Τρίτη 7 Ἰανουαρίου

02 triti

Εὐαγγέλιον: -μετά τοῦ προκειμένου αὐτοῦ-τοῦ Προδρόμου, 7ης Ἰαν. (Ἰω. α΄ 29-34)

9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέ­κνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πι­στεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐ­τοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγέ­νετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡ­μῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μο­­νογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀ­λη­θείας. 15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλά­βομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. 18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. 19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀ­­πέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱε­ροσολύμων ἱερεῖς καὶ λευ­ΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ; 20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός. 21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ. 22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; 23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης. 24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦ­σαν ἐκ τῶν Φαρισαίων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

9 Ὡς Λόγος καί ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦταν πάντοτε ὁ Χριστός τό ἀπολύτως τέλειο φῶς, ἡ μο­να­δική πηγή τοῦ φωτός, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο. 10 Ἦταν ἀπό τήν ἀρχή στόν κόσμο, προ­νο­­­­­­­οῦ­σε καί κυ­βερνοῦσε τόν κόσμο. Καί ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα κτί­­σματα ἀπ’ τά ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἐπί­­γει­­­ος κι ὁ οὐ­ρά­­­­νιος κόσμος, διαμέσου αὐτοῦ ἔγιναν. Κι ὅ­­­­­­­­­­­­­­­μως, ὅταν αὐ­τός σαρκώθηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ δι­­­­­εφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν προ­­­­­­­­­­­σκολ­­­­λημένος στά γήινα δέν τόν ἀναγνώρισε ὡς δη­­­­­μι­ουρ­­­­­­γό του. 11 Καί ὄχι μόνο ὁ κόσμος, ἀλλά καί οἱ δικοί του, οἱ Ἰου­­­­δαῖοι, τόν ἀπέρριψαν. Ἦλθε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἔζη­­­­­­σε ὡς ἄνθρωπος στή γῆ τῆς ἐπαγ­­γελίας, πού ἦταν ξε­­­­χωρισμένη πρίν ἀπό πολλούς αἰῶ­νες ἀπό τόν Θεό ὡς ἰδιαιτέρως δική του. Μά οἱ δικοί του ἄν­­θρω­ποι, οἱ Ἰου­­δαῖοι, δέν τόν παραδέχθηκαν, ἀλλά τόν ἀρνήθηκαν σάν ξένο καί ἐχθρό. 12 Ὅσοι ὅμως τόν δέχθηκαν καί τόν ἐγκολπώθηκαν ὡς σωτήρα τους, καί πίστεψαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­­οῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τούς ἀν­θρώ­πους, τούς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τή χάρη νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. 13 Αὐτοί δέν γεννήθηκαν ἀπό γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία, οὔτε ἀπό τήν ἐπι­θυ­μία κάποιου ἄνδρα, ἀλλά γεννήθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. 14 Γιά νά ἐντυπωθεῖ περισσότερο στόν καθένα ποιός ἐπιτέλεσε τήν ὑπερφυσική αὐτή γέννηση καί υἱ­ο­­­­­θεσία, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε μέσα στό χρόνο ἄν­θρω­πος. Καί ἔχοντας ὡς σκηνή καί ὡς ναό ἅγιο τήν ἀν­θρώ­πινη φύση, παρέμεινε μέ πολλή οἰκει­ό­τητα μεταξύ μας σάν ἕνας ἀπό μᾶς. Κι ἐμεῖς χορτάσαμε νά βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ὑπέρλαμπρη καί θεοπρεπή δόξα του, ἡ ὁποία φα­νε­ρωνόταν μέ τά θαύματά του καί τή διδα­­­σκαλία του καί τή λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης καί ὁλο­κλη­ρωτικά ἁγίας ζωῆς του. Ἦταν δόξα πού δέν πῆ­ρε ὡς χάρισμα καί δωρεά, ὅπως τήν παίρνουν τά λογικά δη­­­μι­ουργήμα­τα, ἀλλά τήν εἶχε φυσική ἀπό τόν Πατέρα του, ὡς