑ­πη­ρε­τοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλ­λά γιά νά μᾶς ὑ­πη­ρε­τή­σει. Ἔ­λα­βε μορ­­­φή δού­λου γιά νά μᾶς δι­α­κο­νή­σει. Ἔ­γι­νε δοῦ­λος τῶν δούλων του. Ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά μᾶς προ­σφέ­ρει τήν ὑ­ψί­στη δι­α­κο­νί­α, νά δώ­σει τή ζω­ή του γιά ­νά σωθοῦμε ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ σκλά­βοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

Ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ λοι­πόν, εἶ­ναι βα­σι­λεί­α δι­α­κο­νί­ας, καί ὄ­χι ἐ­ξου­σί­ας καί κυ­ρι­αρ­χί­ας. Αὐ­τό πρέ­πει νά το προ­σέ­ξου­με ὅλοι μας, ὅ­λα τά μέ­λη τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα λό­γῳ τῆς θέ­σε­ώς μας νά ἐ­πι­ζη­τοῦ­με προ­βο­λή καί κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω σέ ἄλ­λους πι­στούς. Ἀλλά ἔχου­με κα­θῆ­κον νά ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τούς ἄλ­λους. Νά γι­νό­μα­στε δοῦ­λοι τῶν δού­λων. Νά εἴ­μα­στε πρό­θυ­μοι καί γιά τίς πιό τα­πει­νές δι­α­κο­νί­ες ἀ­γά­πης πρός τούς ἀ­δελ­φούς μας. Ἔ­τσι θά οἰ­κο­δο­μοῦ­με ὁ ἕ­νας στόν ἄλ­λο. Με­γά­λοι στήν ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ὅ­σοι ἔ­χουν κά­ποι­α θέ­ση, ἀλ­λά οἱ τα­πει­νοί, αὐ­τοί πού δέ­χον­ται μέ χα­ρά νά ἐπιτελοῦν ταπεινές διακονίες, καί νά εἶναι παραγκωνισμένοι γιά τό κα­λό τῶν ἄλ­λων. Αὐ­τούς τι­μᾶ ὁ Θε­ός καί αὐ­τούς θά δο­ξά­σει. Κάποτε καί σ’ αὐ­τή τήν ζωή, πάντοτε ὅμως στήν ἔνδοξη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.