Κυριακή 30 Μαρτίου (Δ΄ Νηστειῶν) Ἰωάννου τῆς «Κλίμακος»

 

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

 

Μάρκ. θ΄ 17-31

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε, ­ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀ­­ποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑ­­­­μᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ­ἀνέξο­μαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐ­τόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πε­­­σὼν ἐπὶ τῆς γῆς ­ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πα­­­τέρα αὐτοῦ· πόσος χρό­νος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολ­λάκις αὐ­­­τὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ ­δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κρά­­­ξας ὁ πατὴρ τοῦ παι­­­δίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· ­πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐ­­­­πι­­­­συν­­­τρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ ­πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέ­­­γων αὐ­­τῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ­ἐπιτάσ­σω, ἔξ­ελ­θε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ ­κρᾶ­­ξαν καὶ πολλὰ σπαρά­ξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ­ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε ­πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ­κρα­τή­σας αὐτὸν τῆς χει­­­­­ρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ­ἀνέ­­στη. Καὶ εἰσελθόν­τα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐ­πηρώ­των αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ­ἠδυνήθημεν ἐκ­­­βαλεῖν αὐτό. καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· τοῦ­­­το τὸ γένος ἐν οὐδενὶ ­δύναται ἐξ­ελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖ­θεν ἐξελ­θόντες πα­­ρεπορεύ­οντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐ­­­τοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀ­­­­­­­­­πο­κτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστή­σεται.

 

1. Τὰ παιδιὰ στὸ Χριστὸ

Ἕνας πονεμένος πατέρας ὁ­­­­δη­γεῖ στὸν Κύριο τὸν ἄρρωστο γυιό του, ὁ ὁ­­­ποῖος ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. Ὁ νέος ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ ἄλαλο δαιμονικὸ πνεῦμα δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ζητήσει ὁ ἴδιος τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἀντὶ γι’ αὐτὸν ἀπευθύνεται ὁ πατέρας του στὸν Θε­­άνθρωπο. Κι Ἐκεῖνος ἀν­τα­­­ποκρίθηκε. «Φέ­­ρετε αὐτὸν πρός με», εἶπε. Καὶ τὸν ἔφεραν κοντά Του.
Ζητάει καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς νὰ ὁδηγηθεῖ κοντά Του κάθε παιδί, κάθε νέος. Μέσα σ’ ἕναν κόσμο ὅπου ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος χρησιμοποιεῖ κά­­θε μέσο γιὰ νὰ παρασύρει καὶ νὰ καταστρέψει τὶς παιδικὲς καὶ νεανικὲς ψυχές, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μᾶς ὑποδεικνύουν τὸ σωτήριο δρόμο: «Φέ­­ρετε αὐ­τὸν πρός με».

Ἂς ὁδηγοῦμε λοιπὸν τὰ παιδιὰ στὸν Σωτήρα Χριστό. Γονεῖς καὶ παιδαγωγοὶ ἂς προσπαθοῦμε νὰ τὰ θωρακίζουμε ἀπὸ τὴ μικρὴ ἡλικία μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὰ μάθουμε νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ συμμετέχουν στὰ ἅγια Μυστήρια. Νὰ μεταγγίζουμε στὶς ψυχές τους τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ προτρέπουμε νὰ ἀγωνίζονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Κι ἂν ἀκόμη κάποιοι νέοι παραστρατήσουν, ἂς προσ­παθοῦμε νὰ τοὺς ­ὑποδεικνύουμε τὸ σωστὸ μὲ ἀγάπη καὶ διάκριση καὶ κυρίως μὲ τὸ καλό μας παράδειγμα. Παράλληλα ἂς ἀναπέμπουμε ἐμεῖς ἀντὶ γι’ αὐτοὺς θερμὴ προσευχή, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Λυτρωτή, τὴν πη­γὴ τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας.

