6 Ἀπριλίου
Ἑορταζόμενοι ἅγιοι
● Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
● Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία
● Ἡ Ὁσία Πλατωνίς
● Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι
● Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
● Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω
● Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαµο-
θράκη
● Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γεννάδιος
Περισσότερα στοιχεῖα
ὉἍγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Θεία Κώµη. Ἔτσι λεγόταν τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ὁ θεῖος του Ἡσύχιος, πρεσβύτερος, βοήθησε τὸν Εὐτύχιο νὰ διακριθεῖ στὰ ἱερὰ γράµµατα. Στὴ συνέχεια ἔγινε µοναχός, διάκονος, ἱερέας καὶ ἀρχιµανδρίτης στὴ Μονὴ τῆς Ἀµάσειας. Σὲ µία τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Εὐτύχιος πῆρε µέρος σὰν ἀντιπρόσωπος τοῦ µητροπολίτη Ἀµάσειας. Κατὰ τὴν ἐκεῖ διαµονή του, ἔκανε µεγάλη ἐντύπωση στὸν Πατριάρχη Μηνᾷ, ἀπέκτησε ἐπίσης καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´. Ἔτσι, ὅταν τὸ 552 πέθανε ὁ Μῆνας, ὁ Ἰουστινιανὸς συνέστησε νὰ ἐκλεγεῖ διάδοχός του ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Πατριάρχη, ὁ Εὐτύχιος ἀναδείχθηκε ἐργάτης ἀρετῆς καὶ καλὸς ποιµένας τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἔνθερµος πρόµαχος τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, ἀνῆκε στοὺς ἔντιµους καὶ πιστοὺς Ἱεράρχες, ποὺ ὑπερασπίζουν τὶς πεποιθήσεις τους µὲ ὁποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε πρόσωπα. µ᾿ αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα στάθηκε ἀπέναντι στὸν Ἰουστινιανό, ὅταν αὐτὸς παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν ἀφθαρτοδοκητῶν. Βέβαια, καθαιρέθηκε καὶ ἐξορίστηκε γιὰ δώδεκα περίπου χρόνια. Ὅµως, ὅταν ἔλαµψε ἡ ἀλήθεια, ἐπανῆλθε πανηγυρικὰ στὸ θρόνο του, διδάσκοντας σὲ µᾶς νὰ εἴµαστε «τῇ πίστει τεθεµελιωµένοι καὶ ἑδραῖοι», δηλαδή, θεµελιωµένοι καλὰ καὶ ἀµετακίνητοι στὴν πίστη.
ΟἱἍγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία
Οἱ Μάρτυρες αὐτοὶ µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τὸν ἐπίσκοπο Σαδὼθ (ἢ Σαδὼκ ἢ Σαδώχ, 19 Ὀκτωβρίου) στὴν Περσία ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σαβώριο.
ἩὉσία Πλατωνίς
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
ΟἱἍγιοι Δύο Μάρτυρες οἱἐν Ἀσκάλωνι
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔχωσαν στὴ γῆ µέχρι τὴν µέση.
ὉὍσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
Γεννήθηκε τὸ 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὶς Κλαζοµενὲς (ἀρχαία πόλη τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ βρισκόταν 40 χιλιοµ. ΝΔ τῆς Σµύρνης). Περιπετειώδης ἡ ζωή του. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν χριστιανικώτατα. Ὅταν κάποτε οἰκογενειακῶς πήγαιναν στὴ Λαοδικεία, αἰχµαλωτίστηκαν ἀπὸ λῃστές. Οἱ Λαοδικεῖς ὅµως, τοὺς ἐξαγόρασαν µὲ πολλὰ χρήµατα. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ἔκανε τὸν Γρηγόριο νὰ ἀσχοληθεῖ ἀκόµα περισσότερό µε τὴν ἥσυχη καὶ ἀφιερωµένη ζωὴ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὴν Κύπρο, κοντὰ σ᾿ ἕνα φηµισµένο µοναχὸ καὶ κατόπιν µὲ τὴν εὐχὴ αὐτοῦ τοῦ γέροντα ταξίδεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ἔφτασε στὸ ὄρος Σινᾶ. Οἱ προϊστάµενοι τῆς Μονῆς τὸν δέχτηκαν µὲ χαρὰ καὶ µετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιµασία ἐκάρη µοναχός. Στὴ Μονὴ µέσα ἦταν ὑπόδειγµα ὑψηλῆς πνευµατικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅµως ὁ πειρασµὸς τοῦ φθόνου κατέλαβε ὁρισµένους µοναχούς, µὲ ἀποτέλεσµα ὁ Γρηγόριος στενοχωρηµένος νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Μονή. µαζὶ µὲ ἕναν µοναχὸ Γεράσιµο ἔφυγε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κρήτη, ὅπου κοντὰ σ᾿ ἕναν φηµισµένο γιὰ τὴν ἀρετή του µοναχό, τὸν Ἀρσένιο, πῆρε σπουδαῖα πνευµατικὰ διδάγµατα τέλειας χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔπειτα ὁ Γρηγόριος πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι τῆς Μονῆς Φιλόθεου. Ἐκεῖ συγκέντρωσε ἀρκετοὺς µαθητές, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀργότερα διακρίθηκαν στὴν πνευµατικὴ ζωή. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Πρωτάτο τῶν Καρυῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, λόγω ἐπιδροµῶν τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν, ταξίδεψε στὶς πόλεις Θεσσαλονίκη, Χίο, Μυτιλήνη καὶ Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπανέλθει µετὰ ἀπὸ ὁρισµένο χρόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ κατόπιν µὲ ὁρισµένους µαθητές του, ἔφυγε καὶ πάλι γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Ἀδριανούπολη, στὸ Κατακεκρυωµένο ὄρος. Ἐκεῖ ἔκτισε ὀχυρωµένο Μοναστήρι, ὅπου µαζὶ µὲ τοὺς µαθητές του, πρόσφερε πολλὰ πνευµατικὰ ἐφόδια στὸν πληθυσµὸ τῶν γύρω περιοχῶν (Ἕλληνες, Σέρβους καὶ Βουλγάρους). Μετὰ τὴν περιπετειώδη αὐτὴ ζωή, ὁ Γρηγόριος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦµα του.
