Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τετ. ις΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. ζ΄ 14-24)
14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε. 15 οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. 16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. 17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς. 18 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; 19 ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλ’ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα. 20 ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, 22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· 23 πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
14 Τότε κάλεσε ὅλο τό λαό καί τούς εἶπε: Ἀκοῦστε ὅλοι αὐτό πού θά σᾶς πῶ καί προσέξτε νά τό καταλάβετε. 15 Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπ’ ὅσα ὁ ἄνθρωπος παίρνει ἀπ’ ἔξω καί βάζει μέσα του μέ τήν τροφή, τό ὁποῖο νά μπορεῖ νά τόν κάνει βέβηλο καί ἀκάθαρτο θρησκευτικά. Ἀλλά ἐκεῖνα πού βγαίνουν ἀπ’ αὐτόν καί τή μολυσμένη καρδιά του, αὐτά εἶναι πού κάνουν τόν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο καί βέβηλο. 16 Ὅποιος ἔχει φωτισμένο νοῦ κι αὐτιά πνευματικά ν’ ἀκοῦν μέ ἐνδιαφέρον καί νά κατανοοῦν συγχρόνως αὐτά πού λέω, ἄς ἀκούει. 17 Κι ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τό πλῆθος καί μπῆκε σέ κάποιο σπίτι, τόν ρώτησαν οἱ μαθητές τί ἐννοοῦσε μέ τόν παραβολικό καί δυσκολονόητο λόγο πού εἶπε. 18 Καί τούς ἀπάντησε: Κι ἐσεῖς ἀκόμη, ὅπως τό πολυάριθμο πλῆθος, δυσκολεύεστε τόσο πολύ νά κατανοήσετε τήν ἀλήθεια πού εἶπα; Δέν καταλαβαίνετε ἀκόμη ὅτι κάθε τι πού μπαίνει ἀπ’ ἔξω μέσα ἀπ’ τό στόμα στόν ἄνθρωπο δέν μπορεῖ νά τόν μολύνει καί νά τόν κάνει βέβηλο θρησκευτικά; 19 Διότι αὐτό δέν πηγαίνει μέσα στήν καρδιά του καί στήν ψυχή του, ἀλλά πηγαίνει στήν κοιλιά, καί τό περιττό καί ἄχρηστο μέρος τοῦ φαγητοῦ ἀποβάλλεται στό ἀποχωρητήριο κι ἔτσι ἀφήνει καθαρές ὅλες τίς οὐσίες πού συγκράτησε ὁ ὀργανισμός. 20 Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ἐκεῖνο πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνο μολύνει καί κάνει βέβηλο τόν ἄνθρωπο. 21 Διότι μέσα ἀπ’ τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων βγαίνουν κακές σκέψεις καί ἀποφάσεις, μοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, 22 κλοπές, κάθε εἴδους ἀδικίες πού προέρχονται ἀπό τήν πλεονεξία, μοχθηρίες καί κακίες, ἀπάτες, ἠθική παραλυσία καί ἀκράτεια, μάτι φθονερό καί κακό, βλασφημία, ὑπερηφάνεια, τρέλα καί ἀμυαλοσύνη, πού τή γεννᾶ ὁ σκοτισμός τῆς ἁμαρτίας. 23 Ὅλα αὐτά τά κακά βγαίνουν ἀπό μέσα, διότι ἀρχικά φυτρώνουν στήν καρδιά ὡς λογισμοί καί ἐπιθυμίες καί ἀποφάσεις, καί αὐτά κάνουν τόν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο. 24 Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί πῆγε κοντά στά σύνορα τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος. Κι ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα σπίτι, ὅπου διάλεξε νά μείνει, δέν ἤθελε νά γίνει γνωστό ὅτι ἦταν ἐκεῖ. Ἀλλά δέν μπόρεσε νά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ κόσμου.