22 Μαρτίου
Ἑορταζόμενοι ἅγιοι
● Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἱεροµάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας
● Ἡ Ἁγία Δροσίδα καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὴν πέντε Κανονικές
● Οἱ Ἁγίες Καλλινίκη (καὶ κατ᾿ ἄλλους Καλλίνικος) καὶ Βασίλισσα
● Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Πελοποννήσιος
ὉἍγιος Βασίλειος Ἱεροµάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (360-363). Τὸν κατήγγειλαν στὸν ἔπαρχο Σατουρνῖνο, ὅτι κατηγοροῦσε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε διατάχθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο νὰ δηλώσει δηµόσια ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πιστὸς Ἱερέας χαµογέλασε στὴν ἀπαίτηση αὐτὴ τοῦ ἐπάρχου καὶ δήλωσε ὅτι ἡ ζωή του ὅλη ἀνῆκε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν. Ὅταν ὁ ἔπαρχος ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν βασανίσει σκληρὰ ἂν δὲν ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, τότε αὐτὸς ἀπάντησε: «Πῶς δέ, ἐνόµισας ὅτι ἐγὼ θὰ ἠρνούµην τὸν Χριστόν, ἀφοῦ καὶ ὁ τελευταῖος ἐκ τῶν πιστευόντων εἰς Αὐτὸν λαϊκῶν της ἐνορίας µου, εἶναι πρόθυµος νὰ χύση τὸ αἷµα του διὰ τὴν ἁγίαν µας πίστιν;». Ὁ Σατουρνῖνος, τότε, τὸν βασάνισε καὶ τὸν φυλάκισε. Μετὰ ἀπὸ µερικὲς ἡµέρες, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα ὁ Ἰουλιανός. Πληροφορήθηκε γιὰ τὸν πρεσβύτερο Βασίλειο καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν µπροστά του. Ἀλλὰ διαπίστωσε ὅτι ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ Ἱερέα ἦταν ἀκόµη ἰσχυρότερη. Τότε ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν θανάτωσαν µὲ µαρτυρικὸ τρόπο.
ἩἉγία Δροσίδα καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὴν πέντε Κανονικές
Στὸ τέλος τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς του, ὁ Παῦλος στέλνει ἐν Χριστῷ ἀσπασµοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. Φαίνεται ἀπ᾿ αὐτὸ ὅτι κατὰ τὴν πρώτη διαµονή του στὴ Ῥώµη, κατόρθωσε νὰ φέρει στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τῶν ἀνακτόρων. Αὐτὴ τὴν γνώµη ἔχει ὁ Λατῖνος Ἱερώνυµος, καὶ τὸ ρωµαϊκὸ µαρτυρολόγιο ἀναφέρει µάρτυρες καὶ ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῶν Καισάρων. Κάτι τέτοιο ἔγινε καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορας Τραϊανοῦ (99-117 µ.Χ.). Ἕνας ὅµιλος πέντε Κανονικῶν, δηλαδὴ παρθένων ἀφιερωµένων στὸ Χριστὸ διὰ ἐκκλησιαστικῆς κουρᾶς, µπόρεσαν νὰ φέρουν στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ Τραϊανοῦ, Δροσίδα. Καὶ οἱ µὲν Κανονικὲς πέθαναν µὲ µαρτυρικὸ θάνατο, τὴν δὲ Δροσίδα, ἀφοῦ ἔφυγε νύκτα ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, τὴν ἔκρυψαν χριστιανοί, καὶ ἡ ψυχή της πῆγε στὸ Θεό, ἐνῷ προσευχόταν, µετὰ ὀκτὼ ἡµέρες.
ΟἱἉγίες Καλλινίκη (καὶ κατ᾿ἄλλους Καλλίνικος) καὶ Βασίλισσα
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἐπὶ λέξει, γράφει: Οἱ ἔντυποι Συναξαρισταὶ καὶ τὰ Μηναῖα καὶ πολλοὶ τῶν Κωδίκων κατὰ τὴν 2αν (καὶ 21ην) Μαρτίου σηµειούσι* «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ αἱ ἅγιαι µάρτυρες Καλλίνικη καὶ Βασίλισσα ξίφει τελειοῦνται», ἄνευ τινὸς σχετικοῦ ὑποµνήµατος ἀλλὰ οἱ Κώδικες τῆς Πετρουπόλεως (200), τοῦ Ὀξονίου (Τ. ΙΙΙ, 16), τῆς Βιέννης (Theol.gr. 300) καὶ ὁ τῆς Λαύρας 70 Καλλίνικον ὀνοµάζουσι τὴν Καλλινίκην: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ ἄθλησις τῶν ἁγίων µαρτύρων Καλλινίκου καὶ Βασιλίσσης». Ὁ δὲ τῆς Λαύρας 70 συνοδεύει (αὐτὸς καὶ µόνος) τὴν µνήµην αὐτῶν καὶ δι᾿ ὑποµνήµατος, τὸ ὁποῖον παραθέτω ὡς ἔχει: Οὗτοι διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ ὁµολογίαν παρέστησαν τῷ ἄρχοντι τῆς πόλεως καὶ τὸν Χριστὸν Θεὸν εἶναι ὠµολόγησαν ὁ δὲ ἄρχων κολακευτικοῖς τισι ῥήµασι τούτους µεταβαλεῖν ἀπὸ τῆς αὐτῶν πίστεως µετεχειρίζετο· ὡς οὖν ἀνένδοτον αὐτὸν ἐώρα τὸν ἅγιον Καλλίνικον, πρῶτον ῥάβδοις τύψας καὶ ἐν ξύλῳ µετεωρίσας ἐπεχείρει ξέειν αὐτοῦ τὰς σάρκας· ἡ δὲ Βασίλισσα ἀπελθοῦσα, τοῦ αἵµατος τὰς ῥανίδας ἀπολαβοῦσα κατησπάζετο· ὁ δὲ ἄρχων καὶ ταύτην κελεύσας συνδεθῆναι µετὰ τοῦ ἁγίου Καλλινίκου µυρίοις ποιναῖς καὶ βασάνοις αὐτοὺς ἐκδέδωκεν εἴτα ἐν εἱρκτῇ κατακλείει αὐτούς, ἔνθα ἐπιστὰς θεῖος ἄγγελος τροφὴν αὐτοῖς οὐράνιον προσήνεγκε, οἳ καὶ ηὐφράνθησαν τὰ µέγιστα· τὴν [δέ] ἕωθεν καθήσας ὁ ἄρχων ἐξήγαγε τοὺς ἁγίους ἀπὸ τῆς φυλακῆς καὶ µὴ πεισθέντας προσελθεῖν τῷ αὐτοῦ θελήµατι ξίφει τὰς κεφάλας αὐτῶν ἀπέτεµε καὶ οὕτως ἐπληρώθη αὐτῶν ἡ µαρτυρία». Καλλινίκην τέµνουσι σὺν Βασιλίσσῃ τὰς καλλινίκους καὶ πόλου βασιλίδας. [Προφανῶς ὁ ποιήσας τὸ δίστιχον εἶχεν ὑπ᾿ ὄψιν τὴν Καλλινίκην µάρτυρα ὡς καὶ τὸ δίστιχον ἄρχεται: Καλλινίκην τέµνουσι σὺν Βασιλίσση. Ἐν τῷ Βιενναίῳ Κώδ. (Theol. gr.300) ἡ µνήµη κατὰ τὴν 21ην Μαρτίου].
ὉἍγιος Εὐθύµιος ὁ Πελοποννήσιος
Καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Δηµητσάνας καὶ ὀνοµαζόταν Ἐλευθέριος. Ἐκπαιδεύτηκε στὴ σχολὴ τῆς πόλης του καὶ συµπλήρωσε µὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη τὶς σπουδές του στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδηµία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἔπειτα πῆγαν µαζὶ στὸ Ἰάσιο, ὅπου βρισκόταν ὁ πατέρας τους µαζὶ µὲ τὰ µεγαλύτερα ἀδέλφια τους Γεώργιο καὶ Χρῆστο. Ἐκεῖ ὁ Ἐλευθέριος ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ γίνει µοναχός, ἐπειδὴ ὅµως δὲν µπόρεσε λόγω εἰδικῶν συνθηκῶν, πῆγε στὸ Βουκουρέστι, ὅπου παρέµεινε κοντὰ σ᾿ ἕναν Γάλλο πρόξενο καὶ κατόπιν κοντὰ σ᾿ ἕναν Ῥῶσο ἀνώτερο ὑπάλληλο. Ἀργότερα προσκολλήθηκε κοντὰ σὲ κάποιους Τούρκους καὶ στὸ δρόµο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξισλαµίστηκε καὶ ὀνοµάστηκε Ῥεσίτης. Ἀµέσως µετὰ τὴν περιτοµή, ὁ Ἐλευθέριος κατάλαβε τὸ ἀνοσιούργηµά του καὶ ζητοῦσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπανέλθει στὴν πατρῴα πίστη. Στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Ῥωσικὴ πρεσβεία τὸν διευκόλυνε νὰ φύγει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συνάντησε τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε´, στὸν ὁποῖο καὶ ἐξοµολογήθηκε τὴν ἀποστασία του. Μὲ µετάνοια καὶ µετὰ ἀπὸ πολλὴ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Εὐθύµιος. Ἀργότερα µὲ τὴν συνοδεία τοῦ µοναχοῦ Γρηγορίου, στὶς 19 Μαρτίου 1814, ἦλθε στὸν Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀφοῦ µετάλαβε, ἔβγαλε τὴν µοναχικὴ ἐνδυµασία, ἔβαλε τούρκικη καὶ µὲ τὴν εὐχὴ τοῦ συνοδοῦ τοῦ Γρηγορίου, βάδισε γιὰ τὸ µαρτύριο. Αὐτὰ ἔγιναν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Παρουσιάστηκε στὸν Βεζίρη Ῥουσοὺτ πασὰ καὶ ἀφοῦ καταπάτησε µπροστά του τὸ τούρκικο φέσι του, ὁµολόγησε ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Μωάµεθ εἶναι µία µεγάλη ἀπάτη. Τότε βασανίστηκε φρικτὰ καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή. Δυὸ φορὲς ἀκόµα ὁδηγήθηκε µπροστὰ στὸν κριτή, µήπως καὶ ἀλλάξει γνώµη, ὁ Εὐθύµιος ὅµως στάθηκε σταθερὸς καὶ ἀµετακίνητος στὴν πίστη του. Τότε στὶς 22 Μαρτίου 1814 τὸν ἀποκεφάλισαν. Οἱ συµπατριῶτες του, γιὰ νὰ τὸν τιµήσουν, ἔκαναν ναὸ στὸ ὄνοµά του µαζὶ µὲ αὐτὸ τοῦ ἐθνοµάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ στὴν Δηµητσάνα.