Μέρες Γενάρη. Πέρασε κιόλας ἕνας μήνας ἀπὸ τότε… Καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα ἐξακολουθεῖ νὰ ἠχεῖ ἔντονα ἀκόμη ἡ φωνὴ τοῦ πρώτου παιδιοῦ του, τοῦ Χρήστου: «Τὰ κατάφερα»! Δὲν ἔκρυβε ἐγωισμὸ αὐτή του ἡ φράση. Δὲν τό ’πε δυνατά, χαμηλόφωνα τό ’πε, μπαίνοντας στὸ σπίτι – ἀρχὲς Δεκέμβρη ἦταν – ἕνα μεσημέρι γυρίζοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο. «Τὰ κατάφερα»! Ἦταν ἡ πρώτη του δυνατὴ νίκη, ὄχι στὰ μαθήματα, οὔτε στὸ παιχνίδι ἀλλὰ στὴν ὁμολογία.
Ἂς πήγαινε Β΄ Δημοτικοῦ ὁ Χρῆστος. Ὁδηγημένος ἀπὸ βρέφος στῆς Ἐκκλησίας τὰ νάματα – πρῶτος ἀπὸ 4 ἀδέλφια – βρέθηκε μπροστὰ σὲ δίλημμα. Ἡ τάξη του εἶχε ἀναλάβει τὴ χριστουγεννιάτικη γιορτή, ἄχρωμη ἀπὸ πνεῦμα χριστιανικό. Τὸ θεατρικὸ θὰ εἶχε θέμα τὸν στρουμπουλὸ δυτικόφερτο ψεύτικο ἁι – Βασίλη μὲ καλικάντζαρους καὶ ξωτικά, ποὺ τὸν ντύνουν στὰ κόκκινα καὶ τὸν φέρνουν νὰ μοιράζει δῶρα. Τίποτε ἄλλο. Ὁ Χρῆστος ἔπρεπε ὑ-
ποχρεωτικὰ νὰ λάβει μέρος. Ἡ δασκάλα τῆς τάξης του τὸν πρότεινε γιὰ καλικάντζαρο. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τοῦ πρότεινε μετὰ νὰ γίνει ξωτικό. Ὁ Χρῆστος τὸ δέχτη-
κε χωρὶς ἰδιαίτερη συγκίνηση. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κι ἀλλιῶς. Μέσα του ὅμως ἔμενε ἡ ἀπορία: Πόσο διαφορετικὰ ἦταν στὸ περσινὸ ἰδιωτικὸ σχολεῖο στὴν Πεύκη, μὲ τὴ γιορτὴ ποὺ μοσχοβόλαγε ἀπὸ τὴ χάρη τῆς Βηθλεέμ. Νὰ μποροῦσε νὰ γίνει βοσκός, μάγος, Ἰωσήφ, ἀστέρι, ἀγγελάκι… Πόσο ὄμορφα ἦταν τότε!
Οἱ μέρες κυλοῦσαν. Ἀπεργίες ἔφερναν πίσω τὶς πρόβες. Ὁ μικρὸς ἀδημονοῦσε. Πότε θὰ ἀρχίσουν; «Κάθε ἐμπόδιο γιὰ καλό», τοῦ ’λεγε ἡ μητέρα του, ποὺ δὲν εἶχε μπορέσει μὲ τὴν εὐγενικὴ παράκλησή της πρὸς τὴ δασκάλα τοῦ Χρήστου νὰ ἀλλάξει τὸ σκέτς. Τὸ μικρό της παιδὶ τὸ ἄφηνε ἐλεύθερο νὰ ἐπιλέξει ὅ,τι ἤθελε, σεβόμενη τὴν εὐαισθησία τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡριμότητα τῆς σκέψεώς του. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ εἶπε ἦταν: «Δὲν ρωτᾶς καὶ τὸν Πνευματικό σου;».
Βλέπετε, στὶς μέρες μας ὑπάρχουν μικρὰ παιδιὰ ποὺ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη καὶ θέλουν νὰ πηγαίνουν σὲ Ἐξομολόγο γιὰ νὰ βγάζουν τὰ πρῶτα μικρὰ ἀγκάθια ποὺ ματώνουν τὴν ψυχή τους.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Χρῆστος ζήτησε τὸν Πνευματικὸ γιὰ συζήτηση. Ἄνοιξε διάλογο μὲ τὸν ἱερέα Ἐξομολόγο του, ὅσο μπορεῖ ἕνα παιδὶ νὰ συνομιλήσει γιὰ τέτοια θέματα.
