Ἐκκλησία καὶ Θεολογικὲς Σχολὲς

Μὲ ἀφορμὴ τὶς ἐντονότατες ἀντιδράσεις γιὰ τὴν ἵδρυση Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ ἀκούσθηκαν ποικίλες γνῶμες καὶ ἀπόψεις ἀπὸ πανεπιστημιακοὺς δασκάλους. Ὅσοι ὑποστήριξαν τὴν ἵδρυση ἑνὸς τέτοιου Τμήματος, ποὺ ἄφησε ἄναυδο τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὸ λύπησε βαθύτατα, ἐπικαλέσθηκαν διάφορες δικαιολογίες. Μεταξὺ αὐτῶν διατυπώθηκε καὶ ἡ ἀκόλουθη ἄποψη ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τοῦ Τμήματος κ. Χρυσόστομο Σταμούλη: «Τὸ Πανεπιστήμιο » εἶπε, ἀπαντώντας στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο, «δὲν εἶναι τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθερο, δημόσιο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα καὶ λειτουργεῖ μὲ βάση τὶς ἀκαδημαϊκὲς ἀνάγκες» (ἐφημ. «Δημοκρατία» 12-3-2014, σελ. 22). Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ προξενεῖ εὔλογη ἀπορία καὶ γεννᾶ μελαγχολικὲς σκέψεις γιὰ τὴν πορεία τῶν Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Βεβαίως τὸ Πανεπιστήμιο δὲν εἶναι τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τυπικὰ καὶ διοικητικὰ ἀνεξάρτητο Ἵδρυμα. Ἀλλὰ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες Πανεπιστημιακὲς Σχολές. Οἱ ἄλλες Σχολές, ὅπως ὀρθὰ γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας1, δημιουργήθηκαν καὶ συντηροῦνται γιὰ ὁρισμένους πρακτικοὺς σκοπούς, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν χωρὶς ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Μεταξὺ ὅμως τῶν Σχολῶν αὐτῶν ἡ Θεολογικὴ κατέχει ἰδιαίτερη καὶ αὐτοτελὴ θέση. Διότι τὸ ἔργο της δὲν ἀποβλέπει, ὅπως π.χ. τὸ ἔργο τῆς ἐπιστήμης τοῦ δικαίου, στὴν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου· ἢ ὅπως τὸ ἔργο τῆς ἰατρικῆς στὴ συντήρηση τῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν. Τὸ ἔργο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὡς θεοΐδρυτος αὐτοτελὴς πνευματικὸς ὀργανισμὸς ὑφίσταται μέσα στὴν πολιτεία παράλληλα μὲ αὐτήν. Ἡ δὲ Θεολογία διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναπτύξεως τῆς ὑπερφυσικῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀποτελεῖ τὸ συμπλήρωμα τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν μὲ τὸ νὰ ἐκφέρει τὸν τελευταῖο περὶ τῶν ὄντων λόγο. Ἔτσι ἱκανοποιεῖ τὶς ὕψιστες ἀπαιτήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ θεραπεύει τὶς ἀνάγκες καὶ τοὺς πόθους τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε ὅτι κοιτίδα τῆς Θεολογίας, ἡ ὁποία δικαιοῦται νὰ ἀποκαλεῖται «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἔδωσε καὶ δίνει ζωὴ στὴ Θεολογία. Λόγῳ λοιπὸν τῆς καταγωγῆς αὐτῆς τῆς Θεολογίας ὑπάρχει διαρκὴς καὶ σταθερὴ σχέση ἀμοιβαιότητας μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Θεολογία ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴν Ἐκκλησία διαφωτίζοντας καὶ καταυγάζοντας τὴν περὶ Χριστιανισμοῦ συνείδησή της, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν μένει ξένη ἀπὸ τὴν ἐπιρροή, τὶς περιπέτειες καὶ γενικῶς τὴν ἑκάστοτε κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδὴ Ἐκκλησία καὶ Θεολογία ἐπιδροῦν ἀμοιβαῖα ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης. Εἶναι περιττὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ὀρθολογιστὴς ἢ στεγνὸς ἐπιστήμων νὰ εἶναι καθηγητὴς σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολή, πράγμα δυστυχῶς ὄχι σπάνιο σήμερα! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παρουσία ἀλλοτρίου φρονήματος στὶς Θεολογικές μας Σχολές. Οἱ Πατέρες ἦσαν κατεξοχὴν πιστοί. Δὲν σκέφθηκαν ποτὲ ὅπως «οἱ σοφοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ δὲν ἐξέφρασαν προσωπικές τους γνῶμες. Ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τῆς «καθολικῆς» καὶ ἀποστολικῆς πίστεως ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Σταθερὸ δὲ ἀξίωμά τους ἦταν: «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Ὁρισμοὶ τῆς Θεολογίας ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐπιστημονικὴ γνώση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ τῶν ἀληθειῶν του ἢ σύνολο ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ τεχνικῶν κανόνων διοικήσεως, ποὺ ἀνήκουν στὸν Χριστιανισμό, καὶ ἄλλα παρόμοια, μεταβάλλουν τὴν ἱερὴ ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας σὲ ἀφηρημένη θεωρία περὶ Χριστιανισμοῦ· σὲ ἄσκηση πολυμάθειας, ἡ ὁποία ὑπὸ ὁρισμένες περιστάσεις μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἢ νὰ παραχθεῖ καὶ ἀπὸ ἕνα μὴ Χριστιανό. Ὅμως κανένας ὀρθολογιστὴς ἢ ἄπιστος δὲν μπορεῖ π.