Στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ βρίσκεται ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του.
Τοὺς παρέδωσε τὸ μέγα καὶ φρικτὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τώρα συζητᾶ μαζί τους. Θέλει νὰ τοὺς κατατοπίσει γιὰ τὰ ἐπερχόμενα συγκλονιστικὰ καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα τῶν σεπτῶν Παθῶν καὶ τῆς Σταυρικῆς Θυσίας Του. Συγχρόνως τοὺς ἀφήνει τὶς τελευταῖες συμβουλὲς καὶ ὑποθῆκες. Τοὺς προειδοποιεῖ ἀκόμη ὅτι ἐκεῖνες τὶς δύσκολες ὧρες ὅλοι τους θὰ διασκορπισθοῦν καὶ θὰ κλονισθεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὸν Διδάσκαλο.
Οἱ μαθητὲς σιωπηλοί, συλλογισμένοι, ἀκοῦν μὲ πολλὴ προσοχὴ τὰ ὅσα τοὺς λέγει ὁ Κύριος. Δὲν θέλουν, δὲν μποροῦν νὰ παραδεχθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν. Ποιοί; Αὐτοὶ ποὺ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα, προκειμένου νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν στὸ κοσμοσωτήριο ἔργο Του!
Ἡ συζήτηση διακόπτεται, ὅταν ὁ Πέτρος μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ ἔντονη φωνὴ διαβεβαιώνει πὼς εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει πρὸς χάριν Του παρὰ νὰ Τὸν ἐγκαταλείψει.
Ὁ Κύριος τότε προαναγγέλλει πὼς ὁ σατανᾶς ζήτησε νὰ σᾶς ἀναταράξει καὶ νὰ σᾶς κλονίσει. «Ἐγὼ ὅμως προσευχήθηκα ἰδιαίτερα γιὰ σένα, Πέτρο, νὰ μὴ χάσεις τὴν πίστη σου». «…Ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου…» (Λουκ. κβ΄ 32). Γνώριζε ὡς Θεάνθρωπος ὅτι ὁ μαθητής Του θὰ Τὸν ἀρνοῦνταν, καὶ προσευχήθηκε στὸν οὐράνιο Πατέρα Του νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει ἡ χάρη Του.
Καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἄκουσε, δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ Υἱοῦ Του. Ἀρνήθηκε ὁ μαθητής· ὅμως ἐπέστρεψε, μετανόησε, ἀπόλαυσε τὸ ἔλεος, τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ πανάγαθου Θεοῦ.
Ἡ μετάνοια τοῦ Πέτρου δὲν εἶχε ἀνθρώπινη ἀφετηρία. Στὴν πορεία τῆς ἐπιστροφῆς του πρέπει ν’ ἀναζητήσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως τὴ στιγμὴ τῆς ἀρνήσεώς του τὸν βοήθησε μὲ ἕνα βλέμμα Του νὰ καταλάβει πόσο βαθιὰ εἶχε κατρακυλήσει, ἔτσι καὶ ἡ προκαταβολικὴ ἐκείνη προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ προλαβαίνει κάτι χειρότερο καὶ τὸν στηρίζει στὴν ἐπάνοδό του. Καὶ τώρα πάλι μαθητής, Ἀπόστολος πρωτοκορυφαῖος.
Αὐτὴ ὅμως ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου δὲν ἔγινε μόνο γιὰ τὸν Πέτρο. Ὁ Θεάνθρωπος προσευχήθηκε καὶ προσεύχεται γιὰ ὅλους τοὺς μαθητές Του ποὺ κινδυνεύουν στὸν ἀγώνα τους. Δὲν ἔπαυσε νὰ δέεται, νὰ μεσιτεύει γιὰ ὅλους τοὺς βαπτισμένους χριστιανοὺς μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ στὶς μέρες μας.
Ἕνα τέτοιο δεῖγμα ἀγάπης, στοργῆς καὶ μέριμνας πατρικῆς εἶναι ἡ ἀρχιερατική Του προσευχὴ τὴν ὁποία ἀνέπεμψε τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς Του.
Προσευχὴ καὶ γιὰ τοὺς Μαθητές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς κάθε ἐποχῆς, ὅλων τῶν αἰώνων, ὅσους πίστεψαν καὶ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκες καὶ διατρέχουν κινδύνους πολλούς. Τὸ ἔργο τους εἶναι δύσκολο. Μένουν στὸν κόσμο, ἔχουν ν’ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἀρχέκακο ἀνθρωποκτόνο διάβολο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουν ἀνάγκη τῆς εἰδικῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ διατηρηθοῦν στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὶς πλεκτάνες τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν ὀργάνων του καὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ ἔργο τους, τὴν ἀποστολή τους.
Αὐτὴ ἡ προσευχὴ καὶ μεσιτεία τοῦ Κυρίου εἶναι ἰδιαιτέρως ἰσχυρὴ καὶ καρποφόρα. Διότι ὡς Υἱὸς ἀγαπητὸς εὐαρέστησε πλήρως στὸν Πατέρα Του, προσφέροντας τὸν ἑαυτό Του «θυσίαν ζῶσαν» (βλ. Ἐφ. ε΄ 2, Ρωμ. ιβ΄ 1).
Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ἡ σκέψη δηλαδὴ ὅτι ὁ Κύριος προσεύχεται καὶ μεσιτεύει γιὰ μᾶς, πολὺ πρέπει νὰ μᾶς εἰρηνεύει καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνει. Ἰδίως σὲ ὧρες δύσκολες, δοκιμασιῶν, θλίψεων, ὅταν ὁ οὐρανὸς τῆς ψυχῆς σκοτεινιάζει, στὶς ὧρες τῆς φριχτῆς ἀπελπισίας, τῆς ἐσωτερικῆς πάλης, ὅταν ὁ πειρασμός, ἡ ἁμαρτία θολώνουν τὸν νοῦ. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς ἰδίως νὰ μὴ λησμονοῦμε ποτὲ ὅτι ὁ Κύριός μας μεσιτεύει γιὰ μᾶς.
Ἂς ὑψώνουμε τὴ σκέψη μας πρὸς τὰ ἄνω, ὅπου «ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολασ. γ΄ 1). Ἂς αἰσιοδοξοῦμε, ἀφοῦ ὁ Κύριος γνωρίζει τὰ πάντα καὶ τὶς δυσκολίες μας καὶ ἀφοῦ τόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ προσεύχεται ὑπὲρ ἡμῶν. Ἂς πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ ἐπέμβει τότε ποὺ κρίνει Ἐκεῖνος μὲ ὅλη Του τὴ δύναμη καὶ ὅτι κι αὐτὰ τὰ θλιβερὰ θ’ ἀποβοῦν σὲ ὠφέλειά μας.