Δευτέρα 7 Ὀκτωβρίου

01 deftera

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. ις΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Γαλ. δ΄ 28-ε΄ 10)

28 ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, κατὰ Ἰσαὰκ ἐπαγγελίας τέκνα ἐσμέν. 29 ἀλλ’ ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτω καὶ νῦν. 30 ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή; ἔκβαλε τὴν παιδίσκην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ μὴ γὰρ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας. 31 Ἄρα, ἀδελφοί, οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα, ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας. 1 Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέ­­­ρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέ­χεσθε. 2 Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφε­λήσει. 3 μαρτύρομαι δὲ πάλιν παν-τὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι. 4 κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξε­πέσατε· 5 ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα. 6 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη. 7 Ἐτρέχετε καλῶς· τίς ὑμᾶς ἐνέκοψε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι; 8 ἡ πεισμονὴ οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς. 9 μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. 10 ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

28 Ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσοι πιστέψαμε στό Χριστό, εἴμαστε παιδιά τῆς ἐπαγγελίας, ὅπως κι ὁ Ἰσαάκ γεννήθηκε σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ. 29 Ἀλλά ὅπως τότε ὁ Ἰσμαήλ, πού γεννήθηκε σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους τῆς σάρκας, ἐπιβουλευόταν τόν Ἰσαάκ, πού γεννήθηκε ὑπερφυσικά, ἀπό ἐπαγγελία, ἔτσι γίνεται καί τώρα. Οἱ μέσῳ τοῦ Χριστοῦ πνευματικοί ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ καταδιώκονται ἀπό τούς σαρκικούς ἀπογόνους του. 30 Τί λέει ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή; Εἶπε ὁ Θεός στόν Ἀβρα­άμ: Διῶξε τή δούλη Ἄγαρ καί τό γιό της Ἰσμαήλ. Διότι δέν θά ἀποκτήσει κληρονομικά δικαιώματα καί ὁ γιός τῆς δούλης, ὅπως ἀπέκτησε ὁ γιός τῆς ἐλεύ­θε­ρης. 31 Τό συμπέρασμα λοιπόν πού βγαίνει ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι δέν εἴμαστε παιδιά τῆς δούλης, δη­­λα­δή τῆς ἐπίγειας Ἱερουσαλήμ, ἀλλά παιδιά τῆς ἐλεύ­θε­­ρης, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἐπου­ρά­νια Ἱε­ρου­σαλήμ. 1 Μείνετε λοιπόν σταθεροί στήν ἐλευθερία ἀπό τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, καί μήν ξαναμπαίνετε πάλι κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. 2 Νά, ἐγώ ὁ Παῦλος, ὁ ἀπόστολος πού ἐκλέχθηκα κατευθείαν ἀπό τόν Χριστό, σᾶς τό λέω: Ἐάν περιτέμνεσθε, ὁ Χριστός δέν θά σᾶς ὠφελήσει σέ τίποτε. 3 Δίνω καί πάλι βεβαίωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σέ κάθε ἄνθρωπο πού περιτέμνεται, ὅτι ἔχει τήν ὑποχρέωση νά τηρεῖ ὅλο τό νόμο, ἀφοῦ μέ τήν περιτομή πού κάνει, προτιμᾶ τή δικαίωση μέσῳ τοῦ νόμου ἀπό τή δικαίωση πού δίνει ὁ Χριστός. 4 Ἐσεῖς λοιπόν πού προσπαθεῖτε νά δικαιωθεῖτε μέ τό νόμο, ἀποξενωθήκατε ἀπό τόν Χριστό. Ἔχετε χάσει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν μοιάζετε πλέον μέ μᾶς. 5 Διότι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού ἔχουμε μέσα μας, περιμένουμε μέ βεβαιότητα τά ἀγαθά πού μᾶς ὑπόσχεται ἡ δικαίωση μέσῳ τῆς πίστεως, καί ἐλπί­ζου­με νά τά λάβουμε μόνο μέ τή δύναμη τῆς πίστεως αὐτῆς. 6 Διότι γιά ἐκείνους πού μέ τήν πίστη ἑνώθηκαν μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, οὔτε ἡ περιτομή ἔχει καμία ἰσχύ γιά τή δι­­καίωση καί σωτηρία, οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλά ἰσχύει μό­­νο ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται ζωντανή καί ἐνερ­γη­τική μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. 7 Κάποτε τρέχατε καλά σάν ἀγωνιστές ἀκούραστοι στό δρόμο τῆς ἀλήθειας. Ποιός σᾶς σταμάτησε, ὥστε πλέον νά μήν πείθεσθε στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί νά μή θεωρεῖτε ἀρκετή γιά τή σωτηρία σας τήν ὑπακοή στό Χριστό; 8 Ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη πού δείχνετε ὥστε νά μήν πείθεσθε στήν ἀλήθεια, δέν προέρχεται ἀπό τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος σᾶς καλεῖ στήν αἰώνια δόξα. 9 Ἤ μήπως θεωρεῖτε ἀσήμαντο τό νά ἐπιστρέφετε πάλι στό νόμο μέ τήν περιτομή πού κάνετε; Λίγο προζύμι ζυμώνει ὅλη τή μάζα τῆς ζύμης. Ἔτσι καί λίγα πλανεμένα φρονήματα μποροῦν νά σᾶς ἐξαπατήσουν καί νά σᾶς ἐκτρέψουν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀλήθεια. 10 Ἀλλά ὄχι. Ἐσεῖς δέν θά ἐξαπατηθεῖτε. Ἐγώ ἔχω γιά σᾶς τήν πεποίθηση πού μοῦ ἐμπνέει ἡ σχέση καί ἡ κοι­­νωνία μου μέ τόν Κύριο, ὅτι δέν θά δεχθεῖτε ἄλλο φρό­­νημα, ἀλλά τό φρόνημα τῆς ἀλήθειας πού διδαχθή­κατε. Ἐκεῖνος ὅμως πού σᾶς ἀναστατώνει μέ τίς ψευ­δο­­διδασκαλίες του, θά βαστάσει ὡς βαρύ φορτίο τή δί­­­καιη κατάκριση τοῦ Θεοῦ, ὁποιοσδήποτε κι ἄν εἶναι. Κι ὅλοι αὐτοί πού σᾶς ἀναστατώνουν εἶναι τόσο ἀν­ει­λι­κρι­­νεῖς καί συκοφάντες, ὥστε φθάνουν μέχρι τό ση­μεῖο νά διαδίδουν ὅτι κι ἐγώ τάχα τώρα ἔχω ταχθεῖ ὑπέρ τῆς περιτομῆς.