Ο ΜΕ­ΓΑΣ ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΕΥΣ

 

1. ΤΟ ΣΩ­ΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος κά­νει μί­α σύγ­κρι­ση τῶν ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης μέ τόν μό­νον ἀ­λη­θι­νό ἀρ­χι­ε­ρέ­α τόν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Γι­ά νά κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­μως αὐ­τήν τήν σύγ­κρι­ση θά πρέ­πει πρῶ­τα νά ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά τό ἔρ­γο τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρεύς στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη εἶ­χε μό­νον αὐ­τός τό δι­καί­ω­μα νά εἰ­σέρ­χε­ται μί­α φο­ρά τό χρό­νο στό ἱ­ε­ρό­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Να­οῦ, στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων καί νά προ­σφέ­ρει ἐ­κεῖ τήν θυ­σί­α τοῦ Ἐ­ξι­λα­σμοῦ. Τήν ἡ­μέ­ρα λοι­πόν αὐ­τή ἔμ­παι­νε στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων τρεῖς φο­ρές. Τήν πρώ­τη φο­ρά κρα­τών­τας χρυ­σό θυ­μι­α­τή­ρι­ο. Ἔ­πει­τα θυ­σί­α­ζε στήν αὐ­λή τοῦ Να­οῦ ἕ­να μο­σχά­ρι, κι ἔμ­παι­νε στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων γι­ά δεύ­ε­ρη φο­ρά κρα­τών­τας μί­α λε­κά­νη μέ τό αἷ­μα τοῦ ζώ­ου. Καί ράν­τι­ζε ἑ­πτά φο­ρές γι­ά νά ἐ­ξι­λε­ω­θεῖ γι­ά τίς δι­κές του ἁ­μαρ­τί­ες. Κα­τό­πιν ἔβ­γαι­νε πά­λι ἔ­ξω καί θυ­σί­α­ζε ἕ­να τρά­γο. Καί προ­χω­ροῦ­σε γι­ά τρί­τη φο­ρά στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων ὅ­που ράν­τι­ζε μέ τό αἷ­μα τοῦ τρά­γου γι­ά τήν ἐ­ξι­λέ­ω­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ὅ­λου τοῦ λα­οῦ.

Στό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο λοι­πόν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ἕ­να με­γά­λο μυ­στή­ρι­ο. Μᾶς λέ­ει ὅ­τι ὁ Χρι­στός ὡς Ἀρ­χι­ε­ρεύς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν δέν μπῆ­κε στόν Να­ό τοῦ Σο­λο­μῶν­τος γι­ά νά προ­σφέ­ρει τή θυ­σί­α του. Ἀλ­λά μπῆ­κε μέ­σα ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρο καί τε­λει­ό­τε­ρο να­ό πού δέν κα­τα­σκευ­ά­σθη­κε ἀ­πό χέ­ρι­α ἀν­θρώ­πων, δέν ἀ­νῆ­κε δη­λα­δή στήν κτί­ση αὐ­τή. Αὐ­τός ὁ να­ός ἦ­ταν τό σῶ­μα του. Τό τί­μι­ο σῶ­μα του ἦ­ταν ὁ τε­λει­ό­τε­ρος Να­ός τοῦ Θε­οῦ Λό­γου. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ρι­ός μας ὡς ἄν­θρω­πος συ­νε­λή­φθη ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καί γι’ αὐ­τό προ­ερ­χόταν ἀπό νέ­α πνευ­μα­τι­κή κτί­ση. Τό Να­ό αὐ­τό τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ μας, τόν κα­τα­σκεύ­α­σε τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα τήν ὥ­ρα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ.

Βέ­βαι­α τί νά κα­τα­νο­ή­σου­με ἐ­μεῖς ἀ­πό τό φο­βε­ρό μυ­στή­ρι­ο πού πα­ρου­σι­ά­ζει τό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο; Αὐ­τό μό­νο πού πρέ­πει νά κρα­τή­σου­με κα­λά στό νοῦ μας εἶ­ναι ὅ­τι τό πά­να­γνο καί πα­νά­γι­ο σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἦ­ταν καί εἶ­ναι αἰ­ω­νί­ως ὁ τε­λει­ό­τε­ρος να­ός τῆς Θε­ό­τη­τος. Μέ­σα σ’ αὐ­τό κα­τοι­κεῖ ὅ­λο τό πλή­ρω­μα τῆς θε­ό­τη­τος, κα­τοι­κεῖ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Θε­ός. Ὁ Κύ­ρι­ός μας λοι­πόν δι­ά τοῦ σώ­μα­τός του εἰ­σῆλ­θε στά ἀ­λη­θι­νά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων, στόν πνευ­μα­τι­κό οὐ­ρα­νό, στό ὑ­πε­ρου­ρά­νι­ο θυ­σι­α­στή­ρι­ο καί πρό­σφε­ρε ἐ­κεῖ τήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή του θυ­σί­α. Ἦ­ταν ὁ ἴ­δι­ος καί να­ός καί Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας μέ­γας, ἀ­λη­θι­νός καί αἰ­ώ­νι­ος. Μέ πό­σο συγ­κλο­νι­σμό λοι­πόν πρέ­πει νά προ­σερ­χό­μα­στε στό μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς καί νά κοι­νω­νοῦ­με αὐ­τό τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας;

