Τὸν εἶδα στὸ βάθος τοῦ ἐργαστηρίου του νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα του. Ἔπινε τὸν καφέ του τὸν ἑλληνικό. Μόλις εἶχε ἀνοίξει τὸ κατάστημά του. Ξυλόγλυπτα πουλοῦσε – λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Hilton – μὲ πολλὴ τέχνη καμωμένα, ὁ κύριος Λεονταρίδης Ἠλίας.
Πλησίασα κοντά του. Φοβήθηκα μήπως μὲ περάσει γιὰ ἄνθρωπο τῆς ἐφορίας, σὰν κάποιον δηλαδὴ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθεωροῦν τόσο συχνὰ στὶς μέρες μας τὶς μικροεπιχειρήσεις.
Ἐκεῖνος ἔδειξε ἀτάραχος ποὺ μὲ εἶδε. Ἀνασηκώθηκε ἀπὸ τὴν πολυθρόνα του. Πρὶν προλάβω νὰ τὸν καλημερίσω, μὲ γλυκοχαιρέτησε καὶ μοῦ ’πε εὐγενικά:
–Σὲ κατάλαβα. Εἶσαι ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ περιοδικὸ ποὺ χρόνια παίρνω καὶ τὸ μελετῶ μὲ δίψα. Θὰ σοῦ τακτοποιήσω τὴ συνδρομή. Ξαπόστασε λιγάκι.
Ἐγὼ δὲν χόρταινα ν’ ἀπολαμβάνω τὴ γνήσια εἰρήνη ποὺ ξεχυνόταν στὸ γαλήνιο πρόσωπο τοῦ ἡλικιωμένου γέροντα. Τόν ἔκανα γιὰ 75. Ὅμως ἦταν φτασμένος 90…
–Δὲν ἔχω νὰ φοβηθῶ κάποιον, συνέχισε ὁ γέροντας. Δὲν ἀδίκησα κανέναν. Τά ’χω καλὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ συνείδησή μου. Ἀγαπῶ μὲ μεράκι τὴν τέχνη μου.
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔμαθα μὲ ὑπομονὴ νὰ σκαλίζω κομμάτια ἀπὸ ξύλο καὶ νὰ τὰ κάνω κομψοτεχνήματα· κοίτα γύρω…
Ἔριξα μιὰ ματιὰ καὶ θαύμασα!… Ξυλόγλυπτα ὅλα: μικροαντικείμενα, ταμπακιέρες, ἀναλόγια, κηροπήγια, σκαμνάκια, σκαμπό… Τὰ περισσότερα διάτρητα καὶ μὲ κομμάτια φιλντισιοῦ καλλιτεχνημένα. Ὅλα ἀπέπνεαν μιὰ τελειότητα στὰ μέτρα τὰ ἀνθρώπινα.
Τώρα ἄλλαξε κουβέντα ὁ γέροντας. Ὁ λόγος του ἔβγαζε παράπονο:
–Ποῦ κατάντησε ἡ Ἑλλάδα;… Κλαίω τὴν Ἑλλάδα. Τὴν πονῶ τὴν πατρίδα τὴν τόσο εὐεργετημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Σαράντα καλὰ τῆς χάρισε ὁ Πανάγαθος: πολιτισμό, δόξα, ἐπιστήμη, ἀρχοντιά, ὀμορφιά, πλοῦτο, φιλοσόφους, ἥρωες, ἁγίους, μοναστήρια, Μάρτυρες… ἔλεγε ὁ γέροντας καὶ ἀπαριθμοῦσε ἀτελείωτα τὰ εὐεργετήματα τὰ μεγάλα. Ὅλα αὐτὰ τὰ πρόδωσαν οἱ Ἕλληνες. Τὰ πούλησαν σ’ ἐχθρούς. Καὶ τώρα πάσχουν. Ἔδιωξαν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή τους. Κάθε μέρα κλαίω καὶ πονῶ καὶ προσεύχομαι γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες ποὺ τοὺς κτύπησε ἡ κρίση. Καὶ μυαλὸ δὲν βάζουν νὰ γυρίσουν πίσω στὸν Χριστό, γιὰ νὰ ξαναβροῦν τὴ χαμένη ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη… Ὅμως δὲν σ’ τὸ κρύβω, συνέχισε αἰσιόδοξα ὁ γέροντας, καὶ κτυπώντας τὴν καρδιά του εἶπε: Ἐδῶ μέσα δεν ὑπάρχει κρίση. Γιατὶ πιστεύω βαθιὰ στὸν Χριστὸ καὶ ἔχω χαρὰ μεγάλη κάθε μέρα μέσα μου. Προβλήματα καὶ χρέη βέβαια δὲν μοῦ λείπουν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς περισσεύει μέσα μου. Καὶ Αὐτὸς βασιλεύει στὴν ψυχή μου καὶ μὲ κυβερνάει.
❁ ❁ ❁
Στὴ δύση τῆς ζωῆς του ὁ Ἠλίας Λεονταρίδης μοῦ ’δειξε μιὰ ἀνταύγεια ἀπὸ τὴν ἀκτίνα τῆς εἰρήνης του.
Ἔφυγα συγκινημένος. Μὲ εἶχε πληρώσει ὄχι μόνο μὲ τὴ συνδρομή του ἀλλὰ καὶ μὲ κάτι πολὺ περισσότερο: μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πίστεώς του.
Τὸ βράδυ ἔβαλα στὸ εἰκονοστάσι μου τὸ κηροπήγιο – ξυλόγλυπτο δῶρο ποὺ μοῦ ἔκαμε. Πρόσθεσα τὸ ἁγνὸ κερί. Τὸ ἄναψα καὶ τὸ ἄφησα νὰ φωτίζει μὲ τὸ ἱλαρό του φῶς τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσα λέγοντας:
«Κύριε! Στὴν πολύβουη Ἀθήνα τῶν πολλῶν ἑκατομμυρίων καὶ τῆς μεγάλης ἀποστασίας ἔχεις κρυμμένους τοὺς ἁγίους Σου. Πολλαπλασίασέ τους καὶ φανέρωσέ τους σ’ ἐμᾶς, γιὰ νὰ στερεώνουν τὰ τρεμάμενα βήματά μας.
Γιατὶ τελικά, Κύριε, οἱ κρυμμένοι ἅγιοι θὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ τὴ μεγάλη κρίση μὲ τὴ δύναμη τῆς θερμῆς προσευχῆς τους καὶ τῆς ἁγίας ζωῆς τους. Ἀρκεῖ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε».