Πέμπτη 16 Ἰανουαρίου

04 pempti

Ἀπόστολος: άποστόλου, Σαβ. δ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ιβ΄ 1-11)

1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν και­ρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴ­δης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖ­ρας κα­κῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. 2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. 3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· 4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. 5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. 6 Ὅτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυ­κτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρα­­τιωτῶν δεδεμένος ἁλύ­σε­σι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. 7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. 8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπό­δη­σαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. 9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. 10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλ­θον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σι­δηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελ­θόντες προ­ῆλθον ρύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. 11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

1 Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ βασιλιάς Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄, ἐγγονός τοῦ μεγάλου Ἡρώδη, ἔβαλε χέρι σέ με­ρι­κούς ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιά νά τούς κακο­ποι­ή­σει. 2 Ἔτσι θανάτωσε μέ ἀποκεφαλισμό τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. 3 Κι ὅταν εἶδε ὅτι καί οἱ ἄρχοντες καί ὅλος ὁ λαός τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθηκαν μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή, ἀποφάσισε στή συνέχεια νά συλλάβει καί τόν Πέτρο. Ἦταν μάλιστα τότε οἱ ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. 4 Τόν συνέλαβε λοιπόν καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή παραδίδοντάς τον σέ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν γιά νά τόν φρουροῦν. Διότι ἤθελε μετά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα νά τόν ἀνεβάσει στό δικαστήριο καί νά τόν δικάσει μπροστά στό λαό. 5 Ἔτσι λοιπόν ὁ Πέτρος φρουροῦνταν μέσα στή φυλακή. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέπεμπε στό Θεό ἀδιάκοπα πολλές καί θερμές προσευχές γιά τή διάσωσή του. 6 Τήν προηγούμενη λοιπόν νύχτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης πού ὁ Ἡρώδης σκόπευε νά τόν ὁδηγήσει στό δικαστήριο, ὁ Πέτρος κοιμόταν ἥσυχα ἀνάμεσα σέ δύο στρα­τι­ῶ­τες δεμένος μέ δύο ἁλυσίδες, ἐνῶ φρουροί μπροστά στή θύρα φύλαγαν τό δεσμωτήριο. 7 Ξαφνικά ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε καί φῶς ἔλαμψε μέσα στό κελλί πού κοιμόταν ὁ Πέτρος. Τό­τε ὁ ἄγγελος ξύπνησε τόν Πέτρο σκουντώντας τον μέ δύναμη στό πλευ­ρό, καί τοῦ εἶπε: Σήκω γρήγορα. Κι ἀμέ­σως ἔπε­σαν οἱ ἁλυσίδες ἀπό τά χέρια του. 8 Τοῦ εἶπε ἀκόμη ὁ ἄγγελος: Δέσε τή ζώνη στό χιτώνα σου καί τά σανδάλια στά πόδια σου. Καί ὁ Πέτρος ἀμέ­σως ἔκα­νε ὅπως διατάχθηκε. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄγ­γε­λος: Φόρεσε τό ἐξωτερικό σου ροῦχο καί ἀκο­λού­θη­­σέ με. 9 Καί ὁ Πέτρος βγῆκε ἀπό τό κελλί καί ἀκολουθοῦσε τόν ἄγγελο. Δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ἀκόμη ὅτι εἶναι πραγματικό αὐτό πού γινόταν ἀπό τόν Θεό μέσῳ τοῦ ἀγ­γέ­λου. Νόμιζε δηλαδή ὅτι βλέπει στόν ὕπνο του κάποια ὀπτασία. 10 Ἀφοῦ πέρασαν τόν πρῶτο καί τόν δεύτερο φρουρό, ἦλθαν στή σιδερένια ἐξώπορτα πού ὁδηγοῦσε ἀμέσως στήν πόλη. Καί ἡ πόρτα αὐτή ἄνοιξε ἀπό μόνη της καί βγῆκαν ἔξω. Πέρασαν μαζί ἕνα στενό καί ξαφνικά ὁ ἄγ­γε­λος ἐξαφανίστηκε ἀπό τά μάτια τοῦ Πέτρου. 11 Τότε ὁ Πέτρος συνῆλθε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἐκ­πλή­ξεως καί τῆς ἐκστάσεως, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας νόμι­ζε ὅτι ἔβλεπε ὅραμα, καί εἶπε: Τώρα καταλαβαίνω ὅτι πραγματικά ἔστειλε ὁ Κύριος τόν ἄγγελό του καί μέ ἐλευ­­­­θέρωσε ἀπό τό κακοῦργο χέρι τοῦ Ἡρώδη κι ἀπό κάθε κακό πού ὁ λαός τῶν Ἰουδαίων περίμενε νά πάθω.