Πράξ. ς΄ 1-7
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει.
1. Τὰ ἀνθρώπινα στὴν Ἐκκλησία
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρει ἕνα πρόβλημα ποὺ παρουσιάστηκε μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν στὰ Ἱεροσόλυμα. Καθὼς αὐξανόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν, οἱ Ἑβραῖοι χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἀπὸ ξένα μέρη καὶ γι’ αὐτὸ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἄρχισαν νὰ γογγύζουν ἐναντίον τῶν ντόπιων Ἑβραίων χριστιανῶν. «Ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν». Αὐτὸς ὁ γογγυσμὸς καὶ τὰ παράπονα προέκυψαν, διότι οἱ χῆρες τῶν ἐλληνόφωνων Ἰουδαίων χριστιανῶν ποὺ δὲν ἦταν ντόπιοι παραμελοῦνταν στὴν καθημερινὴ περίθαλψη καὶ ὑπηρεσία τῆς διανομῆς τροφῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπου οἱ χριστιανοὶ ζοῦσαν ἑνωμένοι σὰν μιὰ καρδιὰ καὶ μιὰ ψυχή (Πράξ. δ΄ 32), παρουσιάστηκαν ζητήματα ἀδικίας καὶ ζηλοτυπίας. Ἂς μὴ μᾶς ξαφνιάζει λοιπόν, τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ σήμερα μέσα στὴν Ἐκκλησία συναντοῦμε ἀδυναμίες καὶ ἐλαττώματα. Ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκκλησία δὲν εἶναι κοινωνία ἀγγέλων ἀλλὰ ἀνθρώπων. Ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ μετάνοια, τὴν ἀνακαίνιση καὶ τὸν ἁγιασμό τους. Ἄλλωστε, καὶ «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος» ἐκμεταλλεύεται τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, γιὰ νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν. Συνεπῶς, χωρὶς νὰ σκανδαλιζόμαστε, ἂς προσπαθοῦμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ὅποια ζητήματα ἀναφύονται μὲ κατανόηση καὶ ὑπομονή, μὲ σύνεση καὶ διάκριση. Ὅπως ἔκαναν τότε κι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι.
2. Συνεργασία κλήρου καὶ λαοῦ
Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος οἱ Ἀπόστολοι συγκάλεσαν ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς εἶπαν: Δὲν εἶναι σωστὸ ἐμεῖς νὰ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ. Γι’ αὐτὸ σκεφθεῖτε καλὰ καὶ νὰ ἐπιλέξετε προσεκτικὰ ἑπτὰ ἄνδρες, ποὺ θὰ ἐπιφορτιστοῦν εἰδικὰ μὲ τὴν εὐθύνη αὐτῆς τῆς ἀναγκαίας διακονίας.
Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι: «προσκαλεσάμενοι τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν», ἀναφέρει τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων. Δὲν ἀποφασίζουν μόνοι τους, ἀλλὰ ζητοῦν τὴ γνώμη τῶν λοιπῶν χριστιανῶν. Δὲν νομίζουν ὅτι τὰ γνωρίζουν ὅλα, γι’ αὐτὸ συμβουλεύονται καὶ ἄλλους, ἴσως ἐμπειρότερους ἀπὸ αὐτοὺς σὲ κάποια ζητήματα, ὅπως αὐτὸ ποὺ εἶχε προκύψει καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν καθαρὰ πνευματικό, ἀλλὰ εἶχε σχέση μὲ ὑλικὰ καὶ βιοτικὰ πράγματα. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἂν καὶ ἔχουν τὴν πρώτη θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν ἐνεργοῦν αὐταρχικὰ καὶ ἐξουσιαστικά, ἀλλὰ μὲ σύνεση καὶ ταπεινοφροσύνη. Πόσο μᾶς διδάσκουν!
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τοῦ κλήρου ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ. Ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἄνδρες ἢ γυναῖκες, νεότεροι ἢ καὶ μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία, καλοῦνται νὰ συμμετέχουν ἐνεργὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ νὰ συνεργάζονται ὁ καθένας μὲ τὸ δικό του χάρισμα καὶ ἀπὸ τὴ δική του θέση. Αὐτὴ ἡ συνεργασία καὶ ἡ συλλογικὴ εὐθύνη ἐξουδετερώνει τὴν ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια καὶ κάθε ἰδιοτέλεια καὶ προάγει τὴν ἀλληλοπεριχώρηση, τὴν ἑνότητα, τὴν ἀγάπη καὶ γενικὰ συντελεῖ «εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ΄ 12). Αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ὅπως μᾶς τὸ παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τὸ ὁποῖο καλούμαστε νὰ καλλιεργοῦμε ὅλοι μας.
3. «Πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου»
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πρότειναν στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη νὰ ἐκλέξουν ἑπτὰ ἄν-
δρες, γιὰ νὰ ἀναλάβουν ὑπεύθυνα τὴν ὀργάνωση τῶν κοινῶν τραπεζιῶν καὶ τὴ δίκαιη διανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν πρὸς τοὺς πτωχούς. Παράλληλα, ἐπεσήμαναν καὶ τὰ ἀπαραίτητα προσόντα γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ διακονία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἐπιλέγονταν γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν καλὴ μαρτυρία ἀπ’ ὅλους καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σύνεση· «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας».
Κάνει ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ ἕνα ἔργο ποὺ φαίνεται καθαρὰ πρακτικό, ἡ Ἐκκλησία ἀναζητᾶ ἀνθρώπους «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας». Ὄχι ἁπλῶς πιστοὺς ἀλλὰ γεμάτους ἀπὸ πίστη, πλημμυρισμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὅσοι ἀναλαμβάνουν κάποια ἐκκλησιαστικὴ διακονία, εἴτε ὡς ψάλτες, ἐπίτροποι ἢ νεωκόροι, εἴτε ὡς κατηχητὲς ἢ μέλη τοῦ φιλοπτώχου, ἂς μὴ λησμονοῦν τὸ πιὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ τὸ ἔργο τους: Νὰ εἶναι ἄνθρωποι ποὺ θὰ ζητοῦν τὴ βοήθεια καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργοῦν πάντοτε μὲ σύνεση καὶ διάκριση. Ἐπιπλέον νὰ συμμετέχουν τακτικὰ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἁγιάζονται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλίζουν, ἀλλὰ νὰ οἰκοδομοῦν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ πλησιάζουν τὴν Ἐκκλησία ἀναζητώντας σʼ αὐτὴν αὐθεντικὸ βίωμα καὶ πρότυπα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.