2.«Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»

Ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου νέου εἶχε ἐλλιπὴ πίστη· ὡστόσο δὲν εἶχε καὶ ποῦ ἀλλοῦ νὰ στηρίξει τὴν ἐλπίδα του. Στρέφεται λοιπὸν στὸν Κύριο καὶ μὲ λόγια ποὺ φανερώνουν τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ὀλιγοπιστία του, Τοῦ λέει: «Ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας». Τὸ θέμα ὅμως δὲν εἶναι ἂν μποροῦσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς νὰ κάνει τὸ θαῦμα. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι ἔχει τὴ δύναμη νὰ βοηθήσει καὶ νὰ θεραπεύσει τὸν βασανισμένο νέο. Αὐτὸ ποὺ στέκεται ἐμπόδιο εἶναι ἡ ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα. Γι’ αὐτό, πρὶν θεραπεύσει τὸ παιδί, ὁ θεῖος Διδάσκαλος βοηθεῖ τὸν πατέρα νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ ὁμολογήσει μετὰ δακρύων: «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Εἶναι παντοδύναμος ὁ Κύριος. Δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ἀκατόρθωτο γιὰ Ἐκεῖνον. Αὐτὸ ποὺ «δεσμεύει» τὴ δύναμή Του εἶναι ἡ ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὴ δὲν Τὸν ἀφήνει νὰ ἐνεργήσει θαύματα στὴ ζωή μας. Ἂς θυμηθοῦμε τί ἔπαθαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου, οἱ Ναζα­ρηνοί. Ἂν καὶ Τὸν εἶχαν τόσο κοντά τους, δὲν Τὸν πίστευαν. Γιὰ τὴν ἀπιστία τους αὐτή, ἡ Ναζαρὲτ στερήθηκε τὰ θαυμαστά Του ἔργα. Ἂς προσευχόμαστε λοιπὸν στὸν φιλάνθρωπο Κύριο νὰ ἐνισχύει τὴν πίστη μας. Ἡ πίστη περνᾶ ἀπὸ διάφορα στάδια μέχρι νὰ τελειοποιηθεῖ. Νὰ λέμε κι ἐμεῖς ὅπως καὶ οἱ Ἀπόστολοι: ­Κύριε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. ιζ΄ 5). Κι ἂν κάποτε ἀντιμετωπίζουμε δυσκο­λίες κι αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀκούει τὶς προσευχές μας, ἂς ­κάνουμε ὑπομονὴ κι ἂς ἀξιοποιοῦμε τὴν κά­θε δοκιμασία γιὰ νὰ στεριώνει καὶ νὰ γιγαν­τώνει ἡ πίστη κι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό.

3. Πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη δύναμη 

Ὁ Κύριος γύρισε πρὸς τὸν νέο ποὺ κειτόταν στὸ χῶμα, καὶ μίλησε αὐστηρὰ στὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα: –«Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Φύγε ἀπὸ τὸν νέο αὐτό, πονηρὸ πνεῦμα… Σὲ διατάζω Ἐγώ, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ! Καὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί, ἔφυγε μακριά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκπληκτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος Του ὡς «ρομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη» (Ἀποκ. ιθ΄ 15) κατασυντρίβει τοὺς δαίμονες καὶ τὰ πονηρά τους ἔργα. Ὁ διάβολος ἂν καὶ παρουσιάζεται «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑποτάσσεται κάθε δύναμη «ἐπουρανίων καὶ ἐ­­­­­πιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 10). Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μὲ πίστη καὶ ζεῖ ἑνωμένος μαζί Του δὲν φοβᾶται οὔτε τὴ βασκανία, οὔτε τὰ μάγια, οὔτε ἄλλη δαιμονικὴ ἐπήρεια. Ἀγωνίζεται σθεναρὰ ἐναντίον τῶν ἐπιθέσεων τοῦ πονηροῦ καὶ τὶς ἀποκρούει μὲ ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα, διότι πιστεύει στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν παντοδύναμο Θεὸ καὶ αἰώνιο Νικητὴ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.