Τετάρτη 1 Ἰανουαρίου

03 tetarti

Εὐαγγέλιον: 1ης Ἰαν., «Ὑπέστρεψαν οἱ ποι­­μένες» (Λουκ. β΄ 20-21, 40-52)

20 Καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποι­­μένες δοξάζοντες καὶ αἰ­­­νοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶ­σιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶ­δον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐ­τούς. 21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κλη­θὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. 40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό. 41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γο­νεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς Ἱε­­­ρουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. 42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς 43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡ­­­μέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. 44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέ­­ρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐ­τὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· 45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. 46 καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκού­οντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· 47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συ­­νέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. 48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλά­γησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰ­­­δοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυ­νώ­μενοι ἐζητοῦμέν σε. 49 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; 50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. 51 καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 52 Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

20 Καί οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στό ποίμνιό τους καί δόξαζαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπό τόν ἄγγελο καί εἶδαν τά μάτια τους ὅταν πῆγαν στή Βηθλεέμ, καί τά ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τούς τά εἶπε ὁ ἄγγελος. 21 Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτώ ἡμέρες γιά νά γίνει στό παιδί ἡ περιτομή, τοῦ ἔκαναν περιτομή, γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ καί μέ τήν πράξη αὐτή ὅτι ἦταν γνή­σι­­ος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καί τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Ἰη­σοῦς, ὅπως δηλαδή τό εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προ­τοῦ ἀκόμα συλ­λη­φθεῖ τό παιδί στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. 40 Τό παιδί στό μεταξύ μεγάλωνε στό σῶμα. Καί ἡ θε­­ό­τητα, μέ τήν ὁποία ἦταν ἑνω­μένο, ἐνίσχυε τίς ­διανοητικές καί πνευματικές του δυνάμεις. Καί καθώς ἡ ἡλι­κία του προχωροῦσε, ἐκδήλωνε σταδιακά τή σοφία πού σέ τέλειο βαθμό τοῦ εἶχε μεταδώσει ἐξαρχῆς ἡ θεία του φύ­­ση. Καί ἦταν πά­νω του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τό ἐνίσχυε σ’ ὅλες τίς ἀρετές καί τό φύλαγε ἀπό κάθε ἁμαρ­τία, διευθύνοντας τήν ὁμαλή καί ἀπρόσκοπτη ἀνά­πτυξή του. 41 Κάθε χρόνο οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν στήν Ἱερου­σα­λήμ γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες. 42 Ὅταν λοιπόν τό παιδί ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, καί ἀνέ­βη­καν αὐτοί στά Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μέ τή συνήθεια πού εἶχε καθιερωθεῖ ἀπό τό νόμο γιά τήν ἑορτή, τό πῆ­ραν κι αὐτό μαζί τους. 43 Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους στά Ἱεροσόλυμα καί ἐπέστρεφαν στήν πατρίδα τους, ὁ μικρός Ἰησοῦς ἔμεινε πίσω στήν Ἱερουσαλήμ. Αὐτό ὅμως δέν τό ἀντιλήφθηκαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ. 44 Κι ἐπειδή νόμισαν ὅτι αὐτός ἦταν στό καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, προχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμο. Καί τό ἀπόγευμα ζητοῦσαν νά τόν βροῦν ἀνάμεσα στούς συγγενεῖς καί τούς γνωστούς τους. 45 Κι ἐπειδή δέν τόν βρῆκαν, γύρισαν πίσω στήν Ἱε­ρου­σαλήμ, καί στό δρόμο ζητοῦσαν νά τόν βροῦν ρωτών­­τας καί τούς προσκυνητές πού συναντοῦσαν. 46 Ὅταν τελικά ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀπό τότε πού εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπό ἐκεῖ χωρίς τόν Ἰησοῦ, τόν βρῆκαν στόν ἱερό περίβολο τοῦ Ναοῦ νά κάθεται ἀνάμεσα στούς διδασκάλους, καί νά τούς ἀκούει καί νά τούς ρωτᾶ γιά σπουδαῖα ζητήματα, ἀσυνήθιστα γιά τήν ἡλικία του. 47 Κι ὅλοι ὅσοι τόν ἄκουγαν ἀποροῦσαν καί θαύμαζαν γιά τήν ἐξαιρετική νοημοσύνη του καί γιά τίς ἀπαντήσεις πού ἔδινε. 48 Μόλις τόν εἶδαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπό ἔκπληξη, διότι γιά πρώτη φορά ὁ μικρός Ἰησοῦς φαινόταν νά μή σκέ­πτε­ται τήν ἀνησυχία πού θά τούς προκαλοῦσε ἡ καθυ­στέ­ρηση αὐτή. Καί ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε: Παιδί μου, γι­ατί μᾶς τό ἔκανες αὐτό ἔτσι κι ἔμεινες πίσω; Ἰδού, ὁ πα­τέρας σου κι ἐγώ μέ πόνο καί λαχτάρα σέ ζητούσαμε. 49 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: Γιατί ζητούσατε νά μέ βρεῖ­τε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στό σπίτι τοῦ Πα­τέρα μου; Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά ἀνησυχεῖτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νά μέ ἀναζητεῖτε νομίζοντας ὅτι χάθηκα. 50 Αὐτοί ὅμως δέν κατάλαβαν τά λόγια αὐτά πού τούς εἶπε, διότι δέν ἤξεραν ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε καί τή θεία φύση καί ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς δι­και­οῦν­ταν νά ὀνομάσει τό ναό πατρική κατοικία του. 51 Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπό τά Ἱερο­σό­­λυμα καί ἦλθε στή Ναζαρέτ. Καί ἐξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδί νά ὑποτάσσεται σ’ αὐτούς. Ἡ μητέρα του μάλιστα διατηροῦσε τά λόγια καί τά γεγονότα αὐτά στή μνήμη της, βαθιά χαραγμένα στήν καρδιά της. 52 Καί ὁ Ἰησοῦς βαθμιαῖα καί προοδευτικά ἐκδήλωνε τή θεία σοφία πού ἐξαρχῆς εἶχε. Ἐπίσης ἀναπτυσσόταν καί σωματικά. Καί σταδιακά ἀπεκάλυπτε τή χά­ρη πού τοῦ εἶ­χε δώσει ἐξαρχῆς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐκ­δήλωνε τήν εὔ­νοιά του σ’ αὐτόν. Κατά τό μέτρο δηλαδή τῆς σω­μα­τικῆς αὐξήσεως καί ἀναπτύξεώς του ἀπεκάλυπτε πε­ρισσότερο τήν ἐνί­­σχυση καί τήν εὐ­λο­­γία πού ὁ Θε­ός ἐξέχυνε πά­νω στήν ἀνθρώπινη φύ­ση του ἤδη ἀπό τή σύλ­ληψή του. Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι ἔβρι­σκαν σ’ αὐτόν ὁ­λο­­­ένα καί πε­­ρισ­­σότερο ἔκτακτα καί ἀσυ­νή­θι­στα χα­ρί­σματα σο­φίας, καλοσύνης καί ἀρε­τῆς.