Ἀπόστολος: ἡμέρας, Σαβ. ιε΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. δ΄ 17-ε΄ 5)·
17 τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν, 18 μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια. 1 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 2 καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, 3 εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. 4 καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ’ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾿ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. 5 ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
17 Καί ξανανιώνει ἡ ψυχή μας, διότι οἱ θλίψεις μας, πού γρήγορα περνοῦν καί εἶναι γι’ αὐτό ἐλαφρές, ἑτοιμάζουν σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας σέ μᾶς. 18 Ὁσοδήποτε λοιπόν βαριές κι ἄν εἶναι οἱ θλίψεις, θά τίς αἰσθανόμαστε ὡς ἐλαφρές, ἀρκεῖ νά μήν προσηλώνουμε τό βλέμμα μας σ’ ἐκεῖνα πού φαίνονται μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά σ’ ἐκεῖνα πού δέν φαίνονται, ὅμως μᾶς περιμένουν μετά τό θάνατο. Διότι αὐτά πού φαίνονται εἶναι πρόσκαιρα καί περνοῦν, αὐτά ὅμως πού δέν φαίνονται εἶναι αἰώνια. 1 Γι’ αὐτό καί δέν χάνουμε τό θάρρος μας. Διότι γνωρίζουμε καλά ὅτι ἐάν ἡ ἐπίγεια κατοικία τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τό σῶμα μας, πού εἶναι κατοικία πρόσκαιρη καί διαλύεται εὔκολα σάν σκηνή, γίνει ἐρείπιο ἀπό τά δεινά καί διαλυθεῖ ἀπό τό θάνατο, ἔχουμε ὡς ἄλλη οἰκοδομή πού μᾶς ἑτοιμάζεται ἀπό τόν Θεό τό νέο ἀθάνατο σῶμα. Αὐτό πλέον θά εἶναι ἕνα σπίτι πού δέν ἔχτισαν ἀνθρώπινα χέρια, καί θά εἶναι αἰώνιο στούς οὐρανούς. 2 Καί ἀληθινά, ὅσο καιρό βρισκόμαστε στό φθαρτό αὐτό σῶμα, στενάζουμε, διότι μέ πολύ πόθο ἐπιθυμοῦμε νά φορέσουμε πάνω μας σάν ἔνδυμα τή μόνιμη κατοικία μας, ἡ ὁποία θά μᾶς δοθεῖ ἀπ’ τόν οὐρανό. 3 Κι ἄν ἀκόμη ὡς ἔνδυμα ἐκλάβουμε τό νέο σῶμα, ὅταν θά φορέσουμε τό ἔνδυμα αὐτό, δέν θά βρεθοῦμε γυμνοί, χωρίς κάποιο σῶμα. 4 Ἐμεῖς δηλαδή, ὅσοι εἴμαστε στό σῶμα αὐτό πού μοιάζει μέ σκηνή, στενάζουμε σάν νά πιεζόμαστε ἀπό κάποιο βαρύ φορτίο. Καί στενάζουμε, ὄχι ἐπειδή θέλουμε νά ἐκδυθοῦμε τό σῶμα, ἀλλά ἐπειδή θέλουμε νά ἐνδυθοῦμε ἐπάνω μας τό οὐράνιο σῶμα, γιά νά ἀναλωθεῖ ἡ θνητότητα τοῦ σημερινοῦ σώματος ἀπό τήν ἄφθαρτη ζωή τοῦ ἄλλου. 5 Γιά τήν ἀνθρώπινη βέβαια δύναμη εἶναι ἀδύνατο αὐτό πού σᾶς λέω. Ἀλλά ἐκεῖνος πού μᾶς ἔπλασε γιά τό σκοπό αὐτό, δηλαδή γιά νά ἐπενδυθοῦμε τήν ἀφθαρσία, δέν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μάλιστα μᾶς ἔδωσε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἀρραβώνα καί ἐπίσημη ὑπόσχεση ὅτι θά ἀφθαρτοποιηθοῦμε.