Στὸ τέλος ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Πνευματικοῦ του γιὰ τὴν ἀπιστία ποὺ ὑ-
πάρχει γύρω μας. Ἄκουσε ἀκόμα ὅτι οἱ μεγάλοι κυβερνῆτες τῆς γῆς δὲν θέλουν τὸν Χριστὸ νὰ κυβερνάει τὸν κόσμο, καὶ Τὸν πολεμοῦν ἢ Τὸν κρύβουν ἀπὸ τὰ μάτια τῶν μεγάλων ἀλλὰ καὶ τῶν μικρῶν. Ὁ μικρὸς Χρῆστος ἄκουγε τελείως σιωπηλός, μὲ ἕνα βλέμμα ἀπορίας. Ἄρχισε νὰ νιώθει ντροπὴ γιατὶ δέχθηκε νὰ γίνει ξωτικὸ σὲ γιορτὴ γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
–Πηγαίνεις στὸ Κατηχητικό, Χρῆστο;
–Ναί, στὴν ἐνορία μου κάθε Κυριακή, στὰ μικρά.
–Πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία;
–Κάθε Κυριακὴ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά μου.
–Τὶς ἤξερα τὶς ἀπαντήσεις σου, Χρῆστο. Ἤθελα ὅμως νὰ τὶς πεῖς, γιὰ νὰ τὶς ἀκούσει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ δικό σου στόμα καὶ νὰ χαρεῖ. Ἂν λοιπὸν ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, γνώριζε ὅτι σήμερα σοῦ χαρίζει μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία: νὰ ὁμολογήσεις τὴν πίστη σου σ’ Αὐτὸν καὶ νὰ ἀρνηθεῖς νὰ γίνεις ξωτικό. Σκέψου το καλά μόνος σου. Ὅ,τι θέλεις κάνε.
Τὸ παιδὶ ἔμεινε σιωπηλό. Ἐλαφρὰ βούρκωσε. Κατέβασε τὰ μάτια. Μιὰ μάχη γινόταν μέσα του. Ἀφοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὴ δασκάλα του, πῶς νὰ ἀρνηθεῖ τώρα; Σήκωσε μετὰ τὰ μάτια. Κοίταξε τὸν Πνευματικό του καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ ξωτικό; Ὄχι!». Πῆρε τὴν εὐχή του κι ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι μὲ τὸν πατέρα του.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Χρῆστος μπροστὰ στὴ δασκάλα του ἔλεγε: «Κυρία, δὲν θέλω νὰ πάρω μέρος στὴ γιορτή. Τὸ γιατί, ρωτῆστε τοὺς γονεῖς μου». Ἡ δασκάλα κοίταξε μὲ ἀπορία τὸ παιδί. Τὸ θαύμασε γιὰ τὸ θάρρος του. Δὲν ἔφερε καμία ἀντίρρηση στὴν ἀπόφασή του. Κατάλαβε ὅτι τοῦτο τὸ παιδὶ θυσίαζε κάτι ποὺ ἀγαποῦσε γιὰ μιὰ ἄλλη ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς εἶχε νικήσει. Ὁ Χρῆστος θὰ γιόρταζε τὰ καλύτερα Χριστούγεννα!
❁ ❁ ❁
Πάνω ἀπὸ τὸ μικρὸ κρεβατάκι του κρέμεται τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Καὶ πίσω γραμμένη ἡ ἀφιέρωση: «Στὸ ἀγαπητό μας παιδὶ καὶ φίλο καὶ ὁμολογητὴ τοῦ Χριστοῦ, Χρῆστο! Σοῦ εὐχόμαστε χρόνια πολλά! Ὁ γεννηθεὶς Χριστὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ καὶ νὰ σὲ προστατεύει πάντοτε. Καὶ ποτὲ κανεὶς νὰ μὴ σοῦ κλέψει ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν πίστη. Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ σέ φιλοῦμε θερμά. Οἱ γονεῖς σου» 25.12.2013.
❁ ❁ ❁
«Τὰ κατάφερα»!
Ποτέ του δὲν πίστεψε ὁ πατέρας ὅτι τὸ πρῶτο του, μικρὸ παιδί, τὸ ζωηρὸ καὶ ἀνήσυχο θὰ μποροῦσε νὰ τολμήσει καὶ νὰ νικήσει σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη μάχη.
Γενάρης. Στὸ δωμάτιο τῶν παιδιῶν του κοιτᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καὶ προσεύχεται: «Τὸ παιδί μου, Κύριε, νίκησε. Τώρα εἶναι ἡ δική μου σειρὰ στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου. Νὰ νικήσω κι ἐγὼ στὸν δικό μου ἀγώνα».