1. ΤΟ ΜΥΡΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ἕξι ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθανία στό σπίτι τοῦ Λαζάρου τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει πρίν λίγες μέρες. Ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς τοῦ Λαζάρου ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα πού ἔκανε ὁ Κύριος τοῦ ἑτοίμασαν δεῖπνο· καί ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μάρθα τόν διακονοῦσε. Ἡ Μαρία ἡ ἄλλη του ἀδελφή εἶχε ἀγοράσει πανάκριβο μύρο, ἄλειψε μ’ αὐτό τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τό σπίτι ὅλο γέμισε ἀπό τήν εὐωδία τοῦ μύρου. Καθώς ὅμως εἶδε τήν πράξη αὐτή ὁ φιλάργυρος Ἰούδας διαμαρτυρήθηκε ἔντονα: γιατί νά χυθεῖ ἄσκοπα τό μύρο καί νά μή πουληθεῖ γιά νά δοθεῖ ὡς ἐλέημοσύνη στούς πτωχούς; Δέν ἐνδιαφερόταν βέβαια γιά τούς πτωχούς, ἀλλά τό εἶπε αὐτό διότι εἶχε τό ταμεῖο κι ἀπό αὐτό ὑπέκλεπτε χρήματα. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: Ἄφησε ἥσυχη τή γυναίκα, διότι φύλαξε τό μύρο αὐτό γιά τόν ἐνταφιασμό μου. Τούς φτωχούς πάντοτε θά τούς ἔχετε κοντά σας, ἐμένα ὅμως ὄχι.
ΜΕ ΤΑ λόγια του αὐτά ὁ Κύριος ἐπιβράβευσε τήν πράξη αὐτή τῆς Μαρίας. Γιατί ἄραγε; Εἶχε ἀνάγκη ὁ Κύριος ἀπό τό μύρο της; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἀλλά διότι ἡ Μαρία μέ τήν πράξη της αὐτή ἐκδήλωσε μιά ἀληθινή καί γνήσια ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη πρός τόν εὐεργέτη της, πολύ ἀνώτερη ἀπό αὐτήν πού εἶχαν ἄλλοι. Πρόσφερε τό πολύτιμο μύρος της μέ τόση ἀφθονία, χωρίς νά ὑπολογίσει τό πολύ μεγάλο οἰκονομικό κόστος του. Ἐάν εἶχε καί κάτι ἄλλο πολυτιμότερο νά προσφέρει στόν Κύριο, θά τό πρόσφερε κι αὐτό. Τί κι ἄν οἱ ἄλλοι μαθητές δέν κατενόησαν τότε τήν πράξη της; Τί κι ἄν ὁ Ἰούδας διαμαρτυρήθηκε δόλια; Ἡ Μαρία δέν φοβήθηκε καμμία ἀντίδραση. Δέν ἀδιαφοροῦσε βέβαια γιά τούς πτωχούς, ἀλλά ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο τόν Κύριό της.
Ἡ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη τῆς Μαρίας ἔκρυβε ἐπιπλέον καί βαθειά ταπείνωση. Διότι στούς Ἰουδαιους θεωροῦνταν ἐξευτελισμός νά παρουσιασθεῖ μία γυναίκα μέ ξέμπλεκα τά μαλλιά της μπροστά σέ ἄλλους. Καί μάλιστα νά κάνει ἕνα ἔργο τόσο ταπεινωτικό! Αὐτή ὅμως δέν δίστασε νά κάνει κάτι πού θά τήν ταπείνωνε. Αὐτή ἤθελε νά ἐκδηλώσει τήν ἀγάπη της πρός τόν Κύριο. Τίποτε ἄλλο δέν σκεφτόταν. Διότι αἰσθανόταν ὅτι ὁ Κύριος ἦταν ὁ εὐεργέτης της, ὁ λυτρωτής τοῦ ἀδελφοῦ της καί ὅλου του κόσμου.
Μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία διδάσκει κι ἐμᾶς ὅτι ἡ ἀγάπη μας καί ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Κύριο δέν πρέπει νά μειώνεται ἀπό κανένα ἐμπόδιο. Καί ὅτι ὅταν αὐτή ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη τότε ἐπιστρέφει πίσω σέ μᾶς πολύ πιό πλούσια. Διότι ἡ Μαρία ἀπ’ αὐτή τήν πράξη της δέχθηκε καί ἴδια καί τή φυσική εὐωδία τοῦ μύρου, ἀλλά πολύ περισσότερο ἡ ψυχή της πλημμύρισε ἀπό τήν πνευματική εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τή χάρη του καί τήν εὐλογία του. Ἄς προσφέρουμε λοιπόν κι ἐμεῖς στόν Κύριο τό μύρο τῆς ἀγάπης, τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς λατρείας μας καί θά αἰσθανθοῦμε τό μύρο τῆς θείας χάριτος νά εὐωδιάζει μέσα μας καί γύρω μας, καί νά ζωοογονεῖ τήν ψυχή μας.
2. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, λαός πολύς πού εἶχε ἔλθει στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν ἑορτή τοῦ πάσχα μόλις ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στήν ἁγία πόλη, πῆραν στά χέρια τους κλαδιά ἀπό φοίνικες, καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη γιά νά τόν ὑποδεχθοῦν. Καί καθώς τόν ἔβλεπαν νά εἰσέρχεται καθισμένος πάνω σ’ ἕνα πουλάρι, παραληροῦσαν καί μέ συγκίνηση κι ἐνθουσιασμό φώναζαν: Ὠσσαννά, εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριο. Αὐτός εἶναι ὁ ἔνδοξος βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ πού περιμέναμε. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ζαχαρίου πού ἔλεγε: Μή φοβᾶσαι Ἱερουσαλήμ, ἔρχεται ὁ βασιλιάς σου καθισμένος πάνω σ΄ ἕνα πουλάρι. Ἐν τῷ μεταξύ τά πλήθη ὅλο καί αὐξάνονταν. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως βλέποντας τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους ἐρεθίστηκαν πολύ καί σκέφθηκαν νά συλλάβουν τόν Κύριο τό συντομότερο.
ΠΟΥ ὅμως ὀφειλόταν ὁ μεγάλος ἐνθουσιασμός τοῦ πλήθους; Γιατί οἱ ἁπλοί αὐτοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πανηγύριζαν ἀσυγκράτητα; Διότι πολλοί ἀπό αὐτούς εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἀναστήσει πρίν λίγες ἡμέρες τόν Λάζαρο. Καί μετέδιδαν τήν εἴδηση αὐτή ἀπό στόμα σέ στόμα. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ μποροῦσε νά ἀναστήσει ἕναν ἄνθρωπο θά μποροῦσε ἀσφαλῶς νά ἀναστήσει κι ἕνα ἔθνος. Τό ἔθνος τους. Καί προϋπάντησαν τόν Χριστό κρατῶντας κλαδιά φοινίκων, πού ἦταν σύμβολα νίκης, ἐπειδή ἀκριβῶς τόν ὑποδέχονταν ὡς νικητή τοῦ θανάτου, καί ὅπως ἤλπιζαν, νικητή τῶν κατακτητῶν τούς Ρωμαίων. Τόν ἀνάγνώριζαν ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, ὡς τόν Μεσσία πού περίμεναν. Γι’ αὐτό κραύγαζαν στίχους τοῦ μεσσιακοῦ ψαλμοῦ. Ἀλλά δυστυχῶς δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶναι ἐγκόσμιος βασιλεύς. Γι’ αὐτό καί σέ λίγες μέρες τά συναισθήματά τους ἄλλαξαν τόσο ραγδαῖα. Καί τόν σταύρωσαν.
Καθώς εἰσερχόμαστε οἱ πιστοί στήν ἱερότερη ἑβδομάδα τοῦ χρόνου, τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἄς ὑποδεχθοῦμε τόν Κύριό μας ὁ ὁποῖος πορεύεται πρός τό ἐκούσιο πάθος. Μή μείνουμε ὅμως μόνο σέ ἐξωτερικές συγκινήσεις καθώς θά τόν βλέπουμε ὀδυνόμενο στό σταυρό. Οὔτε νά μιμηθοῦμε τούς ὄχλους τῆς Ἱερουσαλήμ στίς μεταπτώσεις τους καί τήν ἐπιπολαιότητά τους. Ἀλλά νά λατρεύσουμε τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πίστη ἀταλάντευτη. Κατανοῶντας ὅτι αὐτός ὁ Κύριος πού πάσχει γιά μᾶς, πού πεθαίνει γιά μᾶς, εἶναι ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων καί βασιλεύς τῶν βασιλευόντων. Κι ἄς τόν ὑποδεχθοῦμε ὡς Ἀρχηγό τῆς ζωῆς μας, καί μόνιμο κατακτητή τῆς καρδιᾶς μας.