Εὐαγγέλιον: -μετά τοῦ προκειμένου αὐτοῦ-τοῦ Προδρόμου, 7ης Ἰαν. (ἸΜρ. α΄ 9-15)
9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. 15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. 18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. 19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ; 20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός. 21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ. 22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; 23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης. 24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
9 Ὡς Λόγος καί ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦταν πάντοτε ὁ Χριστός τό ἀπολύτως τέλειο φῶς, ἡ μοναδική πηγή τοῦ φωτός, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο. 10 Ἦταν ἀπό τήν ἀρχή στόν κόσμο, προνοοῦσε καί κυβερνοῦσε τόν κόσμο. Καί ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα κτίσματα ἀπ’ τά ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος κι ὁ οὐράνιος κόσμος, διαμέσου αὐτοῦ ἔγιναν. Κι ὅμως, ὅταν αὐτός σαρκώθηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν προσκολλημένος στά γήινα δέν τόν ἀναγνώρισε ὡς δημιουργό του. 11 Καί ὄχι μόνο ὁ κόσμος, ἀλλά καί οἱ δικοί του, οἱ Ἰουδαῖοι, τόν ἀπέρριψαν. Ἦλθε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἔζησε ὡς ἄνθρωπος στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πού ἦταν ξεχωρισμένη πρίν ἀπό πολλούς αἰῶνες ἀπό τόν Θεό ὡς ἰδιαιτέρως δική του. Μά οἱ δικοί του ἄνθρωποι, οἱ Ἰουδαῖοι, δέν τόν παραδέχθηκαν, ἀλλά τόν ἀρνήθηκαν σάν ξένο καί ἐχθρό. 12 Ὅσοι ὅμως τόν δέχθηκαν καί τόν ἐγκολπώθηκαν ὡς σωτήρα τους, καί πίστεψαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους, τούς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τή χάρη νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. 13 Αὐτοί δέν γεννήθηκαν ἀπό γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία, οὔτε ἀπό τήν ἐπιθυμία κάποιου ἄνδρα, ἀλλά γεννήθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. 14 Γιά νά ἐντυπωθεῖ περισσότερο στόν καθένα ποιός ἐπιτέλεσε τήν ὑπερφυσική αὐτή γέννηση καί υἱοθεσία, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε μέσα στό χρόνο ἄνθρωπος. Καί ἔχοντας ὡς σκηνή καί ὡς ναό ἅγιο τήν ἀνθρώπινη φύση, παρέμεινε μέ πολλή οἰκειότητα μεταξύ μας σάν ἕνας ἀπό μᾶς. Κι ἐμεῖς χορτάσαμε νά βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ὑπέρλαμπρη καί θεοπρεπή δόξα του, ἡ ὁποία φανερωνόταν μέ τά θαύματά του καί τή διδασκαλία του καί τή λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης καί ὁλοκληρωτικά ἁγίας ζωῆς του. Ἦταν δόξα πού δέν πῆρε ὡς χάρισμα καί δωρεά, ὅπως τήν παίρνουν τά λογικά δημιουργήματα, ἀλλά τήν εἶχε φυσική ἀπό τόν Πατέρα του, ὡς Υἱός μονάκριβος πού ἦταν· Υἱός γεμάτος χάρη, μέ τήν ὁποία τότε θαυματουργοῦσε καί τώρα μᾶς ἀναγεννᾶ, καί γεμάτος ἀλήθεια, μέ τήν ὁποία μᾶς φωτίζει καί μᾶς διδάσκει. 15 Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ γι’ αὐτόν καί φωνάζει δημόσια καί χωρίς κανένα δισταγμό, μέ παρρησία, λέγοντας: Αὐτός ἦταν ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο εἶπα ὅτι: αὐτός πού ἔρχεται στή δημόσια δράση ὕστερα ἀπό μένα ὑπῆρξε ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καί ἐνδοξότερος πολύ πρίν ἀπό μένα. Αὐτόν ἔβλεπαν καί κήρυτταν ὅλοι οἱ πατριάρχες καί οἱ προφῆτες· διότι ὡς πρωτότοκος καί μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρίν ἀπό μένα. 16 Ἀπό τόν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς τελειότητος καί τῶν δωρεῶν του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε τή μία χάρη πάνω στήν ἄλλη. Μετά τή χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας λάβαμε καί τή χάρη τῆς υἱοθεσίας καί τῆς μακαρίας ζωῆς. Καί ὁλοένα δεχόμαστε νέα ὑπεράφθονη χάρη πάνω σ’ ἐκείνη πού προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ὁ νόμος, πού τόν παρέβαιναν οἱ ἄνθρωποι καί γιά τό λόγο αὐτό γίνονταν ἔνοχοι καί ἀνάξιοι νά λάβουν τή χάρη τῆς υἱοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ἀνθρώπου καί δούλου, τοῦ Μωυσῆ. Ἐνῶ ἡ χάρη καί ἡ τέλεια ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τίς σκιές καί τά σύμβολα τοῦ νόμου, ἦλθαν διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτή ἡ χάρη καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἀναγεννοῦν. 18 Καί ἦταν φυσικό ἀπό τόν Χριστό νά λάβουμε τήν τέλεια ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Διότι τόν Θεό δέν τόν ἔχει δεῖ κανείς ποτέ. Ὁ Υἱός, πού μόνο αὐτός γεννήθηκε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός καί εἶναι μέσα στούς κόλπους του ἀχώριστος πάντοτε ἀπό αὐτόν, ἐκεῖνος μᾶς ἐξήγησε καί μᾶς γνώρισε τόν Θεό. 19 Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία πού ἔδωσε ὁ Ἰωάννης, ὅταν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔστειλαν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καί λευίτες γιά νά τόν ρωτήσουν: Ἐσύ ποιός εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας; Ἤ εἶσαι κάποιος ἀπό ἐκείνους πού θά ἔλθουν πρίν ἀπ’ αὐτόν; 20 Τότε αὐτός ὁμολόγησε καί δέν ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁμολόγησε ἀπερίφραστα: Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Μεσσίας Χριστός. 21 Τί εἶσαι λοιπόν; τόν ρώτησαν. Καί τί σημαίνει ἡ ἄρνησή σου αὐτή; Εἶσαι ὁ Ἠλίας, πού πρόκειται νά ἐμφανισθεῖ πρίν ἀπό τόν Μεσσία; Καί ὁ Ἰωάννης εἶπε: Ὄχι, δέν εἶμαι. Εἶσαι σύ ὁ προφήτης πού προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς; Καί ἀποκρίθηκε: Ὄχι, οὔτε ὁ προφήτης εἶμαι γιά τόν ὁποῖο εἶπε ὁ Μωυσῆς. 22 Μετά λοιπόν ἀπό τίς ἐπανειλημμένες αὐτές ἀρνήσεις του, τοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι: Ποιός εἶσαι; Πές μας, γιά νά δώσουμε μιά ἀπάντηση σ’ ἐκείνους πού μᾶς ἔστειλαν. Τί λές γιά τόν ἑαυτό σου; 23 Τότε εἶπε ὁ Ἰωάννης: Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή κάποιου πού κραυγάζει δυνατά στήν ἔρημο καί λέει τά ἑξῆς, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας: Κάνετε ἴσιο τό δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο πρόκειται νά περάσει ὁ Κύριος. Προετοιμάστε δηλαδή τίς ψυχές σας γιά νά δεχθεῖτε τόν Κύριο, πού πρόκειται νά ἔλθει. 24 Ἀνάμεσα στούς ἀπεσταλμένους ὑπῆρχαν καί κά-ποιοι πού ἀνῆκαν στήν τάξη τῶν Φαρισαίων. Αὐτοί θεωροῦσαν τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη καινοτομία.