Υἱός μο­νά­κριβος πού ἦταν· Υἱός γε­­μάτος χάρη, μέ τήν ὁποία τότε θαυ­­­­μα­τουργοῦσε καί τώ­ρα μᾶς ἀναγεννᾶ, καί γεμάτος ἀλή­­θεια, μέ τήν ὁποία μᾶς φωτίζει καί μᾶς δι­δά­σκει. 15 Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ γι’ αὐτόν καί φωνάζει δημόσια καί χωρίς κανένα δισταγμό, μέ παρρησία, λέγοντας: Αὐ­τός ἦταν ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο εἶπα ὅτι: αὐτός πού ἔρχεται στή δημόσια δράση ὕστερα ἀπό μένα ὑπῆρξε ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καί ἐνδοξότερος πολύ πρίν ἀπό μένα. Αὐτόν ἔβλεπαν καί κήρυτταν ὅλοι οἱ πατριάρ­χες καί οἱ προφῆτες· διότι ὡς πρωτότοκος καί μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρίν ἀπό μένα. 16 Ἀπό τόν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς τελειότητος καί τῶν δωρεῶν του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε τή μία χά­ρη πάνω στήν ἄλλη. Μετά τή χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρ­τιῶν μας λάβαμε καί τή χάρη τῆς υἱοθεσίας καί τῆς μακαρίας ζωῆς. Καί ὁλοένα δεχόμαστε νέα ὑπερ­ά­­φθο­νη χάρη πάνω σ’ ἐκείνη πού προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ὁ νόμος, πού τόν παρέβαιναν οἱ ἄνθρωποι καί γιά τό λόγο αὐτό γίνονταν ἔνοχοι καί ἀνάξιοι νά λάβουν τή χάρη τῆς υἱοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ἀνθρώπου καί δούλου, τοῦ Μωυσῆ. Ἐνῶ ἡ χάρη καί ἡ τέλεια ἀπο­­­­­κάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τίς σκιές καί τά σύμβολα τοῦ νόμου, ἦλθαν διαμέσου τοῦ Ἰη­­σοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτή ἡ χάρη καί ἡ ἀλή­θει­α ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἀνα­γεν­νοῦν. 18 Καί ἦταν φυσικό ἀπό τόν Χριστό νά λάβουμε τήν τέλεια ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Διότι τόν Θεό δέν τόν ἔχει δεῖ κανείς ποτέ. Ὁ Υἱός, πού μόνο αὐτός γεννήθηκε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός καί εἶναι μέσα στούς κόλπους του ἀχώριστος πάντοτε ἀπό αὐτόν, ἐκεῖνος μᾶς ἐξήγησε καί μᾶς γνώρισε τόν Θεό. 19 Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία πού ἔδωσε ὁ Ἰωάννης, ὅ­ταν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔστειλαν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καί λευ­­ίτες γιά νά τόν ρωτήσουν: Ἐσύ ποιός εἶ­σαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας; Ἤ εἶσαι κάποιος ἀπό ἐκείνους πού θά ἔλ­θουν πρίν ἀπ’ αὐτόν; 20 Τότε αὐτός ὁμολόγησε καί δέν ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁμο­­λό­γησε ἀπερίφραστα: Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Μεσσίας Χριστός. 21 Τί εἶσαι λοιπόν; τόν ρώτησαν. Καί τί σημαίνει ἡ ἄρ­νη­σή σου αὐτή; Εἶσαι ὁ Ἠλίας, πού πρόκειται νά ἐμ­φα­νισθεῖ πρίν ἀπό τόν Μεσσία; Καί ὁ Ἰωάννης εἶπε: Ὄχι, δέν εἶμαι. Εἶσαι σύ ὁ προφήτης πού προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς; Καί ἀποκρίθηκε: Ὄχι, οὔτε ὁ προφήτης εἶμαι γιά τόν ὁποῖο εἶπε ὁ Μωυσῆς. 22 Μετά λοιπόν ἀπό τίς ἐπανειλημμένες αὐτές ἀρνήσεις του, τοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι: Ποιός εἶσαι; Πές μας, γιά νά δώσουμε μιά ἀπάντηση σ’ ἐκείνους πού μᾶς ἔστειλαν. Τί λές γιά τόν ἑαυτό σου; 23 Τότε εἶπε ὁ Ἰωάννης: Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή κάποιου πού κραυγάζει δυνατά στήν ἔρημο καί λέει τά ἑξῆς, ὅπως εἶ­πε ὁ προφήτης Ἡσαΐας: Κάνετε ἴσιο τό δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο πρόκειται νά περάσει ὁ Κύριος. Προε­τοι­μά­στε δη­λαδή τίς ψυχές σας γιά νά δεχθεῖτε τόν Κύριο, πού πρό­κειται νά ἔλθει. 24 Ἀνάμεσα στούς ἀπεσταλμένους ὑπῆρχαν καί κά-ποι­οι πού ἀνῆ­καν στήν τάξη τῶν Φαρισαίων. Αὐτοί θε­ω­ροῦ­σαν τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη καινοτομία.