Ὁ ἅγιος Βασίλειος τοῦ Ὄστρογκ, Μητροπολίτης Ζαχουμίου τῆς Σερβίας

Στὴν ἡσυχία τῆς ὑπαίθρου τῆς πολύπαθης σερβικῆς γῆς γεννήθηκε ὁ ἅγιος Βασίλειος τὸ ἔτος 1610. Χωριό του ὑπῆρξε τὸ Μέρκονιτς τῆς Ἐρζεγοβίνης. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομά του ἦταν Στόγιαν (Σταμάτης). Οἱ πτωχοί, ἀλλὰ πλούσιοι σὲ εὐσέβεια γονεῖς του, ὁ Πέτρος καὶ ἡ Ἀναστασία Γιοβάνοβιτς, φρόντισαν νὰ τὸν μορφώσουν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς. Προτεραιότητα στὸ σπίτι εἶχε πάντα ὁ Θεὸς καὶ τὸ θεῖο θέλημά του. Ὁ Στόγιαν ὑπῆρξε ἀπὸ μικρὸς ταλαντοῦχο παιδί, μὲ πολύστροφο νοῦ καὶ ψυχὴ ποὺ δεχόταν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ μὲ πολλὴ ἐμπιστοσύνη. Ἀγαποῦσε τὴ νηστεία, τὴν προσευχὴ καὶ τὶς συχνὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Στὸ λιμάνι τοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ του ἔβρισκε ἡ ἀθώα ψυχή του βαθιὰ ἀνάπαυση καὶ γαλήνη. Κάθε φορὰ ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἔκαμνε μιὰ ἐδαφιαία μετάνοια καί, ἀφοῦ ἀσπαζόταν τὸ δάπεδο, ἔμενε ὄρθιος στὴ θέση του. Καὶ τελείως ἀπερίσπαστος παρακολουθοῦσε τὰ τελούμενα.
Στὶς συναναστροφές του μὲ τοὺς ἄλ­λους τὸν διέκρινε ἡ πηγαία εἰλικρίνεια, ἡ βαθιὰ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ πλούσια ἀγάπη. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ στὶς βάρδιες του, ὅταν ἔβοσκε τὰ πρόβατα, μοιράζονταν μὲ τοὺς ἄλλους ποιμένες τὸ λιγοστὸ ψωμί του. Σκηνὲς τῆς ὑπαίθρου γεμάτες ἀθωότητα.
Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ ἔρθουν οἱ πρῶ­τοι πειρασμοί. Γείτονες τῆς πατρικῆς οἰκίας τοῦ Στόγιαν ποὺ εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει καὶ εἶχαν γίνει μουσουλμάνοι καιροφυλακτοῦσαν νὰ ἁρπάξουν τὸ χαριτωμένο παιδὶ καὶ νὰ τὸ μυήσουν στὸν Μωαμεθανισμό. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ Στόγιαν διαισθάνθηκαν ἔγκαιρα τὶς πονηρὲς αὐτὲς διαθέσεις. Καὶ γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὸ παιδί τους ἀνέπαφο ἀπὸ τὴ μουσουλμανικὴ ἐπιρροή, τὸ ἔστειλαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ζαβαλᾶ ὅπου ἡγουμένευε ὁ θεῖος του, ὁ π. Σεραφείμ.
Στὸ ἱερὸ περιβάλλον τῆς Μονῆς ὁ νεαρὸς Στόγιαν βρῆκε καταφύγιο ἀσφαλείας. Ἀνέπνεε ἐλεύθερα τὸ ὀξυγόνο τῆς γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς ποὺ προσφέρει κάθε εὐλογημένο Ὀρθόδοξο Μοναστήρι. Ἐδῶ ἀνέπτυξε καὶ τὰ πλούσια χαρίσματά του, κυρίως τὸ χάρισμα τῆς φιλομάθειας. Φλεγόμενος ἀπὸ δίψα γιὰ ἅγια γνώση, μελετοῦσε ἀχόρταγα τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ βρῆκε θησαυρισμένα στὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Πόσο τὸν ἀνέπαυε αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη! Ἀλλὰ καὶ πόσο τὸν οἰκοδομοῦσε πνευματικὰ αὐτὴ ἡ μελέτη! Τότε ἦταν ποὺ συναισθάνθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μέσα του ἕλξη γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεό.
Ὁ ἱερὸς αὐτὸς πόθος τοῦ μοναχικοῦ βίου ἐξεπληρώθη μετὰ ἀπὸ ὀλίγο διάστημα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου (Τβέρντος), ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βασίλειος εἰς τιμὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ ὄνομα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Καισαρείας Βασιλείου θὰ συγκινεῖ στὸ ἑξῆς τὸ νέο μοναχό. Καὶ θὰ τὸν θέσει στὴ ζωή του δυνατὸ πρότυπο στὴν ἄσκηση, τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὴ φιλανθρωπία. Οἱ πνευματικοὶ καρποὶ τοῦ Βασιλείου δὲν ἄργησαν νὰ φανερωθοῦν. Γι’ αὐτὸ οἱ προεστῶτες τῆς Μονῆς τὸν προήγαγαν σύντομα στὸν πρῶτο καὶ μετὰ καὶ στὸ δεύτερο βαθμὸ τῆς Ἱερωσύνης.
Τὰ πρῶτα ἱερατικά του καθήκοντα ὁ π. Βασίλειος θὰ τὰ ἀσκήσει δίπλα στὸ Μητροπολίτη Μαρδάριο στὸ Τσέτινιε. Τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ σερβικὸς λαὸς στέναζε κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τῶν Ἀγαρηνῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ «τοὺς λοιμώδεις λύκους» τῶν δολίων Ἰησουιτῶν. Στὴ δύσκολη αὐτὴ ὥρα ὁ νεότατος ἱερομόναχος Βασίλειος ὕψωσε τὴ φωνή του. Μίλησε μὲ παρρησία στὸ Μητροπολίτη Μαρδάριο γιὰ τὴν προπαγάνδα τῶν οὐνιτῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ὁδηγήσουν στὴν παπικὴ παναίρεση τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καὶ τὸν παρότρυνε νὰ στραφεῖ δυναμικὰ στὴν ἐκδίωξή τους. Ὁ Μαρδάριος ὅμως ὄχι μόνο περιφρόνησε τὸν Βασίλειο, ἀλλὰ καὶ τὸν συκοφάντησε στὸ λαὸ γιὰ τὶς ἐνέργειές του ὡς ἐπικίνδυνο διασπαστὴ τῆς ἑνότητος. Καὶ τελικὰ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴ Μητρόπολή του. Ἔτσι, ὁ φλογερὸς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του στὸ Τβέρντος. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἡσύχασε. Ἀπὸ ἐδῶ θὰ δώσει νέες μάχες γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὴ διασφάλιση τοῦ Σερβικοῦ λαοῦ ἀπὸ κάθε εἶδος προδοσίας.
Καὶ ἐνῶ ὁ Βασίλειος μάχεται, ὁ ἐχθρὸς διάβολος τὸν ἀντιμάχεται μὲ νέα ραδιουρ­­γία. Οἱ πονηροὶ Ἰησουίτες καὶ ­οὐνίτες, πλαστογραφώντας τὴν ­ὑπογραφή του, διέδιδαν εἴδηση ὅτι ὁ Βασίλειος ἔγραψε καὶ ἀπέστειλε δύο ἐπιστολές, μία στὸν Πάπα Ἀλέξανδρο Ζ΄ καὶ ἄλλη στὸν Πάπα Κλήμεντα τὸν Ι΄, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς ζητοῦ­σε βοήθεια καὶ χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγ­κες τοῦ βασανισμένου σερβικοῦ λαοῦ. Μὲ τὶς ψεύτικες αὐτὲς εἰδήσεις ­ἐπεδίωκαν νὰ κλο­­νίσουν τὸ κύρος τοῦ ὁσίου Βασι­­λείου στὸ σερβικὸ λαό. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν κάμφθη­­κε. Ὕψωνε τὰ ἀνεξίκακα ­χέρια του στὸ Θεὸ καὶ προσευχόταν στὸ ­κελλί του μὲ δάκρυα γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν ἐχθρῶν του καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν τόπο του.
Δὲν πολεμοῦσε ὅμως μόνο μὲ τὸ παν­ίσχυρο ὅπλο τῆς προσευχῆς. Βλέπον­­­τας τὰ πικρὰ βάσανα τοῦ λαοῦ του ποὺ ὅλο καὶ αὐξάνονταν, τόσο ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Τούρκων ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν οὐνίτικη προπαγάνδα, ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ κελλίου του. Ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ ἱερὸ κρησφύγετό του καὶ μετάρσιος, ὅλος θεία φλόγα – ὅπως ἔ­πραξε καὶ σὲ μᾶς ἀργότερα ὁ ἅγιος Κο­­σμᾶς ὁ Αἰτωλός – ἄρχισε τὶς ἱεραποστο­λικές του περιοδεῖες στὰ χωριά. Τελοῦ­σε μὲ κατάνυξη τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὶς ἐκκλησίες καὶ ὕψωνε τὶς καρδιὲς τοῦ βασανισμένου λαοῦ στὸν Θεὸ τῆς ἐλπίδος καὶ τοῦ ἐλέους. Ἐξομολογοῦσε ἀτελείωτες ὧρες καὶ θεράπευε τὶς πληγὲς καὶ τὰ τραύματα τοῦ ἐγκαταλειμμένου λογικοῦ ποιμνίου. Μὲ τὰ φλογερά του κηρύγματα παρηγοροῦσε καὶ στήριζε νύχτα καὶ μέρα τὸν λαό. Καλοῦσε ὅλους σὲ μετάνοια καὶ τοὺς ἔπειθε μὲ τὴν ἀγάπη του νὰ μὴν ὑποκύψει κανεὶς στὰ δελεάσματα τῶν ἀπίστων καὶ τῶν αἱρετικῶν· καὶ νὰ μένουν «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» στὴν πίστη τῶν Πατέρων τους. Καὶ ὁ λαὸς ἀνταποκρινόταν στὶς ἐκκλήσεις τοῦ Ἁγίου. Παρέμενε ἀσάλευτος στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἑνωμένος δοξολογοῦσε τὸν Θεό, γιατὶ τοῦ χάρισε τέτοιο στοργικὸ πατέρα ποὺ ἀκόμα καὶ οἱ Τοῦρκοι τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «ἱκέτη τοῦ Παραδείσου».
Τὴ θαυμαστὴ ὅμως ἱστορία τοῦ Ἁγίου μας θὰ τὴν ὁλοκληρώσουμε στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας.