Ἀπό τὸν χειροτονητήριο λόγο τοῦ π. Βιργκίλ Γκεωργκίου

Στὸ τεῦχος 2068 (1 Ἰουνίου 2013) ἀναδημοσιεύσαμε ἄρθρο ἀπὸ τὸ 102ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας (21ης Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1962) ἀναφερόμενο στὴ μεγάλη μορφὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ ἰατροῦ, ἐπισκόπου Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας τῆς Οὐκρανίας. Τὸ σημαντικὸ ἐκεῖνο κείμενο εἶχε ἐπιμεληθεῖ ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος. Ἕνα χρόνο καὶ πλέον ἀργότερα, στὸ τεῦχος 157 (20ῆς Νοεμβρίου 1963), ὁ π. Χριστοφόρος παρουσίασε καὶ τὴ χειροτονία μιᾶς ἐπίσης σπουδαίας μορφῆς, τοῦ γνωστοῦ Ρουμάνου λογοτέχνη π. Βιργκὶλ Γκεωργκίου. Ἡ ὁμιλία τοῦ χειροτονηθέντος εἶναι θαυμάσια. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναδημοσιεύουμε τώρα τὸ ἐξαιρετικὸ ἐκεῖνο ἄρθρο τοῦ π. Χριστοφόρου, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὴν παρουσίαση τῆς μορφῆς μᾶς προσφέρει καὶ τὸ κείμενο τῆς συγκινητικῆς ὁμιλίας τοῦ π. Βιργκὶλ ­Γκεωργκίου. Καὶ ἐπικαίρως μάλιστα, ἐν ὄψει τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τῆς Μ. ­Τεσσαρακοστῆς, τῆς ἀφιερωμένης ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο στὸ μεγάλο θέμα τῶν ἱερατικῶν ­κλήσεων.

 

Οἱ ἀναγνῶσται τοῦ «Σωτῆρος» θὰ ἐν­θυμοῦνται, χωρὶς ἄλλο, τὴν συγκινητι­κὴν περίπτωσιν τοῦ Ρώσου ­καθηγητοῦ τῆς Χειρουργικῆς Β. Γιασενέτσκιζ (Voino Jasenetskij), ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθῆ τὸ 1946 μὲ τὸ βραβεῖον Στάλιν, ἀλλ’ ὁ ὁ­­­­ποῖ­ος, πιστὸς Χριστιανὸς καὶ προηγουμέ­νως, ἀκούσας τὴν φωνὴν τοῦ ­Ἰησοῦ νὰ τὸν καλῇ, ἀφῆκε τὰ ­χειρουργικὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ Νοσοκομεῖα καὶ ­ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας, ὀνομασθεὶς Λουκᾶς. (Ἰδὲ «Σωτῆρα» 1962, σελ. 541-542). Ἰδοὺ ὅμως καὶ ἄλλη παρομοία περίπτωσις, περὶ τῆς ὁποίας ἔγραψαν καὶ «Τὰ Φιλολογικὰ Νέα» (Les Nouvelles Littéraires) τῶν Παρισίων εἰς τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν 1864 φύλλον τῆς 23 παρελθόντος Μαΐου.
Πρόκειται διὰ τὸν Γαλλορουμᾶνον λογοτέχνην Βιργίλιον Γκεωργκίου (Virgil C. Gheorghiu), ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς λογοτέχνης ἐφάμιλλoς τοῦ Ντανιὲλ Ρὸπς καὶ τοῦ Φρανσουὰ Μωριάκ.
Εἶναι τώρα 47 ἐτῶν. Ἐγεννήθη εἰς τὴν Ρουμανίαν, ἐσπούδασε δὲ εἰς τὰ Πανεπιστήμια τοῦ Βουκουρεστίου καὶ τῆς Χαϊ­δελβέργης. Κατ’ ἀρχὰς ἠκολούθησε τὸ διπλωματικὸν στάδιον, διορισθεὶς εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν τῆς Ρου­μανίας. Κατὰ τὸν Β΄ ­παγκόσμιον πό­­­λεμον ὅμως συνελήφθη ὑπὸ τῶν Γερ­μανῶν κατ’ ἀρ­­­χάς, ὑπὸ τῶν ­Ρώσων ἔπειτα καὶ ­ἐν­­­εκλεί-
σθη μαζῆ μὲ τὴν γυναῖκα του εἰς στρατόπεδον συγκεν­τρώσεως. Ἡ ­σκληρότης μὲ τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφέρθησαν, τὰ μαρτύρια καὶ ἡ φρίκη ποὺ ἐδοκίμασαν, τοῦ ἐνέπνευσαν τὸ πολύκροτον μυθιστόρη­μα «Εἰκοστὴ πέμπτη ὥρα», ποὺ ­με­τεφράσθη εἰς πολλὰς γλώσσας καὶ εἶχε τεραστίαν ἀπήχησιν. Ὁ Γάλλος Χριστια­νὸς φιλόσοφος Γκαμπριὲλ ­Μαρσέλ, κρίνων τὸ ἐν λόγῳ ἔργον τοῦ ­Γκεωργκίου γράφει: «Μοῦ φαίνεται ­βέβαιον ὅτι τὸ μερίδιον τῆς φαντασίας εἰς τὴν ‘‘Εἰκοστὴν πέμ­πτην ὥραν’’ εἶναι σχεδὸν ­ἀμελητέον». Τόσον πολὺ ὁ συγγραφεὺς προσεπάθη­σε νὰ ἀποδώσῃ πιστῶς τὴν φρικτὴν πραγματικότητα τῆς αἰχμαλωσίας του. Δὲν εἶναι δὲ τὸ ἔργον αὐτὸ τὸ ­μοναδι­κὸν τοῦ Γκεωργκίου, ἀλλ’ ἔχει καὶ ἄλλα πολ­λὰ δημοσιεύσει.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ πρώην διπλωματικὸς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ­περίφημος συγγραφεύς, εἰς τὰς 23 παρελθόντος Μα­ΐου ἐχειροτονήθη ἱερεὺς εἰς τὸ Παρίσι ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξον Ρουμᾶνον ἐπίσκοπον τῶν ρουμανικῶν ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως θεόφιλον Ἰονέσκο. Ἂς ἀ­­­κούσωμεν ὅμως τὸν νεοχειροτόνητον ἱερέα νὰ ἐκθέτῃ μαζῆ μὲ τὰς συνθήκας τῆς ζωῆς του, τὰ συναισθήματά του καὶ τὰς σκέψεις του τώρα μετὰ τὴν χειροτονίαν του, ὅπως τὰς γράφει ὁ ἴδιος.
«Ἡ πτωχεία μὲ ἐσυντρόφευε ­πάντοτε. Ἐγεννήθην τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1916 εἰς ἕνα χωρίον τῆς Ρουμανίας κτισμένο εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τῶν Καρπαθίων.
Ὁ πατέρας μου ἦτο ἱερεύς. Σήμερα εἶ­­ναι κατὰ πᾶσαν πιθανότητα νεκρός, δολοφονημένος, κατακρεουργημένος μα­ζῆ μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας του, διότι ἦτο ἱερεύς. Ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δι’ αὐτό. Οἱ πάπποι μου καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ὅλοι μου οἱ πρόγονοι ὑπῆρξαν ἱερεῖς… Δὲν ἦσαν θεολόγοι, ἀλλ’ ἄνθρωποι μὲ πίστιν οἱ ὁποῖοι μετέφεραν ὡσὰν ἄλογα εἰς τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἦσαν τὰ ἄλογα τοῦ Χριστοῦ (*)… Ἀνῆκον εἰς τὸν κατώτερον Κλῆρον. Ἀκόμη ὀλιγώτερον. Ἀπετέλουν ἕνα πραγματικὸν ἐκκλησιαστικὸν προλεταριᾶτον. Τὸ ράσο ποὺ ἐφοροῦσαν δὲν ἦτο ποτὲ μαῦρο ἕνεκα τῆς βροχῆς, τοῦ ἡλίου, τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς πολυκαιρίας. Τὸ ράσο τῶν προγόνων μου ἐχρησίμευε κατὰ πρῶτον λόγον διὰ νὰ κρύβῃ τὴν πτωχείαν των, τὴν τρομερὰν πτωχείαν των. Εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου κανεὶς ποτέ του δὲν ἐχόρτασε τὴν πεῖναν του.
Προτοῦ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑπηρετήσω ὡς ἱερεὺς εἰς μίαν πόλιν, ἐδοκίμασα τρομεροὺς ἐνδοιασμούς. Εἰς τὴν πολὺ ὡραίαν καὶ μικρὰν ρουμανικὴν ἐκκλησίαν τῶν Παρισίων ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται καὶ μὲ διακόνους καὶ ὑποδιακόνους καὶ χορὸν καὶ μὲ ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειαν ἑνὸς καθεδρικοῦ ναοῦ. Οἱ ναοὶ τῶν προγόνων μου ἐκτίσθησαν μὲ τὰ ἰδικά των χέρια, μὲ τὰ ἰδικά των ἀποκλειστικῶς χέρια, ὅπως τὰ σπίτια τῶν χωρικῶν. Δι’ αὐτὸ ᾐσθανόμην τὸν ἑαυτόν μου ξένον μέσα εἰς τὴν ρουμανικὴν Ἐκκλησίαν τῶν Παρισίων, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πλησίον τῶν τοίχων τῆς Σορβόννης. Ἀνεθάρρησα ὅμως συντόμως. Σήμερα εὑρίσκομαι ἐκεῖ ἀνέτως. Εἶναι καὶ αὐτὴ ἐξ ἴσου πτωχή, ὅσον καὶ αἱ ἐκκλησίαι τῶν βουνῶν τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδος». Ἀλλά, συνεχίζει ὁ ἴδιος:
«Ἀπὸ μῆνας πολλούς (ἀφ’ ὅτου δηλα­δὴ ἐχειροτονήθη), ζῶ μέσα εἰς τὸν φόβον καὶ τὸν τρόμον. Τοῦτο διότι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὸ ταπεινὸν ἄτομόν μου, ὑπεράνω τοῦ αἱματηροῦ στεφάνου τῶν ποιητῶν θὰ σηκώνω τὸ βάρος τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας. Τὰ χέρια μου, τὰ ὁποῖα μέχρι τώρα εἰς τίποτε ἄλλο δὲν ἠσχολήθησαν παρὰ εἰς τὸ νὰ γράφουν, θὰ ἠμποροῦν (διὰ τῆς εὐλογίας) νὰ μετουσιώνουν τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον εἰς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ συγ­κίνησις τὴν ὁποίαν δοκιμάζω ­ἐνώπιον τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας μὲ ἐκμηδενίζει. Καὶ τοῦτο διότι ὁ ἱερεὺς εἶναι ἀπό ­τινων ἀπόψεων ἀνώτερος καὶ αὐτῶν τῶν ἀγ­γέλων…
…Ὑπεστήριζα εἰς ὅλα μου τὰ βιβλία, ὅτι τὸ νὰ προσφέρῃς εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀποκλειστικῶς κάτι τὸ ἀνθρώπινον ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ τὸν ἐξευτελίζῃς ἢ νὰ τὸν σκοτώνῃς. Ὅ,τι καλύτερον ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ πνεῦμα του. Τὸ νὰ τὸν ἀκρωτηριάζῃς ἀπὸ τὴν πνευματικήν, θρησκευτικὴν ἢ μεταφυσικήν του πλευράν· τὸ νὰ θέλῃς νὰ τὸν κάμῃς εὐτυχισμένον μονομερῶς εἰς τὸ κοινωνικὸν καὶ ὑλικὸν πεδίον τὸ θεωρῶ ἀσεβές. Ζητῶν τὴν ἱερωσύνην, συνεχίζω λοιπὸν τὴν αὐτὴν μάχην ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἔδιδα μὲ τὰ συγγράμματά μου…
Τὰ μελλοντικὰ βιβλία μου θὰ ἀκολου­θήσουν τὴν αὐτὴν γραμμήν, ὅπως καὶ τὰ προηγούμενα, θὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὴν ἴδια φλόγα ποὺ μὲ λυώνει. Καὶ ἐπει­δὴ γνωρίζω ὅτι ἡ φλόγα αὐτὴ θὰ μὲ καταφάγῃ, ἐπροτίμησα νὰ λυώσω ἀπὸ αὐ­τὴν ὡσὰν λαμπάδα εἰς ἕνα χρυσὸν πολυέλαιον, μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν».
Συγκινητικὴ πράγματι καὶ πολὺ διδακτικὴ ἡ περίπτωσις τοῦ ­νεοχειροτονήτου ἱερέως. Ἂς εὐχώμεθα νὰ ἀναδεικνύῃ πάν­τοτε ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ­Ἐκκλησίας λειτουργοὺς αὐτῆς ἄνδρας μὲ πίστιν θερ­μὴν καὶ αὐταπάρνησιν, οἱ ὁποῖοι τὴν δό­ξαν των νὰ τὴν ἐπιζητοῦν εἰς τὸ νὰ ὑ­­­πηρετοῦν τὸν Ἰησοῦν ταπεινά, ἀναλίσκον­τες τὴν ζωήν των εἰς τὸ σωτήριον ἔργον τῆς Ἐκκλησίας Του.

(*) Ἴσως ὁ λογοτέχνης ἱερεὺς νὰ εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του τοὺς λόγους τοῦ προφήτου Ἀββακούμ: «Ἐπιβήσῃ ἐπὶ τοὺς ἵππους σου, καὶ ἡ ἱππασία σου σωτηρία» (Ἀββακοὺμ γ΄ 8).