χ. νὰ κατανοήσει, πολὺ περισσότερο νὰ ἀναπτύξει, τὸ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος δόγμα, ἢ τὸ περὶ δύο φύσεων καὶ ἑνὸς προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου κ.τ.ὅ. Κατὰ συνέπεια τὸ Πανεπιστήμιο δὲν εἶναι μὲν τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ διδάσκαλοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του δὲν μποροῦν νὰ θεολογοῦν ἁπλῶς ἀκαδημαϊκὰ καὶ ἀριστοτελικὰ ἀγνοώντας τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔχουν χρέος «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» νὰ «μελωδοῦν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας», ὡς ἐκφραστὲς καὶ φύλακες τῶν Ἀποστολικῶν Παραδόσεων, καὶ νὰ ὁδηγοῦν ὄχι μόνο τοὺς σπουδαστές τους, ἀλλὰ καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια. Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ, ὅπως καὶ κάθε Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολή, γιὰ νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὸν ἑαυτό της, πρέπει νὰ εἶναι πρωτίστως Ἀποστολικὴ καὶ Πατερική, ὄπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Νὰ μαρτυρεῖ, νὰ διδάσκει, νὰ μεταλαμπαδεύει τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια καὶ τὴν ἁγία καὶ πλούσια ἐμπειρία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Νὰ καταρτίζει θεολόγους ὄχι «χειροτονητούς, οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς»2, δηλαδὴ θεολόγους αὐτοχειροτόνητους, οἱ ὁποῖοι μόνο ἐπειδὴ θέλουν νὰ εἶναι σοφοί, νομίζουν καὶ ὅτι εἶναι, ἀλλὰ θεολόγους οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ παύουν «πάσχοντες θέωσιν », κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θὰ «ἐνεργοῦν ὡς ἄνδρες ἐκκλησιαστικοί (Ὠριγένης), γιὰ λογαριασμὸ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, (θεολόγους) σχολιαστὲς τῆς πίστεώς της, πιστοὺς τηρητὲς τῆς Παραδόσεώς της, μάρτυρες τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πίστεως», κατὰ τὸν ἀείμνηστο μεγάλο θεολόγο πρωθιερέα Καθηγητὴ π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τούτης τῆς Χώρας, ποὺ δεινοπάθησε ὅσο κανένας ἄλλος καὶ ἀκόμη συνεχίζει νὰ δεινοπαθεῖ στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸ ἀντίχριστο Ἰσλάμ, διερωτᾶται: Τί θέση ἔχουν σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ οἱ Ἰσλαμικὲς Σπουδὲς ποὺ θέλουν νὰ διδάξουν Καθηγητὲς Ὀρθοδόξου Θεολογίας; Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι τὸ Ἰσλὰμ δὲν θεωρεῖ τὸν Χριστὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἕναν ἁπλὸ προφήτη κατώτερο τοῦ ἀνθρώπου Μωάμεθ, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν διαβλητός; Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη, τὸ δὲ Κοράνιο βιβλίο καθαρὰ ἀνθρώπινο μὲ ἀντιφατικὸ περιεχόμενο καὶ κυρίως ἐχθρικὸ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ γενικῶς πάντα μὴ μουσουλμάνο; Τὸ βιβλίο αὐτὸ διδάσκει ὅτι οἱ μουσουλμάνοι πρέπει νὰ τρομοκρατοῦν ἐμᾶς τοὺς κάφρους (Σούρα 8, 12), νὰ ἐκπληρώνουν τὸ ἱερὸ καθῆκον τους σκοτώνοντάς μας (Σούρα 9, 5), νὰ μὴν ἔχουν φίλους ἐμᾶς τοὺς κάφρους (Σούρα 5, 51), νὰ μὴ δείχνουν ποτὲ ἔλεος στοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους, ἐπειδὴ εἴμαστε τὰ πιὸ σιχαμερὰ πλάσματα (Σούρα 98, 6)3. Μήπως δὲν ξέρουμε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα καὶ ὄχι φονεύοντας ἀπίστους, ὅπως διδάσκει τὸ Κοράνιο (Σούρα 9, 11); Μήπως ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ αἰώνιος Τριαδικὸς Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ προσωπικὸς Θεὸς ποὺ μᾶς χαρίζει τὴν «κατὰ χάριν θέωσιν», καὶ ὄχι ὁ ἀπρόσωπος Ἀλλὰχ τοῦ Ἰσλάμ; Σὲ καιροὺς ὄχι ἁπλῶς χαλεπούς, ἀλλὰ παγχάλεπους, ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη Κύριό μας καὶ γιὰ τὴν τυχὸν ἀπάθειά μας καὶ τὴν ἀμέλειά μας. Ἂς ἀναλογισθοῦμε λοιπὸν ὅλοι τὶς εὐθύνες μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Πατέρων μας.
1. Βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλα, Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Θεολογίας, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», 20005, σελ. 142-145.
2. Γρ. Θεολόγου, Λόγ. 20ός, Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων, PG 35, 1065A.
3. Σημειώνουμε ὅτι ἡ ἀραβικὴ λέξη «κάφρος» (καφίρ), ἀποτελεῖ τὸν πιὸ προσβλητικὸ χαρακτηρισμὸ τῆς «ἱερῆς» γλώσσας τοῦ Ἰσλάμ.