ὉὍσιος Γρηγόριος ποὺἀσκήτευσε στὸν Ἄθω
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Εὐσεβέστατος, διακρίθηκε συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παιδεία του. Ἔκανε διδάσκαλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους µετέδωσε τὰ νάµατα τῆς νηπτικῆς φιλοσοφίας. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ διάλεξε σκήτη κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας. Ἡ σκήτη αὐτή, δὲν ἄργησε νὰ ἀναδειχθεῖ κοινὸ ἐντευκτήριο τῶν εὐσεβέστερων ψυχῶν.
Ὁ Γρηγόριος πρόθυµα ἔλυνε ἀπορίες, µετέδιδε γνώσεις, φώτιζε διάνοιες καὶ στήριζε τοὺς κλονιζόµενους, δίνοντας σ᾿ αὐτοὺς πολύτιµες ὁδηγίες, γιὰ νὰ µένουν σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ ν᾿ ἁγιάζουν τὶς καρδιές τους.
Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ν᾿ ἀσχολεῖται µ᾿ αὐτὰ τὰ θεάρεστα ἔργα.
ΟἱἍγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαµοθράκη
Οἱ νεοµάρτυρες αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Σαµοθράκη, ἐκτὸς τοῦ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή. Ὅλοι λοιπόν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ἐξορίστηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ γέρων, φοβήθηκε καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πουλήθηκαν σὰν δοῦλοι καὶ σὰν νεαροὶ ποὺ ἦταν ἐξισλαµίστηκαν µὲ δόλιο τρόπο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μανουήλ, πουλήθηκε στὴν Αἴγυπτο, ἔµαθε τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα καὶ ἐπιδόθηκε στὴ µελέτη τοῦ Κορανίου. Μετὰ τὴν νικηφόρα ἔκβαση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ κατὰ τὴν στιγµὴ ποὺ ἡ Σαµοθράκη ἦταν ὑπὸ τουρκικὸ ζυγό, οἱ πέντε αὐτοὶ νεοµάρτυρες, ἐπανῆλθαν στὴ Σαµοθράκη καὶ ἀποκήρυξαν τὸν µουσουλµανισµό, ποὺ µὲ τὴν βία σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶχαν ἀσπασθεῖ. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκαν φρικτά. Ἀλλὰ ὅλοι ἔµειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι δέχτηκαν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου: ὁ µὲν Μιχαὴλ µὲ µαχαῖρι κόπηκε σὲ τεµάχια, οἱ δὲ Γεώργιος καὶ Θεόδωρος ἀπαγχονίστηκαν καὶ ὁ Μανουὴλ µὲ τὸν Γεώργιο τὸν νεότερο, «ὀγκίνοις» (αἰχµηρὰ µολυβένια ὄργανα) παραδοθέντες, µαρτυρικὰ ἐξέπνευσαν. Ὅλων τὰ µαρτύρια ἔγιναν στὴ Μάκρη τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, 6 Ἀπριλίου 1835, Δευτέρα τοῦ Θωµά.
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γεννάδιος
Ὁ ὁσιοµάρτυρας αὐτός, ζοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μὲ προτροπὴ λοιπὸν τοῦ ἡγουµένου τῆς Μονῆς αὐτῆς, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν συνοδὸς τῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίµου, ποὺ βάδιζαν πρὸς τὸ µαρτύριο. Αὐτοὶ ὅµως, δείλιασαν µπροστὰ στὰ βασανιστήρια, ἀπαρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κατήγγειλαν σὰν αἴτιο τῆς πορείας τους πρὸς τὸ µαρτύριο τὸν Γεννάδιο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸ Γεννάδιο, τὸν φυλάκισαν καὶ ποικιλότροπως τὸν βασάνισαν. Αὐτὸς ὅµως ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 6 Ἀπριλίου 1818. Τµῆµα τῶν λειψάνων τοῦ ὁσιοµάρτυρα, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου ὁ Ἅγιος ἀσκήθηκε στὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πίστη.