Ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων μᾶς προσφέρει συμπυκνωμένο ὅλο τὸ νόημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Δὲν ἔχει τὸ συνηθισμένο ἀναστάσιμο χρῶμα τῶν ἄλλων Κυριακῶν. Ἀντὶ γι᾿ αὐτὸ προβάλλει τὴ θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν παλλαϊκὴ ὑποδοχή Του κατὰ τὴν ὁποία σείσθηκε ὁλόκληρη ἡ πόλη. Μᾶς ἐμφανίζει τὸν Κύριο ὡς Βασιλέα ξεχωριστὸ ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους βασιλεῖς καὶ τυράννους. Εἶναι «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. ς΄ 15). Βασιλιὰς τὸν Ὁποῖο ὁ λαὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑποδέχεται κραυγάζοντας «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. ιβ΄ 13), χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει συνειδητοποιήσει τὴ φύση τῆς βασιλείας Του.
Ὁ Κύριος εἶναι αἰώνιος Βασιλιάς. Αὐτὸς τὸν Ὁποῖο τώρα θριαμβευτικὰ ὑποδέχονται στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ μόνος, ὁ ἀληθινὸς Βασιλιὰς τοῦ κόσμου. Καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ καταλύσει τὴν τυραννία τοῦ κακοῦ ποὺ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια καταδυνάστευε τὸν κόσμο. Τριπλὴ μάλιστα τυραννία: τυραννία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.
Πρῶτος τύραννος τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἁ-
μαρτία. Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλά-
στων στὸν κόσμο «ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία» (Ρωμ. ε΄ 21) καὶ ἐγκαθίδρυσε τὸ τυραννικὸ καθεστώς της μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὑπῆρξε σκληρὴ καὶ φρικτὴ ἡ τυραννία τῆς ἁμαρτίας: «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»· ὁ μισθὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία πλήρωσε τοὺς δούλους της εἶναι ὁ θάνατος (Ρωμ. ς΄ 23).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ δεύτερος τύραννος τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρωπίνου γένους ὑπῆρξε καὶ εἶναι ὁ θάνατος: «Τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός»· διὰ τῆς πτώσεως τοῦ ἑνός, δηλαδὴ τοῦ προπάτορος Ἀδάμ, ὁ θάνατος κυριάρχησε διὰ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων (Ρωμ. ε΄ 17). Μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἐπέβαλε ὁ θάνατος τὴ δική του τυραννικὴ ἐξουσία στὸν κόσμο. Ἀπόλυτη ἐξουσία. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν κυριαρχία του. Καθυπέταξε καὶ τοὺς πλέον σοφοὺς καὶ ἰσχυροὺς τῆς γῆς.
Ὁ τρίτος τύραννος ἦταν ὁ ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ, ὁ διάβολος, ὁ προαιώνιος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ποὺ παρέσυρε στὸ κακὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, αὐτὸς ποὺ πολεμάει μανιωδῶς τὸν κάθε ἄνθρωπο, αὐτὸς ποὺ τόλμησε ἀκόμη καὶ τὸν Κύριο νὰ πειράξει. Σὲ ἕναν μάλιστα ἀπὸ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ποὺ Τοῦ ὑπέβαλε, τότε ποὺ ὁ Κύριος νήστευε στὴν ἔρημο, «ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου» καὶ Τὸν παρεκίνησε νὰ πέσει μπροστά του καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει, γιὰ νὰ Τοῦ τὶς χαρίσει. Τοῦ ἔδινε δηλαδὴ βασιλικὴ ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴ γῆ. Ὁ Κύριος ἀρνήθηκε αὐτὴ τὴν ψεύτικη βασιλεία καὶ τὸν ἀποστόμωσε μὲ τὰ λόγια «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις» (Λουκ. δ΄ 5-8). Ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ γίνει ἐπίγειος βασιλιάς. Μπροστὰ στὸν Πιλάτο θὰ Τὸν ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ λέει ὅτι εἶναι Βασιλιάς, ἀλλὰ ὄχι βασιλιὰς ἐπίγειος: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. ιη΄ 36), τοῦ εἶπε.
Πραγματικὰ ὁ Κύριος, ὁ ὄντως Βασιλιάς, δὲν ἐρχόταν νὰ ἀνακηρυχθεῖ ἐπίγειος βασιλιὰς στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ἦλθε νὰ ἀσκήσει αἰώνια ἐξουσία καταλύοντας τὴν τυραννία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.
Καὶ αὐτὸ ἔκανε. Πάνω στὸ Σταυρὸ ἐνθρονίστηκε στὸν ἀληθινὸ θρόνο Του καὶ «κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» Του (Ρωμ. η΄ 3), κατέλυσε τὴ δύναμή της, συνέτριψε τυραννία χιλιετιῶν. Μὲ τὸν θάνατό Του κατέβηκε στὸν Ἅδη καταπληγωμένος ἀλλὰ παντοδύναμος, «κατάστικτος τοῖς μώλωψι, καὶ πανσθενουργός» (τροπάριο δ΄ ὠδῆς κανόνος Μεγάλου Σαββάτου) καὶ κατέλυσε τὸ κράτος του. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του νίκησε τὸν θάνατο, ἐκμηδένισε τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ πλέον «βασιλεύει οὐρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος βάζει στὸ στόμα τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ τοῦτα τὰ λόγια: «Διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω αὐτὸν σταυρούμενον· βασιλέως γάρ ἐστι τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν»· τὸν ὀνομάζω Βασιλιά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ Τὸν βλέπω νὰ σταυρώνεται· διότι χαρακτηριστικὸ τοῦ βασιλιᾶ εἶναι τὸ νὰ πεθαίνει χάριν τῶν ὑπηκόων του (PG 49, 403).
Εὐγνώμονες καὶ ἐμεῖς, μετέχοντας γιὰ μιὰ ἀκόμη χρονιὰ στὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ εἶναι καὶ Βασιλιὰς τῆς καρδιᾶς μας ἐδῶ καὶ στὴν αἰώνια δόξα τῆς εὐλογημένης Βασιλείας Του.