2. ΤΟ ΑΙ­ΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ

Γι­ά τήν ἀ­τί­μη­τη αὐ­τή θυ­σί­α του ὁ Ἀρ­χι­ε­ρεύς μας ὁ Κύ­ρι­ος δέν χρη­σι­μο­ποί­η­σε τό αἷ­μα τρά­γων καί μό­σχων, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἀλ­λά μέ τό δι­κό του αἷ­μα μπῆ­κε μί­α φο­ρά γι­ά πάν­τα στά ἐ­που­ρά­νι­α Ἅ­γι­α. Καί ἐ­ξα­σφά­λι­σε γι­ά μᾶς ἀ­πο­λύ­τρω­ση ὄ­χι προ­σω­ρι­νή, ἀλ­λά αἰ­ώ­νι­α. Δι­ό­τι τό αἷ­μα ταύ­ρων καί τρά­γων καί τό ράν­τι­σμα μέ «σποδό δαμάλεως», μέ στάχ­τη ἀ­γε­λά­δος, ἐ­ξά­γνι­ζε στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη τούς θρη­σκευ­τι­κά μο­λυ­σμέ­νους καί τούς κα­θά­ρι­ζε ἐ­ξω­τε­ρι­κά, γι­ά νά μπο­ροῦν νά με­τέ­χουν στή λα­τρεί­α, χωρίς νά ὑπο­στοῦν κάποια τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες τους. Ποι­ά σύγ­κρι­ση τώ­ρα μπο­ρεῖ νά γί­νει μέ τό ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας; Ὁ Μέ­γας καί αἰ­ώ­νι­ος Ἀρ­χι­ε­ρεύς μας πρό­σφε­ρε στόν Θε­ό Πα­τέ­ρα του ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό του κα­θα­ρό ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Γι’ αὐ­τό καί μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρί­σει τή συ­νεί­δη­σή μας ἀ­πό τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού φέρ­νουν στήν ψυ­χή νέ­κρω­ση. Καί θά ἀ­ξι­ώ­σει ὅ­λους μας νά λα­τρεύ­ου­με τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό.

Ὁ Χρι­στός μας λοι­πόν δέν πρό­σφε­ρε ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης αἷ­μα ζώ­ων, ἀλ­λά τό πα­νά­χραν­το καί ἀ­τί­μη­το αἷ­μα του. Κι ἔ­γι­νε ὁ ἴ­δι­ος καί θύ­της καί θύ­μα καί θυ­σι­α­στή­ρι­ο γι­ά νά συμ­φι­λι­ώ­σει τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν Θε­ό. Ἐ­πι­κύ­ρω­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα μέ αἷ­μα Δε­σπο­τι­κό τή νέ­α συν­θή­κη του, τήν Και­νή Δι­α­θή­κη αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­νε­ξά­λη­πτη. Καί τό ἄ­σπι­λο αὐ­τό αἷ­μα του πού ἔ­χυ­σε ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό δέν τό πρό­σφε­ρε στό Να­ό τοῦ Σο­λο­μῶν­τος, ἤ σέ κά­ποι­ο ἄλ­λο ἐ­πί­γει­ο θυ­σι­α­στή­ρι­ο ἀλ­λά τό πρό­σφε­ρε ὡς θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στη στό ὑ­πε­ρου­ρά­νι­ο θυ­σι­α­στή­ρι­ο, στά ἀ­λη­θι­νά Ἅ­γι­α. Ἐ­κεῖ τό πρό­σφε­ρε ὁ ἀ­να­μάρ­τη­τος γι­ά τίς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ λα­οῦ του ὡς θυ­σί­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας. Ἐ­κεῖ «πρό­δρο­μος ὑ­πέρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς». Γι­ά νά εἰ­σέλ­θου­με κι ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ στόν αἰ­ώ­νι­ο θρό­νο του.

Αὐ­τό βέ­βαι­α θά συν­τε­λε­σθεῖ με­τά τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Ὅ­μως κι ἀπ‘ τή ζω­ή αὐ­τή οἱ πι­στοί ἔ­χου­με τή δυ­να­το­τη­τα νά προ­γευ­ό­μα­στε τήν εἴ­σο­δό μας στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Δι­ό­τι κά­θε φο­ρά πού με­τέ­χου­με στό ἱ­ε­ρό μυ­στή­ρι­ο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, πρέπει νά βι­ώ­νου­με πνευ­μα­τι­κῶς τήν εἴ­σο­δό μας στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Δι­ό­τι ὁ ἴ­δι­ος ὁ αἰ­ώ­νι­ος Ἀρ­χι­ε­ρεύς μας μᾶς προ­σφέ­ρει τό πα­νά­χραν­το σῶ­μα του καί τό τί­μι­ο αἷ­μα του. Αὐ­τός ἐ­πι­τε­λεῖ τήν ἴ­δι­α θυ­σί­α. Αὐ­τήν πού προσέ­σφε­ρε τότε στό ὑ­πε­ρου­ρά­νι­ο θυ­σι­α­στή­ρι­ο τήν πα­ρέ­χει τήν ἴ­δι­α καί σέ μᾶς. Καί γι­νό­μα­στε κι ἐ­μεῖς θυ­σι­α­στή­ρι­α πνευ­μα­τι­κά. Αὐ­τό τό τί­μι­ο αἷ­μα του καί τό ἄ­χραν­το σῶ­μα του μᾶς κα­θι­στᾶ να­ούς ἱ­ε­ρούς καί δο­χεῖ­α τῆς χά­ρι­τός του. Κα­θα­ρί­ζει τό νοῦ καί τήν ψυ­χή μας. Νε­κρώ­νει μέ­σα μας τή φθο­ρά καί τά πά­θη μας. Καλ­λω­πί­ζει τήν ψυ­χή μας, πυ­ρώ­νει τήν καρ­δι­ά μας. Γι’ αὐ­τό κι ἐ­μεῖς μέ κα­τάλ­λη­λη προ­ε­τοι­μα­σί­α, με­τά φό­βου Θε­οῦ πί­­στε­ως καί ἀ­γά­πης ἄς προ­σερ­χό­μα­στε γιά νά λάβουμε ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ζωή αἰώνιο.